Δεν αποκλείει ένα νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους ο Μπενούα Κερέ, μέλος του διευθυντηρίου της ΕΚΤ, αποκλείοντας ωστόσο συμμετοχή της ευρωτράπεζας. Δεν υπάρχει πλειοψηφία υπέρ του κουρέματος, δήλωσε ο Μάρτιν Σουλτς.
Μετά την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις ελληνικές εκλογές η ΕΚΤ δεν αποκλείει ένα δεύτερο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, απορρίπτει ωστόσο τη δική της συμμετοχή σε ενδεχόμενη απομείωση. «Δεν είναι αρμοδιότητα της ΕΚΤ να αποφασίσει αν η Ελλάδα χρειάζεται ελάφρυνση του χρέους», δήλωσε στο σημερινό φύλλο της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt ο Μπενουά Κερέ, μέλος του διευθυντηρίου της ΕΚΤ. Ο κ. Κερέ διευκρίνισε ότι ενδεχόμενη νέα απομείωση συνιστά πολιτική απόφαση, «αλλά είναι απολύτως σαφές ότι δεν μπορούμε να εγκρίνουμε καμία ελάφρυνση χρέους στην οποία να συμπεριλαμβάνονται τα ελληνικά ομόλογα που βρίσκονται στην κατοχή της ΕΚΤ». Ο Μπενούα Κερέ αιτιολόγησε τη θέση του επισημαίνοντας ότι «αυτό είναι αδύνατο για νομικούς λόγους».
Τον πήχη των προσδοκιών της ελληνικής πλευράς για νέα απομείωση του χρέους επιχείρησε να κατεβάσει από την πλευρά του ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου. Με σημερινές του δηλώσεις στη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk, ο Μάρτιν Σουλτς επισήμανε ότι δεν αναμένει «κούρεμα», διευκρινίζοντας πως δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει πλειοψηφία πρόθυμη να στηρίξει αυτό το βήμα. Ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου εκτίμησε ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα μπορέσει να τηρήσει τις ριζοσπαστικές του δεσμεύσεις, κάτι που, όπως είπε, εξέφρασε και στον ίδιο τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ σε χθεσινοβραδινή τους συνομιλία.
Σε ό,τι αφορά τη συνεργασία της Ελλάδας με τους ευρωπαίους εταίρους, ο Μάρτιν Σουλτς εμφανίστηκε αισιόδοξος, σχολιάζοντας ότι ο Αλέξης Τσίπρας «είναι πραγματιστής, ο οποίος ξέρει ακριβώς ότι πρέπει να προχωρήσει σε συμβιβασμούς».
«Προδιαγεγραμμένη η σύγκρουση με τους ευρωπαίους εταίρους»
Σχολιάζοντας το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών (DIW) Μαρσέλ Φράτσερ χαρακτήρισε την νίκη του ΣΥΡΙΖΑ «κακή είδηση για την Ευρώπη και την Ελλάδα». Όπως διευκρίνισε σε δηλώσεις του στην ηλεκτρονική έκδοση της Rheinische Post, το «απρόσμενα καλό αποτέλεσμα» για τον ΣΥΡΙΖΑ θα προσδώσει στην επόμενη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα πολύ περισσότερη αυτοπεποίθηση και επιθετικότητα έναντι των ευρωπαίων εταίρων της. Ο Μαρσέλ Φράτσερ προέβη μάλιστα στην εκτίμηση ότι «μία σύγκρουση με τους ευρωπαίους εταίρους για την οικονομική πολιτική είναι προδιαγεγραμμένη».
Ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να διατηρήσει την Ελλάδα στο ευρώ, «θα υπάρξει πολλή ανασφάλεια ως προς τη μελλοντική πορεία της ελληνικής κυβέρνησης». Ο γερμανός ειδικός εκτίμησε ότι σε περίπτωση που υπάρξει κλιμάκωση και έξοδος της Ελλάδας από τη ευρωζώνη -σενάριο που ο ίδιος θεωρεί ωστόσο απίθανο- «ενδέχεται ασφαλώς να προκληθούν ρήγματα σε όλη την Ευρώπη».
Πηγή: dw.de
Oι οικονομολόγοι ζητούν ελάφρυνση του χρέους και αλλαγή πολιτικής για την ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Με ανοικτή επιστολή που υπογράφουν και δημοσιεύει ο Guardian, οικονομολόγοι, καθηγητές πανεπιστημίων απ΄όλα τα σημεία του πλανήτη, ζητούν να διαπραγματευτεί η τρόικα με την Ελλάδα καλή τη πίστει ώστε να υπάρξει κούρεμα ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού χρέους.
Η επιστολή
«Ως οικονομολόγοι, σημειώνουμε ότι τα ιστορικά στοιχεία αποδεικνύουν τη ματαιότητα και τους κινδύνους της επιβολής ενός μη βιώσιμου χρέους και των όρων αποπληρωμής του σε χώρες-οφειλέτες. Τις αρνητικές επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας στην περαιτέρω αποδυνάμωση των οικονομιών και τις ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες που απορρέουν στα φτωχότερα νοικοκυριά.
Καλούμε λοιπόν την τρόικα (ΕΕ, Ευρωπαϊκή Τράπεζα και ΔΝΤ) να διαπραγματευτεί με καλή πίστη με την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να υπάρχει μια ακύρωση ενός μεγάλου μέρους του χρέους και νέους όρους αποπληρωμής οι οποίοι υποστηρίζουν την ανοικοδόμηση μιας βιώσιμης οικονομίας. Αυτή η διευθέτηση θα πρέπει να σηματοδοτήσει την αρχή ενός νέου πλαισίου πολιτικής της ΕΕ σε επίπεδο που ευνοούν την προώθηση της ανάπτυξης και όχι αποπληθωριστικές πολιτικές (έκθεση, 14 Ιανουαρίου).
«Καλούμε την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει το πρόγραμμα λιτότητας που συνθλίβει την οικονομική δραστηριότητα και να υιοθετήσει μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, με στόχο την άμεση ανακούφιση από τη φτώχεια και την τόνωση της εγχώριας ζήτησης.
Καλούμε την ελληνική κυβέρνηση να ξεκινήσει μια πλήρως ανεξάρτητη έρευνα για την ιστορική και συστηματική αποτυχία της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών (συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων της διαφθοράς) που οδήγησαν στη συσσώρευση του χρέους, την απόκρυψη της φύσης και του μεγέθους του και την ανεπαρκή/ αναποτελεσματική χρήση των δημόσιων πόρων. Και να εξετάσει τη δημιουργία ενός δικαστικού οργάνου ή εναλλακτικού μηχανισμού που θα είναι ανεξάρτητος από την κυβέρνηση και θα αναλάβει την αρμοδιότητα να διερευνά τη διαφθορά από το υψηλότερο στο χαμηλότερο επίπεδο της κυβέρνησης.
Καλούμε και άλλες εθνικές κυβερνήσεις να ασκήσουν το δικαίωμα της ψήφου τους στα επίσημα όργανα του χρηματοοικονομικού τομέα και να επιδιώξουν άλλες διπλωματικές ενέργειες που θα υποστηρίξουν τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού δημόσιου χρέους και νέους όρους αποπληρωμής για την ανοικοδόμηση μιας βιώσιμης ελληνικής εθνικής οικονομίας».
Οι οικονομολόγοι που υπογράφουν την επιστολή
Malcolm Sawyer Εmeritus prof, University of Leeds
Danny Lang Associate prof, University of Paris
Prof Yu Bin Professor and deputy director, Chinese Academy of Social Sciences
Prof Ozlem Onaran University of Greenwich
Prof Mario Seccareccia University of Ottawa
Hugo Radice Life fellow, University of Leeds
John Weeks Professor emeritus, Soas, University of London
Prof Howard Stein University of Michigan, Ann Arbor
Anitra Nelson Associate professor, RMIT University, Melbourne
Prof George Irvin University of London, Soas
Dr John Simister Manchester Metropolitan University
Mogens Ove Madsen Associate professor, Aalborg University
Wang Zhongbao Associate professor, editorial director, World Review of Political Economy
Dr Susan Pashkoff Economist
Andrea Fumagalli University of Pavia
Pat Devine University of Manchester
Professor Ray Kinsella University College Dublin
Alan Freeman Co-director, Geopolitical Economy Research and Education Trust
Eugénia Pires Economist, member, Portuguese Citizens Debt Audit
Dr Jo Michell University of the West of England, Bristol
Michael Burke Economist, Socialist Economic Bulletin
Paul Hudson Formerly Universität Wissemburg-Halle
Dr Alan B Cibils Universidad Nacional de General Sarmiento, Buenos Aires, Argentina
Guglielmo Forges Davanzati Associate prof, University of Salento
Prof Sergio Rossi University of Fribourg
Faruk Ulgen Associate prof, University of Grenoble
Tim Delap Positive Money
Eleni Paliginis Middlesex University
Grazia Ietto-Gillies Emeritus professor, London South Bank University
Professor Radhika Desai University of Manitoba
Michael Roberts Economist, ‘The next recession’
Michael Taft Unite the Union, Ireland region
Dr Andy Denis City University London
Peter Kenyon Chartist
Professor Emeritus Geoffrey Colin Harcourt UNSW Business School
Περί τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ θα κόστιζε στην Γερμανία ένα «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, ποσό μικρότερο από όσο θα κόστιζε στην Γερμανία μια ελληνική στάση πληρωμών ή ένα «Grexit»,
σύμφωνα με την Frankfurter Allegmeine Zeitung, η οποία επικαλείται την εκτίμηση του οικονομολόγου του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Οικονομία (IfW) Γιενς Μπόιζεν-Χογκρέφε.
Η εφημερίδα, σε ανάρτηση στην ηλεκτρονική σελίδα της, επισημαίνει ότι ο υπολογισμός αυτός αφορά «κούρεμα», το οποίο θα έφερνε το ελληνικό χρέος από το 175% του ΑΕΠ στο 90%.
Εάν η Ελλάδα καταστεί αφερέγγυα και φύγει από το ευρώ, θα πρέπει η γερμανική κυβέρνηση να αναμένει μια απώλεια ύψους έως και 76 δισεκατομμυρίων ευρώ
«Εάν η Ελλάδα δεν εξυπηρετούσε πλέον το χρέος της, το κόστος θα ήταν πολύ υψηλότερο», αναφέρει το δημοσίευμα, ενώ το Ινστιτούτο Οικονομικών Μελετών Ifo του Μονάχου υπολογίζει ότι οι απώλειες για την Γερμανία θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες, εάν η Ελλάδα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη.
οι απώλειες για την Γερμανία θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες, εάν η Ελλάδα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη
«Εάν η Ελλάδα καταστεί αφερέγγυα και φύγει από το ευρώ, θα πρέπει η γερμανική κυβέρνηση να αναμένει μια απώλεια ύψους έως και 76 δισεκατομμυρίων ευρώ», σημειώνει ο καθηγητής Οικονομίας του Ifo Τίλο Βολμερσχόιζερ.
Πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ