Σύμφωνα με τον ΠΟΥ δεν πρέπει να γίνονται τα συγκεκριμένα τεστ στα συγκεκριμένα σημεία λόγω του ότι τα άτομα αυτά προέρχονται από χώρες με διαφορετικό επιπολασμό της νόσου, και επομένως τα τεστ αυτά δεν δίνουν αξιόπιστα αποτελέσματα στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Τον λόγο για τον οποίο δεν πρέπει να διενεργούνται rapid test στα αεροδρόμια ή στα σύνορα σύμφωνα με τον ΠΟΥ εξήγησε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μικροβιολογίας στο Κέντρο Αναφοράς SARS-CoV2 της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Γεωργία Γκιούλα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της, με θέμα «Γενικά χαρακτηριστικά του ιού SARS-Cov2 και η επιδημιολογία της νόσου που προκαλεί», στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής, που διοργάνωσε διαδικτυακά ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με τον ΠΟΥ δεν πρέπει να γίνονται τα συγκεκριμένα τεστ στα συγκεκριμένα σημεία λόγω του ότι τα άτομα αυτά προέρχονται από χώρες με διαφορετικό επιπολασμό της νόσου, και επομένως τα τεστ αυτά δεν δίνουν αξιόπιστα αποτελέσματα στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Ο ΠΟΥ αναφέρει πως τα τεστ αντιγόνου δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε άτομα χωρίς συμπτώματα, εκτός αν υπάρχει ιστορικό επαφής, σε χαμηλή επίπτωση της νόσου, διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι αξιόπιστα, καθώς και για screening πριν από την αιμοδοσία. Επίσης δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν δεν υπάρχουν τα απαραίτητα επίπεδα βιοασφάλειας, διότι από διάφορες μελέτες έχει παρατηρηθεί μετάδοση του ιού από τη μη σωστή χρήση των τεστ αντιγόνου.
Πότε πρέπει να εφαρμόζονται
Σύμφωνα με την κ. Γκιούλα, τα τεστ αντιγόνου δίνουν αποτέλεσμα σε μικρότερο χρονικό διάστημα, έχουν υψηλή ακρίβεια επί θετικού αποτελέσματος, έχουν χαμηλότερη ευαισθησία σε σύγκριση με τη μοριακή μέθοδο PCR και καλύτερα αποτελέσματα στα αρχικά στάδια της νόσου.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας δεν συνιστώνται για αποκλεισμό οξείας λοίμωξης και ένα αρνητικό αποτέλεσμά τους, δυστυχώς πρέπει να επιβεβαιώνεται.
Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις όπου τα τεστ αντιγόνου πρέπει να εφαρμόζονται.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), οι περιπτώσεις αυτές είναι οι εξής:
– καταρχήν διαγνωστικά όταν υπάρχει λοίμωξη με συμπτώματα συμβατά με COVID-19 ή όταν υπάρχει γνωστή επαφή με ένα γνωστό θετικό και ένα επιβεβαιωμένο ή ύποπτο περιστατικό
– όσον αφορά το screening, θα πρέπει να γίνεται σε ασυμπτωματικά εκτεθειμένα άτομα για την πρόληψη της διασποράς μέσω αναγνώρισης των μεταδοτικών ασθενών και βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις για την επιτήρηση της νόσου και για την παρακολούθηση του επιπολασμού.
– όταν οι μοριακές τεχνικές δεν είναι διαθέσιμες ή όταν η καθυστερημένη διάγνωση αποκλείει την κλινική χρησιμότητά τους.