Η Άλωση της Βασιλεύουσας, η παρακμή , η πολιορκία, η κατάκτησή της και οι θρύλοι για τον μαρμαρωμένο βασιλιά, το χρονικό του τέλους της Αυτοκρατορίας

Τον Απρίλιο του 1453 ο Μωάμεθ Β’ ζητά την παράδοση της Πόλης. Στις 6 Απριλίου μετά την απόρριψη της πρότασής του αρχίζει η πολιορκία της. Θα κρατήσει μέχρι τις 29 Μαΐου του 1453. Η Πόλη, η Βασιλεύουσα και σύμβολο της Αυτοκρατορίας πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Αν ανατρέξουμε πίσω, στην ιστορία , η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παραμονές της πολιορκίας της δε θύμιζε τίποτα από το ένδοξο παρελθόν της. Περιορισμένη γεωγραφικά, με τις  θρησκευτικές έριδες, τις εμφύλιες διαμάχες, τις σταυροφορίες και την εμφάνιση κάθε τόσο πανίσχυρων εχθρών, η παλιά Αυτοκρατορία είναι ένα φάντασμα του εαυτού της. Το ένδοξο παρελθόν έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πιστεύοντας στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης προσπαθεί να κρατήσει απόρθητα τα οχυρά της. Θα είναι ο τελευταίος υπερασπιστής της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Στην τελευταία του ομιλία κάλεσε το λαό να αντισταθεί γενναία και είπε ότι οι Τούρκοι υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και αριθμητική υπεροχή εμείς όμως στηριζόμαστε πρώτα στο Θεό και Σωτήρα μας.

Ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις αρχές του 1453, με έδρα  την Ανδριανούπολη, στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς που είχαν μόλις 7.000 άνδρες.  2.000 από αυτούς είναι μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες. Η πόλη κατοικείται από 50.000 κατοίκους με προβλήματα σίτισης, στο όριο του λιμού.

Τρίτη βράδυ, 29 Μαΐου, εκδηλώθηκε η τελική επίθεση των Τούρκων από τρεις πλευρές, τις δύο κατάφεραν να αποκρούσουν στην τρίτη όμως στην Πύλη του Ρωμανού, εκεί που βρισκόταν ο αυτοκράτορας, δόθηκε σκληρή μάχη. Οι Τούρκοι ρίχνουν στη μάχη τους τρομερούς Γενίτσαρους.

Ο  τραυματισμός του Ιουστινιάνη έδωσε θάρρος στους Οθωμανούς, οι οποίοι πραγματοποίησαν νέα έφοδο, κερδίζοντας τα τείχη. «Έγινε τόσο μεγάλο το πλήθος των εχθρών που ανέβηκε πάνω, ώστε διασκόρπισε τους δικούς μας...έτσι είχαν τα πράγματα όταν από μέσα και από έξω και από τα μέρη του λιμανιού ακούστηκε κάποια φωνή: “έπεσε το φρούριο και πάνω στους πύργους έστησαν τα εμβλήματα και τις σημαίες τους!” Αυτή η φωνή έτρεψε σε φυγή τους δικούς μας και έδωσε θάρρος στους εχθρούς».

Επρόκειτο για το γνωστό «εάλω η Πόλις». Κάτι που συνδέεται με την πικρή μνήμη της Κερκόπορτας η οποία φέρεται να είχε χρησιμοποιηθεί για εξόδους/ επιδρομές εναντίον των πολιορκητών και, αν και είχε φρουρούς, είχε ξεχαστεί ανοιχτή. Κατά την επίθεση, φέρεται να βρέθηκε από μια ομάδα Οθωμανών στρατιωτών, οι οποίοι μπήκαν, σκότωσαν τους φρουρούς και κατέλαβαν τον κοντινότερο πύργο, προκαλώντας πανικό, ενώ ταυτόχρονα έμπαιναν και άλλοι εισβολείς μέσα, που προσπάθησε να σταματήσει μάταια ο Λουκάς Νοταράς.

Ο ιστορικός Κριτόβουλος καταγράφει εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές, μόλις οι εχθροί πατούν το πόδι τους στη Βασιλεύουσα.

Δεν υπήρχε οίκτος, γράφει.  Η Πόλη ερημώθηκε, καθώς ο Μωάμεθ Β' – ο πλέον Πορθητής- άφησε τα στρατεύματά του για ένα διάστημα να επιδοθούν σε πλιάτσικο ως ανταμοιβή για την κατάκτηση της Πόλης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για την Πόλη η οποία προοριζόταν για πρωτεύουσα μιας νέας αυτοκρατορίας, οπότε μετά την Άλωση, ο ίδιος έλαβε μέτρα για την αναζωογόνησή της. Η Κωνσταντινούπολη- «Ιστανμπούλ» πλέον, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα παρέμενε πρωτεύουσα, ενός νέου κράτους, ως το 1922, ενώ η Άλωση θα έμενε χαραγμένη στις μνήμες και τις παραδόσεις του Ελληνισμού. Παραδόσεις με κυρίαρχη τη μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του μαρμαρωμένου βασιλιά, που αναδείχτηκε σε μια αθάνατη, θρυλική φιγούρα, τροφοδοτώντας μύθους και την προσμονή του πληρώματος του χρόνου για να αναστηθεί η Πόλη. 

Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς

Ενας από τους πιο δημοφιλείς θρύλους αφορά τον τελευταίο αυτοκράτορα, το πτώμα του οποίου δεν βρέθηκε με αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί ο μύθος που λέει πως μαρμάρωσε εκεί που περίμενε μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας, μη αντέχοντας να την παραδώσει σε χέρια μουσουλμάνων.

Σύμφωνα με τον θρύλο, Άγγελος Κυρίου τον έκρυψε και τον μαρμάρωσε μέχρι τη στιγμή που η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη...

Ο παπάς της Αγίας Σοφίας

Αντίστοιχης λογικής είναι και ο θρύλος για τον παπά της Αγίας Σοφίας, που λέει ότι όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην εκκλησία, διέκοψε τη λειτουργία και κρύφτηκε πίσω από μια πόρτα που υπήρχε πίσω από το ιερό. Οι Τούρκοι τον είδαν να μπαίνει, όμως έκπληκτοι διαπίστωσαν πως η πόρτα είχε γίνει τοίχος, το οποίο όσο κι αν προσπάθησαν δεν κατάφεραν να γκρεμίσουν. Κι εδώ ο θρύλος καταλήγει ότι όταν η Αγία Σοφία ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, τότε ο παπάς θα βγει από το ιερό και θα ολοκληρώσει τη λειτουργία του.

Τα ψάρια του καλόγερου

Εδώ ο θρύλος αναφέρεται σε κάτι ψάρια που ένας καλόγερος τηγάνιζε δίπλα σε ένα ποτάμι τη στιγμή που έφτασε το μήνυμα της Αλωσης. Τότε, ο θρύλος λέει πως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδηξαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι από όπου -κατά τον θρύλο πάντα- θα ξαναβγούν όταν η Πόλη ξαναγίνει χριστιανική...

Αντίστοιχος είναι και ο θρύλος για το ποτάμι που σταμάτησε να κυλάει, εκεί που πότιζαν τα πρόβατά τους κάποιοι βοσκοί, μόλις διαδόθηκε το νέο της άλωσης.

Η πάντα γαλήνια θάλασσα του Μαρμαρά

Ενας από τους πιο γοητευτικούς θρύλους είναι αυτός που αφορά τηνΑγία Τράπεζα της Αγιάς Σοφιάς, που ήταν κατασκευασμένη από χρυσό. Σύμφωνα με την παράδοση, ο αυτοκράτορας διέταξε να τη μεταφέρουν μαζί με όλα τα κειμήλια μακριά από την Πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Μόνο που το καράβι που τη μετέφερε βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά, που έκτοτε παραμένουν πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή.

Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο.

Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.

Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στο χακί.

Επτά ημέρες μετά τα πρώτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα «Δημοκρατία», «Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία». Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.

Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.

Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.

Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.

Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου.

Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων.

Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι.

Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.

Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια.

Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.

Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.

Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία.

Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2.400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού.

Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα.

Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.

Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

sansimera.gr

12 Οκτωβρίου 1944: Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό Πέμπτης, όταν οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα, καλώντας τους Αθηναίους να ξεχυθούν στους δρόμους και να πανηγυρίσουν το τέλος της γερμανικής κατοχής. 

Ως τις 3 Νοεμβρίου ο τελευταίος Γερμανός (και Βούλγαρος) στρατιώτης είχε αποχωρήσει από την ηπειρωτική Ελλάδα.

Η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση των Γερμανών και των συμμάχων τους Βουλγάρων από την Ελλάδα είχε σημάνει λίγους μήνες νωρίτερα, στις 6 Ιουνίου, όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία και άρχισαν να περισφίγγουν τον κλοιό γύρω από τη Γερμανία μαζί τους προελαύνοντες Σοβιετικούς από την ανατολική πλευρά. Ήταν φανερό ότι οι ημέρες της Ναζιστικής Γερμανίας ήταν μετρημένες.

Στο χρονικό διάστημα μέχρι την απελευθέρωση είχαν ενταθεί οι πολιτικές διαβουλεύσεις για τη μετακατοχική κατάσταση στην Ελλάδα. 

Από την πλευρά τους, οι χιτλερικές δυνάμεις έψαχναν παρασκηνιακά τρόπους ασφαλούς αποχώρησής τους από τη χώρα μας. 

Οι Γερμανοί άρχισαν να φεύγουν σταδιακά από την Αθήνα από το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου με κατεύθυνση προς Βορρά. 

Στις 8 το πρωί της επόμενης μέρας, οι ελάχιστοι που είχαν απομείνει στην Αθήνα, συγκεντρώθηκαν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. 

Εκεί, σε μία πρόχειρη όσο και βιαστική τελετή, ο επικεφαλής των κατοχικών δυνάμεων, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι, συνοδευόμενος από τον κατοχικό δήμαρχο Αθηναίων Άγγελο Γεωργάτο, κατέθεσε στεφάνι.

Το μόνο που απέμενε ήταν η υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. 

Ένας Γερμανός στρατιώτης κατέβασε τη σβάστικα χωρίς καμία επισημότητα στις 9:15 το πρωί, την πήρε υπό μάλης και αποχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι, σηματοδοτώντας το τέλος της γερμανικής κατοχής που διήρκεσε 1.625 μέρες και την αρχή ενός τρελού πανηγυριού στους δρόμους της Αθήνας.

Χιλιάδες κόσμου με τη γαλανόλευκη στα χέρια αλληλοασπάζονταν, αναφωνώντας «Χριστός Ανέστη», παιδιά σκαρφάλωναν στις οροφές των τραμ, ενώ απ' άκρη σ' άκρη αντηχούσε ο Εθνικός Ύμνος. 

Μετά από τριάμισι χρόνια δουλείας και σκλαβιάς οι Αθηναίοι ανάπνεαν για πρώτη φορά τον μεθυστικό αέρα της λευτεριάς...


ΠΗΓΗ: sansimera.gr

Μνήμες από την αποφράδα ημέρα της 20ης Ιουλίου 1974, όταν στις ακτές της Κερύνειας άρχιζε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ξύπνησε στον κυπριακό Ελληνισμό ο ήχος των σειρήνων, σήμερα στις 05:30.

Με πρόσχημα το πραξικόπημα, πέντε μέρες νωρίτερα της χούντας των Αθηνών, η Τουρκία σκόρπισε τον όλεθρο και τον θάνατο στην Κύπρο και συνεχίζει να κατέχει παράνομα για 41 χρόνια το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και το μεγαλύτερο τμήμα της ακτογραμμής της. Περισσότεροι από 43.000 βαριά οπλισμένοι στρατιώτες από την Τουρκία παραμένουν ακόμη στις κατεχόμενες περιοχές. Σημειώνεται ότι, ξεκινώντας από το Ψήφισμα 353 της 20ής Ιουλίου 1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο ΟΗΕ έχει κάνει εκκλήσεις για «άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία» και για «απομάκρυνση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που η παρουσία του δεν προβλέπεται από διεθνείς συμφωνίες».

Η Τουρκία μέχρι και σήμερα στερεί από τους εκτοπισμένους Ελληνοκυπρίους το δικαίωμα να επιστρέψουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Το γεγονός αυτό έχει δώσει αφορμή για προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο έχει εκδώσει σημαντικές αποφάσεις για τις παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης από την πλευρά της Τουρκίας. Πέραν της οικονομικής καταστροφής, που προκάλεσε η εισβολή και η βίαιη μετακίνηση πληθυσμού, περισσότερα από 3.000 άτομα σκοτώθηκαν, ενώ περίπου 1.400 Ελληνοκύπριοι παραμένουν αγνοούμενοι. Η 'Αγκυρα προχώρησε στον συστηματικό εποικισμό των κατεχόμενων περιοχών με παράνομους εποίκους και υποχρέωσε πολλούς Τουρκοκυπρίους να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη και αλλού. Έτσι, οι έποικοι υπερτερούν αριθμητικά των γηγενών Τουρκοκυπρίων.

Τον Νοέμβριο του 1983, η Τουρκία υποκίνησε και επιδοκίμασε τη «μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας» στην κατεχόμενη περιοχή από την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Η ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» («ΤΔΒΚ») δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα άλλο κράτος, πλην της Τουρκίας, η οποία ασκεί τον ουσιαστικό έλεγχό της. Τα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασαν με κατηγορηματικό τόπο τη μονομερή αυτή ενέργεια, την κήρυξαν άκυρη, ζήτησαν την απόσυρσή της και κάλεσαν όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να μην αναγνωρίσουν την παράνομη αυτή οντότητα. Η ΕΕ και άλλοι διεθνείς και περιφερειακοί οργανισμοί έχουν υιοθετήσει παρόμοιες θέσεις. Για όλους τούς νομικούς και πολιτικούς λόγους, η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει μόνον την Κυπριακή Δημοκρατία, που δημιουργήθηκε το 1960 και την κυβέρνησή της, ακόμη κι αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία σε περιοχές, που βρίσκονται υπό την στρατιωτική κατοχή της Τουρκίας.

Στον Τύμβο Μακεδονίτισσας, στη Λευκωσία, θα τελεστεί επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών, Ελληνοκυπρίων και εξ Ελλάδος, κατά την τουρκική εισβολή, παρουσία του προέδρου Αναστασιάδη. Στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης, στη Λευκωσίας, προϊσταμένου του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου θα αναπεμφθεί δέηση για απελευθέρωση της Κύπρου, επιστροφή των εκτοπισμένων στις πατρογονικές του εστίες και διακρίβωση της τύχης όλων των αγνοουμένων. Θα μιλήσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης. Το βράδυ θα πραγματοποιηθεί ειδική εκδήλωση στο προεδρικό μέγαρο με ομιλητή τον Κύπριο πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη.

Εξάλλου, στις 14:00, φθάνει στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερτογάν, ο οποίος θα δεχθεί τον χαιρετισμό της στρατιωτικής παρέλασης μαζί με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί. Στη συνέχεια, θα έχουν κατ' ιδίαν συνάντηση, στην οποία θα συζητήσουν τις εξελίξεις στο Κυπριακό.

Ο Κύπριος κυβερνητικος εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης, χαρακτήρισε αρνητική εξέλιξη την παράνομη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στα κατεχόμενα.

imerisia.gr

 

Ο Νίκος Σεργιανόπουλος (24 Σεπτεμβρίου 1952 - 4 Ιουνίου 2008) ήταν ηθοποιός του θεάτρου και της τηλεόρασης.

Γεννήθηκε στη Δράμα. Σπούδασε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος από όπου αποφοίτησε το 1979, και στη συνέχεια ίδρυσε την Πειραματική σκηνή Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.

Στις 2 Δεκεμβρίου 2007 συνελήφθη έχοντας στην κατοχή του 35 γραμμάρια κοκαΐνης και κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών, όμως δεν προφυλακίστηκε καθώς δήλωσε και διαγνώστηκε εξαρτημένος χρήστης.

Στις 4 Ιουνίου 2008 βρέθηκε δολοφονημένος στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι,τραυματισμένος θανάσιμα με 21 μαχαιριές στην καρδιά, το λαιμό και τους πνεύμονες. Το μαχαίρι με το οποίο έγινε η δολοφονία βρέθηκε, χωρίς όμως αξιοποιήσιμα αποτυπώματα.

Έπειτα από ταυτοποίηση δακτυλικών αποτυπωμάτων, συνελήφθη τον Ιούλιο του 2008 ο 30χρονος Γεωργιανός Νταβίντ Μουρτχικνέλι, ο οποίος τελικά ομολόγησε το έγκλημα στις 26 Ιουλίου του 2008, ενώ κρίθηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (10 Νοεμβρίου 2009) ομόφωνα ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ακόμα ληστεία, παράνομη οπλοχρησία και παράνομη είσοδο στη χώρα αναφέρει το lifenewscy.gr. Του αναγνωρίστηκε κατά πλειοψηφία (4-3) το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση.

Ο Γεωργιανός ισχυρίστηκε ότι το θύμα προσπάθησε να του επιβάλει παθητικό ρόλο με στοματικό σεξ και ότι υπό την επήρεια κοκαΐνης (η οποία βρέθηκε και στα ούρα του θύματος) του επιτέθηκε με το μαχαίρι με το οποίο τελικά και τον δολοφόνησε.
Στις 19 Νοεμβρίου, η εισαγγελεύς κυρία Χουδετσανάκη, έκανε αναίρεση της απόφασης με το σκεπτικό ότι το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου δεν ισχύει και ζήτησε να καταδικαστεί χωρίς ελαφρυντικά σε ισόβια.



ferriesingreece2

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot