Εντονη ανησυχία σε επιχειρήσεις και μεγάλους καταθέτες φέρνει η σεναριολογία για την επιβολή αρνητικών επιτοκίων από τις ελληνικές τράπεζες. Αν και προς το παρόν καμία ελληνική τράπεζα δεν έχει ανακοινώσει σχέδια σε αυτή την κατεύθυνση, έμπειροι αναλυτές του κλάδου τονίζουν ότι όλα τα κομμάτια του «παζλ» είναι ήδη στο τραπέζι.
Ο υψηλός πληθωρισμός που θα παραμείνει περισσότερο από όσο προβλεπόταν αρχικά, οι αυξανόμενες καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα και η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα βασικά επιτόκια ωθούν τις τράπεζες σε αναζήτηση δοκιμασμένων μεθόδων για την ενίσχυση και προφύλαξη της κερδοφορίας τους. Το μέτρο δεν θα ήταν ανώδυνο. Με τις τιμές να έχουν πάρει την… ανηφόρα, το χρήμα χάνει την αξία του, και αν παράλληλα το να διατηρείς καταθέσεις σημαίνει ότι θα πληρώνεις και «φύλακτρα», τότε πολλοί θα αναζητήσουν νέο λιμάνι για τα κεφάλαιά τους.
«Ποινές»
Το βασικό σενάριο που φέρεται να εξετάζεται προβλέπει αρνητικά επιτόκια για τις καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ, με έμφαση στα κεφάλαια των εταιριών. Δεδομένου ότι υπάρχει υπερβάλλουσα ρευστότητα που «λιμνάζει» στους καταθετικούς λογαριασμούς και λόγω της κατάστασης στην ελληνική οικονομία, οι καταθέσεις που δεν μετατρέπονται εύκολα σε δάνεια αρχίζουν να έχουν κόστος για τα τραπεζικά ιδρύματα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, από την αρχή του 2021 έως τον Νοέμβριο οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 12,5 δισ. ευρώ και η βασική εκτίμηση τοποθετεί τη συνολική αύξηση σε 15 δισ. ευρώ το 2021. Μια ματιά στο εξωτερικό δείχνει ότι στην Κύπρο, τη Δανία, το Βέλγιο, την Ιρλανδία, τη Σλοβακία, την Ελβετία, τη Γερμανία, την Ιαπωνία και αλλού τα αρνητικά επιτόκια ήδη υπάρχουν. Οι τρόποι να εισαγάγεις «φύλακτρα» σε καταθέσεις είναι πολλοί. Υπάρχουν παραδείγματα για χρέωση λειτουργίας του λογαριασμού συνήθως ανά εξάμηνο ή έτος, έξτρα χρέωση για λογαριασμούς που, ενώ έχουν χρήματα, βρίσκονται σε ακινησία για ένα διάστημα, ενώ το αρνητικό επιτόκιο εντοπίζεται συχνότερα σε επιχειρηματικούς λογαριασμούς και φτάνει μέχρι και τη μισή ποσοστιαία μονάδα. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι μικροκαταθέτες δεν επηρεάζονται άμεσα, αλλά δεδομένου ότι η οικονομία είναι συγκοινωνούν δοχείο, οι επιπτώσεις θα άγγιζαν το σύνολο της οικονομίας.
Η ΕΚΤ
Από τα μέσα του 2014 η ΕΚΤ υιοθέτησε αρνητικά καταθετικά επιτόκια ως αποτέλεσμα του χαμηλού πληθωρισμού και της αναιμικής ανάπτυξης, κατάσταση που χειροτέρευσε λόγω της πανδημίας. Τώρα, η πλεονάζουσα ρευστότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών που καταλήγει στην ΕΚΤ χρεώνεται με αρνητικό επιτόκιο 0,5%. Ο γενικός κανόνας θέλει όταν ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός να αυξάνεις τα επιτόκια, με αποτέλεσμα ο δανεισμός να γίνεται ακριβότερος και η αποταμίευση ελκυστικότερη. Πολλοί κοιτούν τις επόμενες κινήσεις της Φρανκφούρτης, ελπίζοντας σε αύξηση των επιτοκίων, όμως το εσωτερικό της ΕΚΤ φαίνεται διχασμένο για το θέμα και επικρατεί η άποψη πως ο πληθωρισμός είναι παροδικός, οπότε δεν χρειάζονται άμεσα διορθωτικές κινήσεις.
Γερμανία – Κύπρος
Στη Γερμανία, οι μεγαλύτερες τράπεζες (Deutsche Bank και Commerzbank) ζητούν από νέους πελάτες να πληρώνουν 0,5% κάθε έτος για το σύνολο των καταθέσεών τους. Αφορά ποσά από 100.000 ευρώ και άνω, αν και υπάρχουν άλλα τραπεζικά ιδρύματα στη χώρα που έχουν αρνητικά επιτόκια για ποσά από 25.000 ευρώ. Ενδεικτικό της τάσης είναι ότι από 171 τράπεζες που είχαν αρνητικά επιτόκια το 2020, στα μέσα του 2021, ο αριθμός αυτός υπερδιπλασιάστηκε σε 349.
Το κοντινότερο παράδειγμα στο σενάριο που διακινείται για την ελληνική περίπτωση είναι η Κύπρος, όπου όλες οι τράπεζες έχουν αρνητικά επιτόκια, ανάμεσά τους και οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Πρόκειται για αντίμετρο στη μεγάλη εισροή καταθέσεων. Το επιτόκιο είναι -0,5% για καταθέσεις από 100.000 ευρώ και άνω.
Ενίσχυση ρευστότητας
Τα ερωτήματα που γεννιούνται είναι πολλά. Σύμφωνα με την Κωνσταντίνα Κοτταρίδη, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά, μετά τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και την πολιτική της ΕΚΤ λόγω κρίσεων, παρατηρείται αύξηση των καταθέσεων, η οποία ενισχύθηκε λόγω της πανδημίας, καθώς περιορίστηκε σημαντικά η κατανάλωση, και, γενικά, οι πολίτες φαίνεται ότι τηρούν επιφυλακτική στάση ως προς την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όλα τα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης ενίσχυσαν σημαντικά τη ρευστότητα. Το γεγονός ότι αυξάνονται οι καταθέσεις γενικά είναι καλό αλλά, ταυτόχρονα, οι τράπεζες έχουν σχετικά μικρό δείκτη δανείων προς καταθέσεις, με αποτέλεσμα η διατήρηση των καταθέσεων να είναι ασύμφορη. Σε μια μακρά περίοδο που τα επιτόκια είναι μηδενικά, οι καταθέσεις στις τράπεζες σηματοδοτούν την ανάγκη διαφύλαξης του χρήματος από πλευράς των καταθετών, αυτό, ωστόσο, έχει διαχειριστικό κόστος για τις τράπεζες, ιδιαίτερα, δε, καθώς καλούνται να πληρώσουν επιτόκιο 0,50% στην ΕΚΤ για τις υπερβάλλουσες καταθέσεις (καταθέσεις που βρίσκονται στις τράπεζες ενώ θα μπορούσαν να είναι δάνεια). Μέχρι του παρόντος, η ΕΚΤ χρηματοδοτούσε αυτό το κόστος, αλλά, πλέον, η χρηματοδότηση αυτή παύει. Ιδιαίτερα μετά τη μακρά τραπεζική κρίση, οι τράπεζες δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στην κερδοφορία τους και στην ανάπτυξή τους.
Επιπτώσεις
Το μεγάλο ερώτημα είναι τι αντίκτυπο θα έχει ένα τέτοιο μέτρο στην οικονομία, και εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη τις ειδικές συνθήκες της ελληνικής οικονομίας, που όπως επισημαίνει η κυρία Κοτταρίδη, η επιβολή ενός τέτοιου προστίμου πιθανά να εγείρει ξανά τη δυσπιστία έναντι των τραπεζών. Σε όλες τις χώρες, εξάλλου, όπου έχει εφαρμοστεί, έχει δημιουργήσει τριγμούς. Το βασικό ζήτημα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις είναι ότι επί του παρόντος τα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών τραπεζών είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών και άρα ο δανεισμός είναι δύσκολος. Αν αυτή η επιβολή «πέναλτι» συνοδευτεί από ανάλογη μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων, αυτό θα είναι ευεργετικό για την οικονομία, καθώς θα δούμε αύξηση των επενδύσεων. Σε διαφορετική περίπτωση, είναι πολλοί οι παράγοντες που θα παίξουν ρόλο, αν, επί παραδείγματι, θα παρακινηθούν οι επιχειρήσεις να προβούν σε επενδύσεις από μέρος των καταθέσεών τους εν μέσω ενεργειακής κρίσης και πανδημίας. Από την άλλη, η προοπτική ανάπτυξης και μεγάλων επενδύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης δίνει ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για το εγγύς μέλλον, κάτι που γενικά μεταφράζεται θετικά και αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, άρα της ενίσχυσης του δανεισμού, που βοηθά τη λειτουργία των τραπεζών.