Μία ένεση με βλαστοκύτταρα μπορεί να «εξαφανίζει» για περισσότερο από ένα μήνα τους επίμονους πόνους που δεν καταπραΰνονται με τα κοινά παυσίπονα, αναφέρουν επιστήμονες από τις ΗΠΑ.
Οι πόνοι αυτοί είναι νευροπαθητικοί, δηλαδή οφείλονται σε βλάβες των νεύρων εξαιτίας προβλημάτων όπως ο τύπου 2 διαβήτης, οι ακρωτηριασμοί ή ακόμα και οι παρενέργειες της χημειοθεραπείας.
Την σχετική έρευνα πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Duke στη Βόρειο Καρολίνα, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ένα είδος βλαστοκυττάρων που λέγονται στρωματικά βλαστικά κύτταρα του μυελού των οστών (BMSCs).
Η επιλογή αυτών των κυττάρων μόνο τυχαία δεν ήταν, αφού είναι γνωστό ότι αφενός παράγουν πλήθος επουλωτικών παραγόντων, αφετέρου μπορούν με την κατάλληλη «παρακίνηση» να μετατραπούν στα περισσότερα άλλα είδη κυττάρων του σώματος.
Επιπλέον, τα κύτταρα αυτά ήδη δοκιμάζονται σε μικρές κλινικές (σε ανθρώπους) μελέτες για την αντιμετώπιση των φλεγμονωδών νοσημάτων και των βλαβών που προκαλούν το έμφραγμα και το εγκεφαλικό.
Προγενέστερες μελέτες, εξάλλου, έχουν δείξει ότι ίσως είναι κατάλληλα και για την αντιμετώπιση του πόνου, αν και ο ακριβής μηχανισμός δράσης τους παραμένει άγνωστος.
Οι ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν περαιτέρω το θέμα και έτσι έκαναν μία έγχυση των στρωματικών βλαστοκυττάρων στο υγρό γύρω από τη σπονδυλική στήλη ποντικιών με νευροπαθητικό πόνο (όπως δηλαδή γίνεται και στην επισκληρίδιοαναισθησία).
Όπως διαπίστωσαν, τα ζώα έπαψαν να πονούν για χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο από το αναμενόμενο.
«Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ένα παυσίπονο μπορεί να καταπραΰνει τον πόνο για λίγες ώρες και επί λίγες ημέρες», εξήγησε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ρου-Ρονγκ Τζι, καθηγητής Αναισθησιολογίας & Νευροβιολογίας και επικεφαλής του Τμήματος Έρευνας Πόνου στο Duke.
«Με τα βλαστοκύτταρα του μυελού των οστών, όμως, έπειτα από μία και μόνη έγχυση είδαμε συνεχή καταπράυνση του πόνου για τέσσερις έως πέντε εβδομάδες».
Εάν το φάρμακο αποδειχθεί εξίσου αποτελεσματικό και στους ανθρώπους, μπορεί να αποτελέσει προηγμένη θεραπεία για τον χρόνιο πόνο λ.χ. της μέσης ή έπειτα από τραυματισμό του νωτιαίου μυελού.
Η έρευνα δημοσιεύεται στην «Επιθεώρηση Κλινικής Διερεύνησης» (JCI)
Πηγή: tanea.gr