Όπως αποκαλύπτει η εφημερίδα Το Βήμα, και μεταδίδει η ΕΝΥΠΕΚΚ επικεφαλής της οποίας είναι ο Αλέξης Μητρόπουλος, η Ολομέλεια του ΣτΕ σε πρόσφατη διάσκεψή του και με συντριπτική πλειοψηφία, έκανε δεκτή την αίτηση του υπουργού Εργασίας κ.Ιωάννη Βρούτση.
Υπενθυμίζουμε ότι ο υπουργός Εργασίας με την αίτησή του αυτή, που συζητήθηκε στις 10-1-2020, ζητούσε την ανατροπή της ευνοϊκής για τους συνταξιούχους απόφασης με αριθμό 2287/2015 της Ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία είχε δικαιώσει αμετάκλητα όλους τους συνταξιούχους και είχε επιδικάσει αναδρομικά όλων των ετών από το 2015 μέχρι σήμερα.
Τώρα γίνεται γνωστό ότι σε πρόσφατη διάσκεψή του το Συμβούλιο Επικρατείας αποφάσισε τα εξής:
ανέτρεψε την προηγούμενη απόφασή του (2287/2015 ΟλΣτΕ) που είχε επιδικάσει αναδρομικά πολλών ετών στους συνταξιούχους
έκανε δεκτή την αίτηση του υπουργού Εργασίας κ.Ιωάννη Βρούτση
επιδίκασε αναδρομικά 11 μηνών (Ιούνιος 2015-Μάιος 2016) ΜΟΝΟ στους συνταξιούχους που έχουν ασκήσει αγωγή!!
Η ΕΝΥΠΕΚΚ, πριν την υποβολή της αίτησης του υπουργού Εργασίας για πιλοτική δίκη (που εκδικάστηκε στις 10-1-2020), είχε καλέσει την κυβέρνηση να δώσει πολιτική λύση στο θέμα και να συμψηφίσει τις απαιτήσεις των συνταξιούχων και των οικογενειών τους με αυτές του κράτους έναντι αυτών.
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που πολλοί κατέφυγαν στις θάλασσες για μπάνιο, αλλά δεν γλίτωσαν το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε, με την αιτιολογία ότι παραβίασαν τα μέτρα απαγόρευσης λόγω του κορονοϊού.
Μετά την προσφυγή σε βάρος της κοινής υπουργικής απόφασης για την απαγόρευση της λειτουργίας στις εκκλησίες, μια ακόμη αίτηση ακύρωσης θα απασχολήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Κάτοικος νησιού, ζητεί να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική και παράνομη η υπ΄ αριθμ. 2131.1/20719/30.3.2020 απόφαση του αρχηγού του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Ακτοφυλακής με την οποία απαγορεύθηκε το μπάνιο στη θάλασσα, η χρήση θαλάσσιων μέσων αναψυχής και το υποβρύχιο ψάρεμα.
Η αίτηση εισήχθη στο Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ με την πρόεδρο κυρία Μαρία Καραμανώφ να προσδιορίζει τις επόμενες ημέρες το ποτέ θα συζητηθεί η υπόθεση.
Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η επίμαχη απόφαση είναι αντίθετη στη διάταξη του Συντάγματος που προβλέπει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Ακόμη, υποστηρίζει ότι η απαγόρευση του μπάνιου στη θάλασσα δεν είναι ούτε πρόσφορο, ούτε αναγκαίο μέτρο αλλά ούτε και αντίστοιχης έντασης με τον νόμιμα επιδιωκόμενο στόχο της προστασίας της δημόσιας υγείας.
Υπέρ της παράτασης του δικαστικού έτους τάσσεται η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι δικαστές του ΣτΕ επισημαίνουν πως ενόψει των πρωτόγνωρων συνθηκών που βιώνουμε η παράταση του δικαστικού έτους, ειδικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κρίνεται επιβεβλημένη.
«Οι δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας ασκούν τα καθήκοντά τους συναισθανόμενοι πλήρως την κρισιμότητα της παρούσας συγκυρίας, χωρίς να φείδονται προσπαθειών και χωρίς να έχουν ανάγκη παραινέσεων προς τούτο.
Ενόψει των πρωτόγνωρων συνθηκών που βιώνουμε η μείωση του χρόνου των δικαστικών διακοπών, τουλάχιστον καθ’ όσον αφορά στο Συμβούλιο της Επικρατείας, παρίσταται επιβεβλημένη, προκειμένου οι δικαστές του να συνεισφέρουν, στο βαθμό που τους αναλογεί, στην κοινή προσπάθεια για την ανάκαμψη της χώρας» τονίζεται στην ανακοίνωση.
Συνταγματική έκρινε, κατά πλειοψηφία, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας την απόφαση επί της υπουργίας του Κωνσταντίνου Γαβρόγλου για την αφαίρεση της «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» από την αποστολή του υπουργείου Παιδείας . Παράλληλα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 210/2020 απόφασή της απέρριψε την αίτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί το ΠΔ 18/2018 «Οργανισμός υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων».
Στο ΣτΕ έχουν προσφύγει με το ίδιο αίτημα, εκτός της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Ιερά Μητρόπολη Πειραιά, ο Μητροπολίτης Πειραιά Σεραφείμ Μεντζελόπουλο, η «Πανελλήνια ‘Ενωσις Θεολόγων», η «Εστία Πατερικών Μελετών» και δύο γονείς των οποίων τα παιδιά τους φοιτούν στο Δημοτικό σχολείο και στο Λύκειο
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, έκρινε, κατ΄ αρχάς, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
«Με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, και η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας, η οποία περιλαμβάνει την εξουσία της ν’ αποφασίζει για τις υποθέσεις της με δικά της όργανα, τα οποία συγκροτούνται όπως ο νόμος ορίζει και να διοικείται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και την απ’ αυτή προερχόμενη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Ωστόσο, η εξουσία αυτή της Εκκλησίας ασκείται εντός των πλαισίων των γενικών κανόνων που θεσπίζει ελεύθερα ο νομοθέτης, ο οποίος μόνο δεν μπορεί να προχωρήσει και μέχρι τη θεμελιώδη μεταβολή βασικών διοικητικών θεσμών που έχουν καθιερωθεί πάγια στην οργάνωση και λειτουργία της Εκκλησίας».
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι η διατύπωση της αποστολής του υπουργείου Εθνικής Παιδείας, στον Οργανισμό του (π.δ. 18/2018) «δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 54 του ν. 4178/2013. Και τούτο, διότι οι βασικοί σκοποί της παιδείας καθορίζονται από συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις (άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. και άρθρα 1, 4, 5 και 6 ν. 1566/1985), κατά το μέρος δε που οι διατάξεις αυτές επαναλαμβάνονται ή μη στο οργανωτικό διάταγμα του υπουργείου στερούνται αυτοτελών κανονιστικών συνεπειών».
Συνεπώς, αναφέρει η απόφαση της Ολομέλειας, «το γεγονός ότι καθορίζεται ως αποστολή του υπουργείου η ανάπτυξη και συνεχής αναβάθμιση της παιδείας με σκοπό την ηθική, πνευματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της λατρείας, τη διαμόρφωση ελεύθερων, ενεργών και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών κ.λπ., χωρίς να αναφέρεται ρητώς η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά η προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όπως άλλωστε δεν αναφέρεται κατά γράμμα ούτε η επαγγελματική αγωγή των Ελλήνων ή η διάπλασή τους σε υπεύθυνους πολίτες, δεν έχει την έννοια ότι οι σκοποί αυτοί παύουν να αποτελούν σκοπούς της παιδείας κατά παράβαση του Συντάγματος».
Αντίθετα, έξι σύμβουλοι Επικρατείας και δύο πάρεδροι (χωρίς δικαίωμα ψήφου) μειοψήφησαν, εκφράζοντας την άποψη ότι πρέπει να ακυρωθεί το π.δ. 18/2018 καθ’ ό μέρος δεν περιλαμβάνεται η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» των Ελλήνων στην διάταξη περί της αποστολής του υπουργείου.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφασή του οριοθέτησε τις προϋποθέσεις κάτω από τις οπαίες μπορεί να αλλάξει ο πολίτης το επώνυμό του, ενώ εξετάζοντας υπόθεση που το απασχόλησε, έκρινε ότι το παιδί που γεννήθηκε εκτός γάμου, το οποίο όμως αναγνωρίστηκε στην συνέχεια από τον φυσικό του πατέρα και έλαβε το επώνυμο του, μπορεί να λάβει το επώνυμο του άνδρα με τον οποίο η μητέρα του ακολούθως τέλεσε γάμο και ζουν και οι τρεις στην ίδια κατοικία.
Σύμφωνα με το ΣτΕ, για να αλλάξει ο πολίτης το επώνυμό του, πρέπει να έχει νόμιμους, σοβαρούς και τεκμηριωμένους λόγους που να καθιστούν αναγκαία την αλλαγή.
Η υπόθεση, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, έφτασε στο ΣτΕ μετά από άρνηση δημάρχου της Δυτικής Μακεδονίας να αποδεχθεί την αλλαγή επωνύμου ανήλικου παιδιού. Να διευκρινιστεί ότι εμπλοκή στην αλλαγή του επωνύμου έχουν ο δήμαρχος, ο περιφερειάρχης και ο υπουργός Εσωτερικών.
Ειδικότερα, το παιδί γεννήθηκε τον Ιούνιο του 2006 εκτός γάμου και τον επόμενο μήνα ο φυσικός του πατέρας με συμβολαιογραφική πράξη το αναγνώρισε και συναινετικά το παιδί έλαβε το επώνυμο του φυσικού του πατέρα.
Όμως, 4 χρόνια μετά, η μητέρα του ανήλικου παντρεύτηκε με τρίτο πρόσωπο και έκτοτε, κάτω από την ίδια οικογενειακή στέγη ζουν και οι τρεις. Μάλιστα, όπως αναφέρει η δικαστική απόφαση, ο σύζυγος της μητέρας περιβάλλει τον ανήλικο «με στοργή και αγάπη», ενώ «βαρύνεται αποκλειστικά με τη διατροφή του».
Στην συνέχεια, η μητέρα ζήτησε την αλλαγή του επωνύμου του παιδιού, ώστε να φέρει αντί του πατρικού επωνύμου, τον συνδυασμό του δικού της επωνύμου και του συζύγου της. Για την αλλαγή του επωνύμου η μητέρα του επικαλέστηκε «ψυχολογικούς και κοινωνικούς λόγους», ενόψει της έλλειψης επικοινωνίας του φυσικού πατέρα -ο οποίος έχει ήδη παντρευτεί από το έτος 2006- με το ανήλικο παιδί, αλλά και την φροντίδα του συζύγου της προς το παιδί.
Ο δήμαρχος απάντησε στο αίτημα ότι «δεν υφίσταται αρμοδιότητα του δημάρχου να προβεί σε αλλαγή του επωνύμου ανήλικων τέκνων, όταν γι’ αυτά υφίσταται αμετάκλητος προσδιορισμός του επωνύμου τους με δήλωση των γονέων τους, διότι άλλως καταστρατηγούνται οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι οποίες είναι ειδικές και υπερισχύουν των γενικών διατάξεων για πρόσληψη και αλλαγή επωνύμου».
Ακολούθως, η μητέρα προσέφυγε στην Δικαιοσύνη και το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ, αφού ερμήνευσε το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5), την νομοθεσία και τον Αστικό Κώδικα, αναφέρει στην απόφασή του, ότι «το επώνυμο αποτελεί μεν στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, πλην η πρόσκτηση ή η αλλαγή του δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, ως θέμα συναπτόμενο με την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ατόμου, χωρεί δε κατ’ αρχήν διά της διοικητικής οδού (σσ δημάρχου κά».
Σε κάθε περίπτωση, προσθέτει το ΣτΕ, η αλλαγή του επωνύμου, προϋποτίθεται την συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών λόγων, των οποίων η εκτίμηση ανήκει στην αρμόδια διοικητικής αρχής και προσθέτει ότι ο δήμαρχος, είναι δέσμιος «σε κάθε περίπτωση, προπαντός, να εκτιμά τους λόγους που επικαλείται ο αιτών τη μεταβολή του επωνύμου του και να αποφαίνεται εν όψει της σοβαρότητας των λόγων αυτών, εάν ενδείκνυται ή όχι να εγκριθεί η ζητούμενη μεταβολή, αιτιολογώντας ειδικά, από την άποψη αυτή, την απόφασή του».
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, στην αρμοδιότητα του δημάρχου, υπάγεται εκτός των άλλων περιπτώσεων και η αλλαγή επωνύμου, αναγνωρισθέντος ή υιοθετηθέντος τέκνου (άρθρα 15061-562 Α.Κ.).
Κατά την απόφαση του ΣτΕ, ο δήμαρχος δεν άσκησε την κατά το νομοθετικό διάταγμα 2573/1953 αρμοδιότητά του, δηλαδή δεν εξέτασε αν με βάση τους λόγους που εξέθεσε η μητέρα του ανηλίκου, «ήταν ή όχι ενδεδειγμένη η μεταβολή του επωνύμου του υιού της, ώστε να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα με ειδική αιτιολογία».
Κατόπιν αυτών, το ΣτΕ ακύρωσε την απόφαση του δημάρχου και ανέπεμψαν την υπόθεση σε αυτόν, προκειμένου να αποφανθεί νόμιμα και αιτιολογημένα επί του αιτήματος της μητέρας.