Ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για να ξεκαθαρίσουν τα ρεαλιστικά όρια διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους για χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας
Σήμερα το μεσημέρι με την ανακοίνωση των νεότερων στοιχείων για την πορεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για να ξεκαθαρίσουν τα ρεαλιστικά όρια διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους για χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας, φοροελαφρύνσεις, μέρισμα και παροχές.
Επόμενος μεγάλος σταθμός μέσα στην εβδομάδα είναι το τελικό σχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού που κατατίθεται στη Βουλή την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου, στοχεύοντας για τελευταία φορά, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2020 καθώς η Ελλάδα ευελπιστεί να είναι ο προϋπολογισμός του 2020 ο τελευταίος που θα στοχεύει σε τόσο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα.
Υπό αυτό το πρίσμα, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η έκθεση της Κομισιόν, για τη μεταμνημονιακή αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και για τη νέα ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Το πιθανότερο είναι η έκθεση της Κομισιόν να περιλαμβάνει νέες βελτιωμένες εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους ενσωματώνοντας και τη ραγδαία βελτίωση στο μέτωπο των επιτοκίων και του κόστους δανεισμού του δημοσίου, διευκολύνοντας την ελληνική πλευρά να επιλέξει τον κατάλληλο χρόνο για να ανοίξει, και τυπικά, τη συζήτηση για την αναθεώρηση των στόχων για τα πλεονάσματα.
Η έκθεση της Κομισιόν το πιθανότερο είναι να δημοσιοποιηθεί εντός της εβδομάδας, σε κάθε περίπτωση πριν κλείσει ο Νοέμβριος, συμπληρώνοντας έτσι τα στοιχεία στο παζλ της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας.
Για το θετικό πρόσημο της έκθεσης έχει άλλωστε επενδυθεί ισχυρό διαπραγματευτικό κεφάλαιο τους τελευταίους μήνες καθώς τα συμπεράσματα και οι συστάσεις της θα είναι ένα μήνυμα από την πλευρά των θεσμών προς τις αγορές για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και τη δυναμική διαχείρισης των – όχι αμελητέων - προκλήσεων που αυτή αντιμετωπίζει σε ένα επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον.
Από την πλευρά της η Κομισιόν με τις τελευταίες της προβλέψεις που δημοσιοποίησε προ ημερών, διατηρεί μεν χαμηλότερα τον πήχη της ανάπτυξης σε σχέση με τις εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς, κάτω δηλαδή του 2,5%, δεν θεωρεί όμως πως, με τα σημερινά δεδομένα, τίθεται υπό αμφισβήτηση ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ τον επόμενο χρόνο, που όλοι φαίνεται πως συμφωνούν πως θα είναι το τελευταίο έτος με στόχο 3,5%.
Παροχές, «εγγυήσεις» και συστάσεις
Με τον προϋπολογισμό την προσεχή Πέμπτη αναμένεται να ξεκαθαρίσει και το εύρος των πρόσθετων παροχών που θα ήθελε να κάνει η κυβέρνηση φέτος. Μια πρόγευση αναμένεται σήμερα καθώς ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών αναμένεται να παρουσιάσει τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου. Στο επίκεντρο βρίσκεται η πορεία των φορολογικών εσόδων που θα κρίνει και το εύρος των υπερβάσεων του φετινού πλεονάσματος και τα όρια για παροχές. Αρχικές προσδοκίες για μεγάλα περιθώρια άνω του 1 δισ. ευρώ δε φαίνεται να επιβεβαιώνονται και μάλλον μιλάμε για χαμηλότερα ποσά τα οποία μάλιστα θα διοχετευθούν σε δράσεις που θα αφορούν ασθενέστερες οικονομικά ομάδες με την ενίσχυση μεταξύ άλλων του εισοδήματος κοινωνικής αλληλεγγύης αλλά και δομές . Άλλωστε μια τέτοια κατεύθυνση είναι σαφώς πιο συμβατή με το σκεπτικό και από την πλευρά των θεσμών που δεν έβλεπαν με καλό μάτι, χωρίς όμως να παρεμβαίνουν επί της ουσίας, στην αρχιτεκτονική των παροχών από τα υπερπλεονάσματα με αποκορύφωμα τις παροχές της προηγούμενης κυβέρνησης το Μάιο.
Με την επιδιωκόμενη προσγείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα, αποδυναμώνεται η λογική της παραγωγής υπερπλεονασμάτων και η χρήση της υπεραπόδοσης για εφάπαξ παροχές. Από εδώ και στο εξής στόχος φαίνεται πως θα είναι, μέσω της βελτίωσης των δημοσιονομικών και της ανάπτυξης να ενισχύονται με μόνιμο τρόπο μέτρα ενίσχυσης οικονομικά ασθενών ομάδων, μεταξύ αυτών οι άνεργοι, οι μονογονεϊκές οικογένειες κ.ά.
Στη Βουλή ρύθμιση για ταχεία μείωση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες
Στη Βουλή ρύθμιση για ταχεία μείωση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες
Την ίδια ώρα με τον προϋπολογισμό του 2020 η κυβέρνηση προχωρά, με τη συναίνεση από την ευρωπαϊκή πλευρά των θεσμών σε ένα γενναίο πακέτο φοροελαφρύνσεων εντός του πλαισίου των προεκλογικών της εξαγγελιών. Το μεγάλο στοίχημα είναι η ταχύτητα με την οποία θα υλοποιηθούν τα μέτρα ελάφρυνσης ειδικά για τη μεσαία τάξη και τους ελεύθερους επαγγελματίες και ποιες θα είναι εν τέλει οι δυνατότητες περισσότερων και πιο γρήγορων ελαφρύνσεων, ανάλογα με τα επιπλέον δημοσιονομικά περιθώρια που θα εξασφαλιστούν.
Το βέβαιο είναι πως στη συζήτηση των δεσμεύσεων που θα πρέπει να κάνει η ελληνική πλευρά για να πάρει οποιαδήποτε ελάφρυνση οι θεσμοί θα επιμείνουν ιδιαίτερα στην προώθηση συγκεκριμένων θεμάτων, όπως η εξυγίανση των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια, η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τρίτους και η αποφυγή δημιουργίας νέας γενιάς τέτοιων οφειλών που στερούν πολύτιμη ρευστότητα από την αγορά, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι μεγάλες επενδύσεις, καθώς στόχος είναι η επιτάχυνση της ανάπτυξης και η υπέρβαση των στόχων που έχουν τεθεί για τον επόμενο χρόνο.
Πρόκειται για μια φιλόδοξη επιδίωξη καθώς οι συνθήκες διεθνώς είναι πολύ ρευστές και ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια την επίπτωση της διεθνούς αναταραχής στο οικονομικό πεδίο στην ελληνική οικονομία που τώρα αναρρώνει από μια μακρά κρίση. Είναι όμως βέβαιο πως η μεγάλη «ρήτρα» για τις όποιες διευκολύνσεις θα είναι η ανάπτυξη.