Σε «λευκό χρυσό» αναδεικνύεται το αγελαδινό και το αιγοπρόβειο γάλα, καθώς η τιμή του καταγράφει φέτος απανωτά ρεκόρ λόγω της εκτόξευσης του κόστους των ζωοτροφών.
Οι κτηνοτρόφοι, αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν οικονομικά στις υπέρογκες αυξήσεις των ζωοτροφών, είτε οδηγούν τα κοπάδια τους σε σφαγή είτε τα ζώα υποσιτίζονται, με αποτέλεσμα να αδειάζει η καρδάρα με το γάλα και το προϊόν να είναι δυσεύρετο, εκτινάσσοντας έτσι και την τελική τιμή στο ράφι.
Ενδεικτικά, αυτήν την περίοδο το αγελαδινό γάλα πωλείται από τον παραγωγό κατά 44,7% ακριβότερο σε σχέση με πέρυσι (από 0,38 ευρώ στα 0,55 ευρώ το κιλό) και φτάνει στον καταναλωτή από 1,25 έως 1,75 ευρώ το λίτρο, δηλαδή με μια αύξηση της τιμής κατά περίπου 19,5% συγκριτικά με την 1η Μαρτίου, λίγες ημέρες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αντίστοιχα, το κατσικίσιο φεύγει από τον κτηνοτρόφο στα 0,75-0,80 ευρώ το κιλό και η μέση τιμή του στο ράφι, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Τιμών του υπουργείου Ανάπτυξης, αγγίζει τα 2,76 ευρώ το λίτρο.
Κόστος παραγωγής
Παρά την πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας για το άνοιγμα των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας για τον ασφαλή απόπλου των εμπορικών πλοίων που μεταφέρουν σπόρους και δημητριακά, μέρος των οποίων προορίζεται για τις ζωοτροφές, οι τιμές δεν φάνηκε να υποχωρούν. «Το άχυρο έχει φτάσει στα 0,095 ευρώ το κιλό από 0,054 ευρώ πέρυσι, η σόγια από τα 0,35 ευρώ εκτινάχθηκε στα 0,62 ευρώ και η κράμβη από τα 0,24 ευρώ στα 0,49 ευρώ, ενώ η τιμή του ρεύματος έχει διπλασιαστεί. Συνολικά, το κόστος παραγωγής για τους κτηνοτρόφους έχει αυξηθεί κατά 100% συγκριτικά με πέρυσι», δηλώνει χαρακτηριστικά ο αναπληρωτής πρόεδρος του ΣΕΚ, Χρήστος Τσομπάνος. Σύμφωνα με τον ίδιο, από τον Οκτώβριο και μετά δεν αποκλείεται να παρατηρηθούν και ελλείψεις στην εγχώρια αγορά γάλακτος λόγω του δυσβάστακτου κόστους ζωοτροφών, το οποίο δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Αλλωστε, η χώρα μας καλύπτει το 50% των αναγκών της σε γάλα και το υπόλοιπο εισάγεται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είναι αντιμέτωπες και με ένα πρωτοφανές κύμα ξηρασίας που πλήττει μεταξύ άλλων και την κτηνοτροφία.
Βουτιά…
Ενδεικτικά της κατάστασης που επικρατεί στον κτηνοτροφικό κλάδο, αλλά και στις εγχώριες γαλακτοβιομηχανίες, είναι τα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ για τις παραδοθείσες ποσότητες γάλακτος το α’ εξάμηνο του 2022 που δείχνουν μείωση της τάξεως του 4%-5%. Αναλυτικά, το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου, παραδόθηκαν 331.730 τόνοι αγελαδινού γάλακτος έναντι 346.504 τόνων το αντίστοιχο περυσινό διάστημα του 2021 (-4,26%).
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο αιγοπρόβειο γάλα, γεγονός που αποτυπώνεται και στις τιμές που πωλείται στο ράφι η φέτα, η οποία, από τα 8-9 ευρώ που διετίθετο πέρυσι, φέτος αγγίζει τα 11,5-12,5 ευρώ το κιλό. Και αυτό γιατί η τιμή παραγωγού για το πρόβειο γάλα κυμαίνεται στο 1,21 ευρώ το κιλό από 0,93 ευρώ πέρυσι, αυξημένη δηλαδή πάνω από 30%, ενώ οι κτηνοτρόφοι πιέζουν για συμβόλαια ακόμα και με 1,5 ευρώ το κιλό. Παράλληλα, το γίδινο γάλα πωλείται από τους παραγωγούς μεταξύ 0,75-0,80 ευρώ το κιλό έναντι 0,58 ευρώ το κιλό έναν χρόνο πριν. Σε ό,τι αφορά τις ποσότητες, σύμφωνα με τον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, το πρώτο εξάμηνο του έτους παραδόθηκαν 517.840 τόνοι πρόβειου γάλακτος έναντι 527.784 τόνων το αντίστοιχο διάστημα του 2021 (-1,88%) και 113.606 τόνοι γίδινου γάλακτος έναντι 120.380 τόνων το πρώτο εξάμηνο του 2021 (-5,62%). Ανησυχία, δε, προκαλεί το γεγονός ότι μειούμενος βαίνει και ο αριθμός των παραγωγών. Ενώ το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου 2021 παρέδιδαν αγελαδινό γάλα περίπου 2.160 άτομα μηνιαίως, τον Ιούνιο ο αριθμός τους είχε περιοριστεί στους 1.950, ενώ στις αρχές του έτους ξεπερνούσε τους 2.000.
Παρά τις αυξημένες τιμές που προσφέρουν οι γαλακτοβιομηχανίες στους παραγωγούς, οι ίδιοι επισημαίνουν ότι δεν αρκούν για να καλύψουν το αυξημένο κόστος παραγωγής, καθώς, πέραν των ζωοτροφών, καθοριστικής σημασίας είναι και οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας.
Πού αποδίδεται η «ψαλίδα»
Δικαιολογείται όμως η «ψαλίδα» από την τιμή στον παραγωγό στην τιμή στο ψυγείο; Καθοριστικός παράγοντας, σύμφωνα με τις βιομηχανίες, εκτός από την εκτίναξη της τιμής που πουλούν οι κτηνοτρόφοι το γάλα τους, είναι και το πολύ υψηλό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και του φυσικού αερίου, το οποίο την 8η Σεπτεμβρίου του 2022 ήταν αυξημένο κατά 234,7% συγκριτικά με έναν χρόνο πριν. Οπως υπογραμμίζουν στον «Ε.Τ.» της Κυριακής τα στελέχη των εταιριών, αν σε αυτά προστεθούν και τα μεταφορικά και το κόστος των υλικών συσκευασίας, γίνεται κατανοητό ότι οι ανατιμήσεις αποτελούν μονόδρομο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέση τιμή για την προμήθεια PET πλαστικού -βασικό υλικό συσκευασίας γάλακτος- στο διάστημα από 1 έως 23 Αυγούστου του 2022, σύμφωνα με τη σελίδα clal.it που καταγράφει τη διακύμανση των πρώτων υλών και τους συνδεδεμένους με τον πρωτογενή τομέα παράγοντες κόστους, ανήλθε στα 1.318 ευρώ ανά τόνο, αυξημένη κατά 23% σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2021. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, στο πλαίσιο αυτό οι τιμές στο γάλα όχι μόνο δεν θα υποχωρήσουν σύντομα, αλλά δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν ακόμα και τα 2 ευρώ το λίτρο. Μάλιστα, η γαλακτοβιομηχανία ΜΕΒΓΑΛ στην οικονομική της έκθεση κάνει λόγο για «μη εμφανή προοπτική μείωσης των ανατιμήσεων», ενώ η ΔΩΔΩΝΗ υπογραμμίζει ότι οι τιμές παραγωγού ειδικά για το πρόβειο και το γίδινο γάλα βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
«Ακτινογραφία»
Σύμφωνα με τα στοιχεία του πληθωρισμού που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ για τον Αύγουστο, οι τιμές στα γαλακτοκομικά αυξήθηκαν κατά 18% μέσα σε έναν χρόνο, περισσότερο δηλαδή από τον μέσο πληθωρισμό που διαμορφώθηκε στο 11,4%.
Στον αντίποδα, μειωμένες από 6% έως 11% εμφανίζονται το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι πωλήσεις γαλακτοκομικών σε όγκο, ενώ οι πωλήσεις τους σε αξία αυξάνονται λόγω των ανατιμήσεων. Οπως επισημαίνουν εκπρόσωποι των γαλακτοβιομηχανιών, παρά το γεγονός ότι οι ίδιες προσπαθούν να απορροφήσουν μέρος των αυξήσεων εις βάρος της κερδοφορίας τους, οι ανατιμήσεις είναι αναπόφευκτες. Η πίεση αυτή αποτυπώνεται και στα οικονομικά τους αποτελέσματα. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της ΦΑΓΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2022 ο οι πωλήσεις της σε αξία στην ελληνική αγορά μειώθηκαν κατά 9,7%, παρά το γεγονός ότι προχώρησε σε αύξηση της μέσης τιμής πώλησης των προϊόντων της κατά 15,7% σε όλες τις χώρες όπου δραστηριοποιείται. Ως προς τις πωλήσεις της σε όγκο, αυτές υποχώρησαν το πρώτο εξάμηνο κατά 16,3%.