«Η οικονομική κυβερνητική πολιτική, που επιβάλλει υπχορεωτική χρήση πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών για συναλλαγές άνω των 70 ευρώ στα νησιά του Αιγαίου,
φόρο διανυκτέρευσης από 1 έως και 5 ευρώ, φόρο 3% σε νυχτερινά κέντρα και εστιατόρια, καθώς και φόρο 6% σε επιχειρήσεις υπόδησης, ένδυσης, κοσμηματοπωλεία και έργα τέχνης, πλήττει καίρια τον τουρισμό και την εποχικότητα. «Τιμωρεί» τα νησιά, που από την 1η Απριλίου έως και την 31η Οκτωβρίου - χρονικό διάστημα στο οποίο και επιβάλλονται οι φόροι - δουλεύουν προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα, ώστε να συντηρηθούν όλο το έτος.
Οι κυβερνώντες, διαχρονικά, θα πρέπει να κατανοήσουν, ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη ανάπτυξης ενός διαφορετικού τύπου οικονομικής πολιτικής, που θα αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες και τα χαρίσματα του τόπου. Ο τουρισμός, αποτελεί το μοναδικό κλάδο της Ελληνικής οικονομίας, ο οποίος ακόμη μπορεί και συμβάλλει στο Ακαθάριστικο Εγχώριο Προϊον (ΑΕΠ) της χώρας. Αυτό άλλωστε, αποδεικνύεται περίτρανα και από τα όσα προέκυψαν από τη μελέτη του Ινστιτούρου Ερευνών του ΣΕΤΕ, σύμφωνα με την οποία ο τουριστικός κλάδος συνέβαλε άμεσα στο ΑΕΠ κατά 9% και έμμεσα από 20 έως και 25%, παρουσιάζοντας αύξηση 11,3%, όταν το συνολικό ΑΕΠ της χώρας μειωνόταν κατά 3,5 δις ευρώ. Σε τρεις Περιφέρειες, μεταξύ αυτών και του Νοτίου Αιγαίου, ο τουρισμός συνεισφέρει άμεσα στη δημιουργία του 50% του ΑΕΠ τους. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ο τουρισμός, μαζί με την εστίαση, συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της ανεργίας, προσφέροντας το 30% των θέσεων μισθωτής απασχόλησης, χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτό το ποσοστό, ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων σε 31.000 μικρά ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Με την επιβολή φόρων στις επιχειρήσεις που λειτουργούν βάσει της εποχικότητας και συνδράμουν στην ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου, προκαλούνται αρνητικές επιπτώσεις σε αυτές και οι επιχειρήσεις οδηγούνται στην απόφαση μείωσης των εξόδων τους, είτε μη προσλαμβάνοντας επιπλέον προσωπικό, είτε απολύοντας και αυτούς που μέχρι σήμερα απασχολούσαν. Αποτελεί χρέος της κυβέρνησης να μην επιτρέψει τον αρνητικό επηρεασμό του τουριστικού κλάδου στο σύνολό του.
Σε ότι αφορά ειδικότερα στη χρήση πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών σε Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Σύμη, Κω, Ρόδο και Κάρπαθο, για συναλλαγές άνω των 70 ευρώ, εάν και υιοθετείται προκειμένου να περιοριστεί η φοροδιαφυγή - ευνοώντας και τον τραπεζικό κλάδο - θα έχει δυστυχώς, αρνητικά αποτελέσματα, εφόσον:
α) πολίτες που ήδη οφείλουν στις τράπεζες μεγάλα ή μικρότερα χρηματικά ποσά δεν θα μπορούν να λάβουν πιστωτική κάρτα,
β) πολίτες μεγαλύτερης ηλικίας δεν θα γνωρίζουν τον τρόπο χρήσης των πιστωτικών καρτών,
γ) το σύνολο των πολιτών ή το μεγαλύτερος μέρος του, θα κληθεί να προχωρήσει στη χρήση πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, χωρίς να το επιθυμεί,
δ) μη δυνατότητα εξυπηρέτησης τουριστών που δεν χρησιμοποιούν πιστωτικές κάρτες,
ε) υποχρεωτική απόδοση προμήθειας στις τράπεζες από τη χρήση των καρτών,
ζ) κόστος προμήθειας μηχανημάτων για τις επιχειρήσεις, καθώς και
η) μη έκδοση παραστατικών (αύξηση της φοροδιαφυγής) για την αποφυγή χρήσης πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών.
Τα τελευταία πέντε έτη, 2010 έως και 2015, οι πολίτες έζησαν ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές και υπέφεραν, όπως και σήμερα, προκειμένου να καταφέρουν να αντιμετωπίζουν την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της. Ο Έλληνας πολίτης, ο Δωδεκανήσιος, που σήμερα οφείλει χρηματικά ποσά σε τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία και δεν μπορεί να αποπληρώσει, διότι αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις καθημερινές του ανάγκες, καλείται να χρησιμοποιεί πιστωτικές κάρτες, γινόμενος ουσιαστικά αποδέκτης μίας «προβληματικής» πενταετίας.
Στέφανος Δράκος
Πολιτευτής Δωδεκανήσου ΝΔ
Δρ Πολιτικός Μηχανικός ΑΠΘ