Τη «χρυσή» 18άδα με τα ελληνικά προϊόντα, που ανέπτυξαν… αντιστάσεις ενάντια στην οικονομική κρίση, παρουσιάζει η Εθνική Τράπεζα.
Πιο αναλυτικά, μέσα από τη νέα μελέτη, που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, ξεχωρίζει ένας πυρήνας «δυναμικών» προϊόντων, τα οποία κατέγραψαν αύξηση των εξαγωγών κατά 71% την περίοδο 2009 – 2017 έναντι 37% του συνόλου και 25% των λοιπών εξαγωγών εκτός πετρελαίου.
«Η σημαντική ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου με ρυθμό 9% ετησίως κατά την τελευταία οκταετία, με κινητήριο δύναμη την Κίνα (και δευτερευόντως τη Λατινική Αμερική, τη Ν. Κορέα και τη Ν. Αφρική), δημιούργησε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη των ελληνικών εξαγωγών. Ειδικότερα, οι ελληνικές εξαγωγές εκτός Ε.Ε. αυξήθηκαν κατά 3% ετησίως στη διάρκεια της κρίσης (έναντι 7% ετησίως προ κρίσης, κυρίως εξαιτίας της μείωσης σε ΗΠΑ, Αλβανία και ΠΓΔΜ), ενώ οι ελληνικές εξαγωγές εντός Ε.Ε. διατήρησαν τον ετήσιο ρυθμό αύξησής τους στα προ κρίσης επίπεδα (6% -7% ετησίως)», επισημαίνουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές της τράπεζας και προσθέτουν: «Τα παρακάτω προϊόντα αποτελούν το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών και στήριξαν την εγχώρια οικονομία είτε διατηρώντας τα υψηλά μερίδια, που είχαν ήδη κατακτήσει στις διεθνείς αγορές, είτε πετυχαίνοντας σημαντική αύξηση. Λειτούργησαν, δηλαδή, ως η ατμομηχανή της εξαγωγικής προσπάθειας, συνεισφέροντας το 45% της αύξησης των ελληνικών εξαγωγών κατά την επίμαχη περίοδο και, παράλληλα, τριπλασίασαν τη στήριξή τους στο ΑΕΠ σε 0,12% ετησίως (από 0,04% τον χρόνο προ κρίσης), ενώ η συνεισφορά των λοιπών προϊόντων μειώθηκε από 0,34% σε 0,08% ετησίως».
Στην πρώτη κατηγορία, ήτοι τα προϊόντα υψηλής ανταγωνιστικότητας, που κατάφεραν να αυξήσουν ή να διατηρήσουν υψηλά μερίδια αγοράς (και τιμές) στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, δίνοντας εχέγγυα περαιτέρω ανόδου στο μέλλον, διακρίνονται κυρίως τρόφιμα με ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που τους προσφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως: καπνιστό ψάρι, ελιές, γιαούρτι, φιστίκια, φέτα, παγωτό και ελαιόλαδο. Οι ελιές, μάλιστα, αναδεικνύονται στον… πρωταθλητή της επίμαχης κατηγορίας, με μερίδιο αγοράς στις διεθνείς αγορές, που «άγγιξε» πέρυσι το 26%. Σύμφωνα με την ΕΤΕ, μόλις δύο μεσογειακές χώρες (Ισπανία και Ελλάδα) καλύπτουν το 63% της διεθνούς προσφοράς, με τις υπόλοιπες χώρες να έχουν μονοψήφια μερίδια. Τα τελευταία δύο χρόνια, ωστόσο, χώρες της βορείου Αφρικής, όπως το Μαρόκο και η Αίγυπτος, εισέρχονται δυναμικά στη διεθνή αγορά. Τη δεύτερη και τρίτη θέση κατέχουν το ελαιόλαδο και το γιαούρτι, με ποσοστά διείσδυσης 8% και 7% αντίστοιχα.
Οσον αφορά στα προϊόντα, που «αγόρασαν» μερίδιο αγοράς, με μειωμένη ή χαμηλή σχετική τιμή – κυρίως υπό την πίεση χαμηλής εσωτερικής ζήτησης – αυτά είναι κατά κύριο λόγο υλικά κατασκευών (μάρμαρο, τσιμέντο, αλουμίνιο), καθώς ο συγκεκριμένος κλάδος σημείωσε πτώση της τάξης του 40% στην περίοδο της κρίσης. Οπως σημειώνεται στη μελέτη της ΕΤΕ, η επίμαχη στρατηγική οδηγεί σε χαμηλά κέρδη ή ακόμα και ζημιές, εξασφάλισε, ωστόσο, την είσοδο στις διεθνείς αγορές. «Με την ανάκαμψη της εγχώριας αγοράς τα συγκεκριμένα προϊόντα θα έχουν την ευκαιρία να διατηρήσουν τη διεθνή τους παρουσία με καλύτερους όρους», εξηγούν οι αναλυτές. Αξίζει να επισημανθεί πως το 2017 τα μερίδια για μάρμαρο, τσιμέντο και αλουμίνιο υπολογίζονταν σε 7%, 3% και 2% αντίστοιχα.
Τέλος, τα προϊόντα που έχασαν… πόντους από τις ξένες αγορές, πιθανώς λόγω παραδοσιακών μοντέλων παραγωγής και προώθησης, είναι όσα, σύμφωνα με τη μελέτη, δεν προσαρμόστηκαν εγκαίρως (βαμβάκι, καπνός, γούνες) και άρα έχουν ανάγκη συνολικής αναπροσαρμογής στρατηγικής, προκειμένου να διατηρήσουν την ισχυρή θέση που έχουν κατακτήσει στις διεθνείς αγορές. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν τόσο η κομπόστα όσο και το φρέσκο ψάρι (τσιπούρα και λαβράκι), τα ποσοστά διείσδυσης των οποίων στις ξένες αγορές διαμορφώθηκαν πέρυσι σε 20% και 18%. Η χώρα μας, μάλιστα, κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές και των δύο αυτών ειδών, έχοντας, όμως, να ανταγωνιστούν την Κίνα και την Τουρκία αντίστοιχα.