Ο Νίτσε έλεγε πως θα πίστευε σ΄ έναν θεό που ξέρει να χορεύει.
Η θρησκεία είναι κώδικας και η Εκκλησία θεσμός. Ο κώδικας βοηθάει να επικοινωνήσουμε με τον Θεό και ο θεσμός μας δείχνει το μέρος που συνήθως, συχνάζει. Kανονίζει τις συναντήσεις και, κυρίως, φροντίζει για την καλή σύνθεση της «παρέας» που τον υποδέχεται.
Κάθε θεσμός αποτελεί έναν αξιολογικό προσανατολισμό που παγιώνεται με τα χρόνια και εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη κοινωνική αναγκαιότητα. Δομείται, κυρίως, σε τρία επίπεδα: Στον πυρήνα, που είναι η κοινωνική ανάγκη δημιουργίας του, στον τρόπο λειτουργίας και στο πολιτισμικό πλαίσιο που διαμορφώνεται από τα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι λοιπόν ένας θεσμός που προέκυψε από την ανάγκη της ανατολικής πίστης, λειτούργησε ανά τους αιώνες με διάφορους τρόπους και προσαρμόστηκε στον πολιτισμό των Ελλήνων και άλλων λαών, όπως αυτός εξελισσόταν μέσα στον χρόνο. Το σημαντικότερο είναι πως υπήρξε το δομικό στοιχείο των ελληνικών κοινοτήτων, μέσα στις αυτοκρατορίες.
Δεν θα αναζητήσω σε ένα μικρό άρθρο, σκοτεινούς ρόλους ή ιστορικά λάθη στα οποία συμμετείχε. Θα επιμείνω στη σημερινή της θέση και στον ρόλο της μέσα στη σύγχρονη Ελλάδα.
Είναι δεδομένο ότι ο κόσμος άλλαξε πολιτισμικό πλαίσιο, τα τελευταία πενήντα χρόνια. Έτσι, προέκυψαν νέες ανάγκες και εντελώς πρωτόγνωρα δεδομένα για τον τρόπο λειτουργίας του κάθε θεσμού. Οι πιστοί δεν είναι πια οι ίδιοι. Διαφορετικά αντιλαμβάνονταν τον Θεό πριν από εκατό χρόνια, διαφορετικά σήμερα. Κι αυτό γιατί είναι άλλες οι δομές της κοινωνίας, ο ρόλος της παιδείας, η κουλτούρα του πολίτη, ο χρόνος απασχόλησης και οπωσδήποτε ο τρόπος σκέψης του κάθε ατόμου. Αφού οι άνθρωποι δεν είναι πια ίδιοι, δεν μπορεί και ο Θεός τους να είναι ίδιος.
Τι έκανε η Εκκλησία, ενώ όλα αυτά μεταβάλλονταν με ταχείς ρυθμούς; Απολύτως τίποτα. Σχεδόν πουθενά δεν πήρε την πρωτοβουλία να εκσυγχρονιστεί, να προσαρμόσει δηλαδή το πλαίσιο λειτουργίας του θεσμού στο πολιτισμικό πλαίσιο. Κι αν οι γονείς έπαψαν να εμπιστεύονται τα άρρωστα παιδιά τους στα μοναστήρια, δεν είναι επειδή το ζήτησε η Εκκλησία αλλά επειδή διαδόθηκε περισσότερο η αξία της επιστημονικής γνώσης. Επίσης, η Εκκλησία ποτέ δεν χαλάρωσε την επιβολή των δογμάτων, αγνοώντας επιδεικτικά την τάση απελευθέρωσης στον σύγχρονο κόσμο. Τέλος, δεν αντιστάθηκε στην πολιτιστική βαρβαρότητα που κατέκλυσε την ελληνική κοινωνία, αντιπροτείνοντας μια άλλη, ανώτερη κατεύθυνση, από σοβαρούς ανθρώπους.
Ως τώρα, ο θεσμός τείνει να γίνει αναχρονιστικός. Συντηρείται από την ισχύ του σε άλλες εποχές και προσπαθεί να κρατηθεί, μέσω του εναγκαλισμού του με την κρατική εξουσία και την εθνική ιδεολογία. Χρησιμοποιεί ως «μαγιά», μια κρίσιμη μάζα φοβισμένων πιστών, επεκτείνοντας την επιρροή της και στους υπόλοιπους, οι οποίοι αισθάνονται φυσιολογικά την ανάγκη επικοινωνίας με τον Θεό και τη σύνδεση με τις παραδόσεις. Αντί, λοιπόν, να εντάξει στους κόλπους της περισσότερους πνευματικούς ανθρώπους που θα μιλήσουν ελεύθερα και θα δώσουν σύγχρονες προοπτικές στη χριστιανική ηθική, το ιερατείο επιμένει να χρησιμοποιεί την αυθεντία του δόγματος, προτείνοντας ως πρότυπα τον λαϊκισμό και τις επικλήσεις στην αοριστία.
Το βέβαιο είναι ότι οι μεγάλες μάζες πάντοτε θα ψάχνουν τον Θεό και θα αναζητούν προσανατολιστικούς κώδικες. Και, αναπόφευκτα, θα έχουν ανάγκη και τον αντίστοιχο θεσμό της Εκκλησίας. Γι΄ αυτό είναι απαραίτητος ο εκσυγχρονισμός της. Πώς θα συμβεί; Με τον διαχωρισμό της από το κράτος, με τον συγχρωτισμό της με τη σύγχρονη παιδεία και, κυρίως, με την αναγωγή της στο γνήσιο και αυθεντικό λαϊκό στοιχείο. Ακόμα και για τους ορθολογιστές, η αισθητική της λαϊκής λατρείας που τρέφει τη συλλογικότητα και στηρίζει τις κοινοτικές ταυτότητες, είναι απολύτως σεβαστή. Όχι όμως η αλαζονεία και η αυθάδεια του ιερατείου.
Προσωπικά, θα ήθελα να φανταστώ μια χριστιανική παράδοση, βγαλμένη μέσα από την ποίηση του Ελύτη. Μια θρησκεία που, θέλοντας και μη, αποτελεί πολιτιστικό στοιχείο της νεοελληνικής συνείδησης.
Φοβάμαι όμως, πως, στο μέλλον, δύσκολα θα αποφύγουμε τη σύγκρουση με το σκοτεινό πρόσωπο του φαντασιακού. Γιατί όσο το πολιτικό σύστημα και η κοσμική παιδεία δοκιμάζονται στον συγκεντρωτισμό, τόσο θα μεγαλώνει η έπαρση του ιερατείου για χειραγώγηση των μαζών.
Μια ελπίδα μόνο υπάρχει για το μέλλον της Εκκλησίας. Να αναδειχθούν από μέσα, γενναίοι άνθρωποι, ρεαλιστές και ελεύθεροι και να ταρακουνήσουν το σαθρό οικοδόμημα. Άραγε, αυτός ο παπάς που τόλμησε να ορθώσει ανάστημα εναντίον του Καλαβρύτων, θα είναι ο μοναδικός;
Ως τότε, καλό είναι να πληθαίνουν οι «αιρετικές» φωνές στον δημόσιο λόγο. Γιατί, είναι χρέος της συνείδησης να αντιστέκεται σε όλες αυτές τις μικρές και μεγάλες «δικτατορίες» που βασανίζουν την ελληνική κοινωνία και την κρατάνε δέσμια των συμπλεγμάτων της. Κι ας καταλάβουν κάποιοι ότι, όπως μιλάμε για το κακό σχολείο και το κακό κοινοβούλιο, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, δικαιούμαστε να μιλάμε και για την ανεπάρκεια της Εκκλησίας.
Θα είναι καλύτερο για όλους μας, να μάθει, επιτέλους, στον Θεό να «χορεύει»…
Του Ανδρέα Ζαμπούκα, protagon.gr