Πρόταση για την εισαγωγή μικτού συστήματος στις συντάξεις με ένα βασικό ποσό που θα χρηματοδοτεί το κράτος και θα κυμαίνεται στο ύψος των 380-400 ευρώ και ένα «ανταποδοτικό» που θα είναι ανάλογο των εισφορών κάθε ασφαλισμένου τίθεται σήμερα επί τάπητος στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων για το ασφαλιστικό.
Η ατζέντα περιλαμβάνει άλλα δύο καυτά θέματα, το ένα για τις ενοποιήσεις των ασφαλιστικών ταμείων και το άλλο για την τύχη των επικουρικών συντάξεων και αν θα πρέπει ή όχι να απορροφηθούν από τις κύριες σε μια ενιαία σύνταξη.
Η πρόταση της επιτροπής θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές από τη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές, πλην όμως αν δεν επιτυγχάνονται τα ίδια αποτελέσματα, δηλαδή εξοικονόμηση 1,8 δισ. ευρώ ετησίως από το 2016 και μετά, που προβλέπει το 3ο Μνημόνιο, τότε η μείωση των συντάξεων θα είναι μονόδρομος.
Οι αλλαγές θα προωθηθούν με διαδικασίες-εξπρές δεδομένου ότι μέχρι τις 20 Οκτωβρίου θα πρέπει να είναι έτοιμος ο νέος νόμος για το ασφαλιστικό.
Η επιτροπή συνεδριάζει το απόγευμα στο υπουργείο Εργασίας και το παρών αναμένεται να δώσει ο υπηρεσιακός υπουργός Εργασίας Δ. Μουστάκας, αλλά και ο τέως υπουργός Εργασίας Γ. Κατρούγκαλος, ο οποίος, πριν αποχωρήσει λόγω της προκήρυξης των εκλογών, μετέφερε στα μέλη της επιτροπής που ο ίδιος συγκρότησε την επιθυμία του να παρίσταται σε όλες τις συνεδριάσεις της.
Νέο σύστημα
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Ε.Τ.», το μικτό σύστημα που επεξεργάζονται τα μέλη της επιτροπής βασίζεται στη χορήγηση της εθνικής σύνταξης η οποία θα συνδεθεί με αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια και θα χρηματοδοτείται από τη φορολογία.
Η σύνταξη θα καταβάλλεται στους ασφαλισμένους όταν συμπληρώνουν το 67ο έτος και το ύψος της εξετάζεται να συνδεθεί με το όριο της φτώχειας, δηλαδή με τα σημερινά δεδομένα η σύνταξη θα ήταν στα 384 ευρώ το μήνα, δηλαδή 4.610 ευρώ το χρόνο, που είναι το όριο φτώχειας για το 2014. Δεν αποκλείεται όμως να καθοριστεί και κάτω από τα 360 ευρώ στην περίπτωση που η επιτροπή υιοθετήσει πλήρως και χωρίς αλλαγές τις προβλέψεις του νόμου 3863.
Το δεύτερο τμήμα σύνταξης θα είναι αμιγώς ανταποδοτικό, δηλαδή θα εξαρτάται από τις εισφορές που πληρώνει ο κάθε ασφαλισμένος. Ο υπολογισμός των εισφορών θα είναι δικαιότερος και πιο αναλογικός ώστε να ενθαρρύνεται η παραμονή στην εργασία με καταβολή εισφορών και όχι η εισφοροαποφυγή.
Στις ενοποιήσεις των Ταμείων εξετάζεται όλα τα Ταμεία να περάσουν κάτω από την ομπρέλα του ΙΚΑ και να λειτουργόυν για ένα μεταβατικό στάδιο δύο ετών ως ξεχωριστοί τομείς ασφάλισης, εκτός και αν επιλέγειη λειτουργία τριών Ταμείων, ΙΚΑ, ΟΓΑ και ΟΑΕΕ μαζί με ΕΤΑΑ. Στο μεετβατικό διάστημα θα υπάρξουν ενοποιήσεις τόσο στις εισφορές όσο και στο ύψος των παροχών, ώστε το αργότερο από τα μέσα του 2017 να υπάρχει ένα Ταμείο για όλους με ίδιες εισφορές και ίδιες παροχές.
Το μεγάλο αγκάθι των ενοποιήσεων είναι στις επικουρικές, όπου επανέρχεται η παλαιότερη πρόταση για συγχώνευση με την κύρια σε μια ενιαία σύνταξη. Η ενοποίηση κύριας και επικουρικής θα φέρει μειώσεις και θα κατεβάσει το ποσοστό αναπλήρωσης στο 70% ενώ σήμερα και εξαιτίας των περικοπών του μνημονίου κινείται στο 65% κατά μέσο όρο για τις κύριες συντάξεις και στο 15% για τις επικουρικές, δηλαδή και οι δύο συντάξεις αναπληρώνουην ως 80% το μισθό που είχαν οι συνταξιούχοι ως εργαζόμενοι.
Η ενοποίηση κύριας και επικουρικής πάντως δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους εμπειρογνώμονες και ως πρώτο βήμα θα εξεταστεί η πλήρης ενοποίηση των επικουρικών ταμέιων και σε δευτερο πλάνο η συγχώνευση της επικουρικής με την κύρια σύνταξη. Το νέο ασφαλιστικό ως προς την εθνική και ανταποδοτική σύνταξη θα αφορά με βεβαιότητα σε όσους αποχωρούν από εδώ και πέρα, ενώ η συγχώνευση κύριας και επικουρικής θα αφορά και στους ήδη συνταξιούχους.
Ψαλίδι
Oι μειώσεις εν τω μεταξύ που θα έχουν οι συνταξιούχοι από την αναδρομική αύξηση της εισφοράς ασθένειας από 4% σε 6% για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο θα υπολογιστούν, όπως διευκρίνισαν στελέχη του υπουργείου Εργασίας στον Ελεύθερο Τύπο, σε τρεις ισόποσες δόσεις. Αρχικά εξεταζόταν να αφαιρούνται τα οφειλόμενα ποσά κάθε μήνα από τις καταβαλλόμενες συντάξεις. Έτσι, ένας συνταξιούχος που είχε 960 ευρώ και επιβαρύνεται κατά 20 ευρώτο μήνα από την αύξηση της εισφοράς ασθένειας πληρώθηκε για τον Σεπτέμβριο 940 ευρώ, ενώ για τους επόμενους τρεις μήνες η σύνταξη θα είναι 926 ευρώ.
Πηγή: Eλεύθερος Τύπος