Η πιο γνωστή σάλτσα καυτερής πιπεριάς που χαρίζει απλόχερα πικάντικη γεύση στα φαγητά μας, έχει τις ρίζες του πίσω στη δεκαετία του 1860.
Τα χρόνια πριν τον αμερικανικό εμφύλιο, ο Edmund McIlhenny, τραπεζίτης και bon viveur, ζούσε μια ζωή γεμάτη απολαύσεις, με σκάφη, άλογα και πικάντικο φαγητό. Μετά τον εμφύλιο, όμως, δεν μπορούσε να βρει πια δουλειά. Μετά από μήνες προσπαθειών για επαγγελματική αποκατάσταση στη Νέα Ορλεάνη, γύρω στα τέλη του 1860 ο πρώην τραπεζίτης κατέφυγε στη φυτεία της οικογένειας της γυναίκας του, όπου και ασχολήθηκε με την περιποίηση της καλλιέργειας των κόκκινων, πικάντικων πιπεριών.
Τότε ήταν που ξεκίνησε να τις χρησιμοποιεί για να φτιάξει σάλτσα πιπεριάς, με μια μέθοδο αρκετά κουραστική, αφού έλιωνε τις πιπεριές, τις ανακάτευε με ορυκτό αλάτι κι έπειτα άφηνε το μείγμα να ωριμάσει δυο φορές, προσθέτοντάς του κρασί στο ενδιάμεσο. Όταν τέλειωνε τη διαδικασία και στράγγιζε τον πολτό, τον μετέφερε σε μικρά μπουκαλάκια κολόνιας.
Τον Ιανουάριο, ο McIlhenny έστειλε τη σάλτσα σε έναν οικογενειακό φίλο στη Νέα Υόρκη, ενώ στη συνέχεια τη μοίρασε και σε άλλους φίλους και γνωστούς. Όσοι τη δοκίμασαν, αντιδρούσαν με τέτοιο ενθουσιασμό, που ο πρώην τραπεζίτης σκέφτηκε να διοχετεύσει τη σάλτσα του στην αγορά.
Εκείνη τη χρονιά. φύτεψε και καλλιέργησε ένα μεγάλο χωράφι πιπεριές και ένα χρόνο αργότερα έστειλε 658 μπουκάλια σε μπακάληδες και παντοπώλες της Νέας Ορλεάνης, οι οποίοι τα πουλούσαν προς ένα δολάριο το καθένα.
Μέχρι το 1872, η περίφημη αυτή σάλτσα, το ταμπάσκο, είχε «ταξιδέψει» στα νοτιοανατολικά και το 1900 είχε αποκτήσει πλέον παγκόσμια αναγνώριση. Δυστυχώς, ο Edmund McIlhenny είχε ήδη πεθάνει 10 χρόνια προτού ζήσει το θρίαμβο της καυτερής του σάλτσας.
clickatlife.gr