Την 10η Μαΐου 2019 θα συζητηθούν εκ νέου ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου οι εφέσεις που ασκήθηκαν για την ακύρωση της υπ΄αριθμ. 28/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την οποία δικαιώθηκαν μερικώς οι θέσεις τής υπό εκκαθάριση πλέον Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου για την πολύκροτη υπόθεση του σκανδάλου που εκτυλίχθηκε στην κινητή μονάδα της Κάσου.
Όπως απεκάλυψε η “δημοκρατική”, με την υπ’ αρίθμ. 1558/2018 απόφαση του πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 162/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου με την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις που είχαν ασκηθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξετάσει κατ’ αντιµωλία τις αντίθετες αγωγές των δύο αντίδικων µερών και µε την απόφαση, που εξέδωσε, ετάχθη υπέρ των θέσεων της Συνεταιριστικής Τράπεζας διατάσσοντας, 4μελή οικογένεια να της καταβάλει το ποσό των 317.489,02 ευρώ ως αποζηµίωση για τη βλάβη που προκλήθηκε στην τράπεζα.
Τα µέλη της οικογένειας εξέθεσαν ότι στο κινητό συνεργείο της τράπεζας στην Kάσο διατηρούσαν πέντε τραπεζικούς λογαριασµούς συνολικού ύψους 380.000 ευρώ.
Ότι στις 16.03.2006, όταν χορήγησαν έγγραφη εντολή για ανάληψη µετρητών από τους ως άνω λογαριασµούς τους στον ταµία, ο τελευταίος οµολόγησε σ’ αυτούς ότι είχε αφαιρέσει, χωρίς εντολή, το ποσό των 270.000 ευρώ και ότι τους υποσχέθηκε να το επιστρέψει εντός τεσσάρων ηµερών, υπογράφοντας µάλιστα προς τούτο και υπεύθυνη δήλωση µε θεωρηµένο το γνήσιο της υπογραφής του.
Εξέθεσαν ακόµη ότι είχαν οµόλογα της τράπεζας συνολικού ύψους 600.000 ευρώ, τα οποία όµως έπαψαν να ανανεώνονται από τον Iούλιο του έτους 2004 και ότι αυτά τελικά ρευστοποιήθηκαν παρανόµως και χωρίς σχετική εντολή τους από τον ταµία.
Κατήγγειλαν επιπλέον ότι η τράπεζα δεν τους επιστρέφει 16 επιταγές που εκδόθηκαν σε διαταγή τους από τρίτους για την αγορά µε προσύµφωνο 2 ακινήτων σε Κάρπαθο και Κάσο.
Υποστήριξαν επιπλέον ότι η τράπεζα, ενώ στην αρχή τους είχε διαβεβαιώσει ότι θα τους εξασφάλιζε µετά από έλεγχο που διενήργησε µε υπαλλήλους της και χωρίς την παρουσία επόπτη της Τράπεζας της Ελλάδος στην θυρίδα της Κάσου, έλεγχο τον οποίον αµφισβητεί για την ορθότητα και την αξιοπιστία του, στη συνέχεια αρνήθηκε ότι τους όφειλε χρήµατα, αρνήθηκε να τους επιστρέψει τις επιταγές και τους είπε ότι είχαν αναλάβει τα οµόλογα, αν και αυτοί τα είχαν στα χέρια τους.
Με την αγωγή τους αξίωσαν αποζηµίωση συνολικού ύψους 1.124.500 ευρώ για ουσιαστικές βλάβες και 400.000 ευρώ για ηθικές βλάβες που, όπως υποστηρίζουν, υπέστησαν από την τράπεζα και τον υπάλληλό της.
Η τράπεζα υποστηρίζει ότι ο πρώην υπάλληλός της ανελάµβανε διάφορα ποσά από τους λογαριασµούς καταθέσεων διαφόρων καταθετών – πελατών συνολικού ποσού 591.595,89 ευρώ.
Καταγγέλλει ακόµη ότι χορήγησε υπό τύπον ιδιωτικών εξωτραπεζιτικών δανείων σε διάφορους κατοίκους της Κάσου το συνολικό ποσό των 730.138,11 ευρώ, για ικανοποίηση προσωπικών αναγκών τους, εν αγνοία της τράπεζας και χωρίς παραστατικά της, ενεργώντας παράνοµες αναλήψεις από καταθετικούς λογαριασµούς.
Υποστηρίζει ακόµη ότι διοχέτευσε το συνολικό ποσό των 317.489,02 ευρώ από τα χρήµατα που είχε υπεξαιρέσει στην οικογένεια. Η τράπεζα ισχυρίζεται ακόµη ότι µεταξύ του πρώην υπαλλήλου και των µελών της οικογένειας υπήρχε τέτοια στενή και ανεξήγητη σχέση, ώστε να εκτελεί τις παράνοµες εντολές τους κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών της. Υποστηρίζει επιπλέον ότι η οικογένεια ισχυρίζεται ψευδώς ότι έχει καταθέσει σηµαντικά ποσά στην τράπεζα.
Την τράπεζα εκπροσωπεί το δικηγορικό γραφείο Στεφανίδη και την οικογένεια ο δικηγόρος κ. Μ. Βλάχος.

 

Πηγή:www.dimokratiki.gr

Στην Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου έχει διαβιβαστεί και εκκρεμεί προς αξιολόγηση η δικογραφία που σχηματίστηκε κατά 9 μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου για απιστία στην υπηρεσία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με αντικείμενο άνω των 120.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες ο Ειδικός Ανακριτής Διαφθοράς διαβίβασε αρμοδίως στην Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου την δικογραφία, περαιωμένη με «τυπικές» κλήσεις καθώς δεν προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις για την τέλεση του ως άνω αδικήματος.

Η υπόθεση άνοιξε μετά την έκδοση Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, με το οποίο αποφασίστηκε, να μην γίνει κατηγορία εις βάρος 9 μελών του διοικητικού συμβουλίου, δύο γενικών διευθυντών και ενός ειδικού οικονομικού συμβούλου, για την πράξη της απιστίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, με περιουσιακή ζημία άνω των 30.000 ευρώ, που φέρονται να τέλεσαν στη Ρόδο, κατά το χρονικό διάστημα από την 18η Οκτωβρίου 2011 έως 30ή Ιουνίου 2013, εις βάρος ιδρυτικού στελέχους της τράπεζας.
Με εισαγγελική παραγγελία κι αφού ελήφθησαν αντίγραφα της τελευταίας δικογραφίας διαβιβάστηκε στο Πταισματοδικείο Ρόδου παραγγελία να διερευνηθεί τυχόν τέλεση του αδικήματος της απιστίας στην υπηρεσία (εις βάρος των συμφερόντων της τράπεζας) κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων, όπως έγραψε η «δημοκρατική», θεωρούν ότι δεν συντρέχει επ΄ ουδενί η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο διενεργείται η Εισαγγελική έρευνα διότι αναφέρεται συγκεκριμένα σε Νομικά Πρόσωπα του Δημοσίου, ενώ η τράπεζα παρά τον συνεταιριστικό χαρακτήρα της είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και πολύ περισσότερο για τον λόγο ότι για την τέλεση του αδικήματος απαιτείται δόλος σκοπού, που στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται.
Θυμίζουμε ότι η έρευνα στηρίζεται στα διαλαμβανόμενα σε διάταξη της πρώην Αντεισαγγελέως Εφετών Δωδεκανήσου κ. Γεωργίας Δούρου, που έκρινε με επίκληση συγκεκριμένων εγγράφων, ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας, που οδήγησε στην παύση της λειτουργίας της και την θέση της υπό εκκαθάριση, οφείλεται στο ό,τι τα μέλη του Δ.Σ. της Τράπεζας, δεν προέβησαν εγκαίρως στις ενέργειες εκείνες, που ήταν αναγκαίες για τη διόρθωση των οικονομικών μεγεθών, την συγκράτηση των κεφαλαίων και την διάσωσή της.
Μεταξύ άλλων η Εισαγγελέας έκρινε ότι σημαντικός παράγοντας, που συνετέλεσε στην υποκεφαλαιοποίηση της Τράπεζας, υπήρξε η πολύ κακή ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου γενικά και η αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία πιθανολογεί ότι δεν ήταν απότοκος αποκλειστικά της οικονομικής κρίσης, αλλά και της έλλειψης ορθής πιστοδοτικής πολιτικής.
Οι ελεγχόμενοι αρνήθηκαν πλήρως την τέλεση του αδικήματος και δήλωσαν ρητά ότι όλες οι πράξεις που ενήργησαν ήταν σύμφωνες με το ισχύον νομικό και κανονιστικό πλαίσιο και είχαν ως σκοπό την διαφύλαξη της κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας και τη συνέχιση της λειτουργίας της.
Σημείωσαν εξάλλου ότι ουδεμία έκθεση ή πόρισμα έχει εκδοθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ή τον Ειδικό Εκκαθαριστή, που να διαπιστώνει παράβαση των καθηκόντων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ή τέλεση οιουδήποτε αδικήματος.
Τόνισαν επιπλέον ότι η Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου αποτελούσε την τρίτη μεγαλύτερη σε μέγεθος συνεταιριστική τράπεζα της Ελλάδος, μετά την Παγκρήτια Τράπεζα και τη Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων. Την 30.06.2013 το ενεργητικό της ανερχόταν σε 283.220.000 €, οι χορηγήσεις σε 266.410.000 € και οι καταθέσεις της σε 245.628.000 €, ενώ απαριθμούσε 22.525 μέλη και 31.276 πελάτες. Ωστόσο, στην τελευταία τριετία λόγω της ύφεσης και της δημοσιονομικής κρίσης παρουσίασε για πρώτη φορά σταθεροποίηση μεγεθών και ζημιογόνες χρήσεις.
Ειδικότερα, η Τράπεζα εμφάνισε για πρώτη φορά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας το έτος 2011, αυτά, δε, οφείλονταν αποκλειστικά στην ύφεση της ελληνικής οικονομίας.
Η Τράπεζα δεν διέθετε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ούτως ώστε να υποστεί ζημίες από την εφαρμογή του PSI, αλλά ούτε και κανένα άλλο «τοξικό» χρηματοοικονομικό προϊόν. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν είχε λάβει κανενός είδους χρηματοοικονομική στήριξη, επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις από το Δημόσιο ή άλλο δημόσιο φορέα, από ΝΠΔΔ ή άλλη τράπεζα.
Επεσήμαναν ακόμη ότι η συνεχής και διαρκώς βαθύτερη χρηματοοικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την πρωτόγνωρη αστάθεια του πολιτικού περιβάλλοντος το έτος 2012 και την επακόλουθη κυπριακή κρίση το 2013 είχαν ως αποτέλεσμα αφενός τη ραγδαία αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, που σταδιακά έφθασαν στο 25% – 30% του συνόλου των δανείων για ολόκληρη την τραπεζική αγορά και αφετέρου την απόσυρση σημαντικού μέρους των καταθέσεων της τράπεζας. Επιπλέον, λόγω της βαθιάς ύφεσης, σημαντικό μέρος των συνεταίρων της Τράπεζας ζητούσαν την εξαγορά των συνεταιριστικών τους μερίδων.
Εξήγησαν εξάλλου ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την έναρξη της χρηματοοικονομικής ύφεσης μέχρι και την ανάκληση της αδείας λειτουργίας της Τράπεζας ήταν σε διαρκή επικοινωνία με την ΤτΕ ενημερώνοντάς την για τα μέτρα που ελάμβανε στο πλαίσιο αντιμετώπισης των προβλημάτων κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας. Ουδέποτε καθ’όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα κατεγράφη ή επισημάνθηκε από την ΤτΕ περιστατικό κακοδιαχείρισης ή παράβασης καθήκοντος.
Ως συνήγοροί τους παρίστανται οι δικηγόροι κκ. Εμμανουήλ Μπεντενιώτης,
Αλέξανδρος Κοντογεωργίου, Μαρία-Χριστίνα Βρούχου, Βασιλική Δεστούνη, Στέργος Λεβέντης και Στ. Κιουρτζής.

 

Πηγή:www.dimokratiki.gr

Γράφουν οι:

Κυριαζής Μιχαήλογλου
Οικονομολόγος, Executive MBA
Μaster στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, κατ. Τραπεζική
και Χρηματοοικονομική

Μιχάλης Παπαγεωργίου
Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής Αθηνών-Επ. Συνεργάτης Wolfson College Cambridge University

Πέντε χρόνια μετά το απότομο κλείσιμο της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου στο ερώτημα κατά πόσο άραγε αξίζει το κόπο να οραματιστούμε την σύνθεση και την σύσταση ενός νέου τοπικού χρηματοπιστωτικού φορέα ανάπτυξης και ενδυνάμωσης της τοπικής μας οικονομίας, η αυθόρμητη απάντηση είναι θολή και μελαγχολική, γεμάτη επιφυλάξεις. Ωστόσο μπορεί να κρύβει ορισμένες αισιόδοξες και ουσιαστικές προοπτικές που δεν πρέπει να παραμεριστούν.
Σε ένα κρίσιμο οικονομικό περιβάλλον, που η τραπεζική αγορά περνά δύσκολες στιγμές και μαζί της νομοτελειακά παρασύρεται και κλονίζεται η κάθε προσπάθεια επανεκκίνησης και αναδιάρθρωσης της τοπικής οικονομίας προς όφελος της κοινωνίας και των νησιών μας, δεν είναι δυνατόν να μην ανατρέξει υποστηρικτικά κανείς στο γεγονός ότι στον ευρωπαϊκό χώρο, ο θεσμός των συνεταιριστικών τραπεζών, αποτελεί καταλυτικό παράγοντα περιφερειακής ανάπτυξης και καθοριστική βάση υγειών συνθηκών στον τραπεζικό ανταγωνισμό. Αξίζει μάλιστα κανείς να ανατρέξει στα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνεταιριστικών Τραπεζών τα οποία είναι αποκαλυπτικά. Ένας στους πέντε ευρωπαίους πολίτες είναι μέλος μίας από τις περίπου τρεις χιλιάδες συνεταιριστικές περιφερειακές/τοπικές Τράπεζες, με πελατολόγιο που ανέρχεται σχεδόν στους 210 εκατομμύρια ιδιώτες και επιχειρήσεις και απασχολώντας συνολικά γύρω στους 720 χιλιάδες εργαζόμενους. Μάλιστα σε χώρες με τελείως διαφορετικά μεταξύ τους δημοσιονομικά χαρακτηριστικά, όπως η Γαλλία, Φινλανδία, Γερμανία και Ολλανδία, το συνεταιριστικό τραπεζικό σύστημα κατέχει πάνω από το 30% του εγχώριου τραπεζικού κεφαλαίου και κίνησης. Πάρα τους αυστηρούς ελέγχους, όρους και προϋποθέσεις που έχουν θεσμοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις επιμέρους εγχώριες Κεντρικές Τράπεζες η επενδυτική συνεργατικότητα, η κοινωνική αλληλεγγύη και η στοχευμένη ενίσχυση της περιφερειακής βιώσιμης ανάπτυξης αποτελούν κανονιστικές αρχές για την διαμόρφωση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα κατά το σχεδιασμό της «μετά την κρίση» εποχής δεν πρέπει να μείνει φοβικά πίσω σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες παρασιτώντας παθητικά ως μόνιμος «φτωχός συγγενής» αλλά να υιοθετήσει ενεργητικές στρατηγικές διαμόρφωσης ενός νέου παραγωγικού ελκυστικού αποκεντρωμένου αναπτυξιακού μοντέλου. Οτιδήποτε άλλο θα μας οδηγήσει σύντομα και πάλι σε δημοσιονομική κατάρρευση επιβεβαιώνοντας την ανικανότητα του εσωτερικού κρατικού και επενδυτικού μηχανισμού να αναπτυχθεί ορθολογικά, αποτελεσματικά και νομότυπα.
Στην προσδοκία αυτής της νέας πραγματικότητας λοιπόν, δεν μπορεί να μην αναλογισθεί κανείς πως θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα για την επανεκκίνηση των αναπτυξιακών προοπτικών της περιοχής, αν υπήρχε σε ζωή και στο τόπο μας μια Συνεταιριστική Τράπεζα, ισχυρή και ανοικτή στη κοινωνία με άξονα και σκοπό τη τοπική ανάπτυξη. Πολύ περισσότερο βέβαια για τις νεώτερες γενιές που εισέρχονται στην αγορά και βιώνουν από κάθε επαγγελματικό μετερίζι την κρίση και τις δυσμενείς τραπεζικές συνθήκες που υπάρχουν, διαπιστώνοντας αξεπέραστα εμπόδια, αποτρεπτικά για την πραγμάτωση των φιλοδοξιών και των οραμάτων τους για ένα καλύτερο αύριο.
Με αυτές τις σκέψεις ωστόσο, από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί παρά με περίσκεψη να ανασκοπήσει ο καθένας ότι πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από τότε που ανακοινώθηκε η αναστολή της άδειας λειτουργίας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου. Πέντε χρόνια που πέρα ότι δεν ήταν αρκετά για να δοθούν σαφείς απαντήσεις για τα αίτια του «λουκέτου», αναδεικνύουν ταυτόχρονα ότι υπήρξε μεγάλη απώλεια ενός θεσμικού εργαλείου της αγοράς στην υπηρεσία της θωράκισης της ευημερίας της κοινωνίας, της εξυπηρέτησης δηλαδή αυτού που ονομάζεται «δημόσιο συμφέρον».
Κατά κοινή ομολογία, το κλείσιμο της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου αποτέλεσε ένα τεράστιο πλήγμα για την τοπική κοινωνία και χαρακτηριστικό αυτού είναι ότι μέχρι και σήμερα δεν έχει γεφυρωθεί το χάσμα που προέκυψε στις χρηματοδοτήσεις των τοπικών επιχειρήσεων. Αποτέλεσμα είναι η τοπική οικονομία να αγωνίζεται να κρατήσει τις αναπνοές της και να μην μπορεί να σηκωθεί και αναπτυχθεί, παρόλο που τα Δωδεκάνησα κάθε τόσο αποδεικνύουν ότι διαθέτουν όλα τα εχέγγυα για να είναι εκ νέου πρωταγωνιστικός παράγοντας στην πολυπόθητη όχι μόνο εγχώρια αλλά συνολική εξωστρεφή ανάπτυξη της χώρας.
Μετά από μία εκ βάθους οικονομική ανάλυση σε όσα στοιχεία έχουν εξεταστεί μέχρι σήμερα, και σε όσα έχουν γίνει γνωστά υπό το φως της δημοσιότητας και οδήγησαν στο κλείσιμο της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, μπορεί εύκολα να εξαχθεί το συμπέρασμα ακόμα και από μη ειδικούς οικονομολόγους, ότι κανένα από αυτά δεν συνιστούσε συνεκτικό συστατικό στοιχείο του συνεταιριστικού χαρακτήρα της τράπεζας, που ως τέτοιο να αποτελεί ένα εγγενές τροχοπέδη αναστολής για την εκ νέου λειτουργία ενός τέτοιου φορέα. Καθώς τα κύρια προβλήματα που αντιμετώπισε το ίδρυμα και οδήγησαν την ΤτΕ να αποφασίσει το μοιραίο κλείσιμο για όλη την Δωδεκανησιακή κοινωνία, έγκεινται σε παράγοντες που εύκολα μπορούν να ξεπεραστούν ή και να αποτραπούν. Τα κυριότερα αίτια που αναφέρθηκαν για την αναστολή της αδείας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, σύμφωνα με την ΤτΕ, αφορούσαν στην εταιρική διακυβέρνηση που εφαρμοζόταν, την πιστοδοτική πολιτική, το δανειακό χαρτοφυλάκιο της, το σύστημα εσωτερικού ελέγχου, τη χαμηλή ρευστότητα, τις εποπτικές προβλέψεις επί των καταχωρημένων δανείων και τα στοιχεία του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας (ΔΚΕ).
Παράγοντες δηλαδή που ανεξάρτητα σε ποιο βαθμό ο καθένας τους υπήρχε και επηρέασε, σε κάθε περίπτωση αναδεικνύουν ότι δεν είναι αθεράπευτοι και ανεπανόρθωτοι αλλά αντίθετα μπορούν να είναι πάντοτε προβλέψιμοι και αντιμετωπίσιμοι, εφόσον διασφαλίζονται βέβαια με νομικές απόλυτες καταστατικές δικλείδες και οι ουσιαστικές βάσεις μίας απόλυτα ορθολογικής διαχείρισης. Καταστατικές άλλωστε δικλείδες όχι μόνο για το σταθερά και ευλαβικά βιώσιμο ενός πιστωτικού ιδρύματος, αλλά και ως ρήτρες μέσω των οποίων δεν θα προβάλλονται μόνο διαδικαστικά νομιμοφανή εξωτερικά στοιχεία αλλά κυρίως τα εσωτερικά συνεκτικά στοιχεία και οι λειτουργικοί σκοποί που πρέπει αενάως και απροσώπως να υπηρετεί ένας συνεταιριστικός οργανισμός, στην κοινωνική διάσταση που οφείλει να έχει.
Πιο συγκεκριμένα, και άσχετα με τον αναγκαίο παραδειγματισμό μας από τα όποια «τραυματικά» προηγούμενα στη χώρα και στον ιδιαίτερο τόπο μας, με βάση τις σύγχρονες θεωρητικές κατευθύνσεις και εφαρμογές των συνεταιριστικών τραπεζικών θεσμών σε όλη την αναπτυγμένη Ευρώπη που θέλουμε να είμαστε πλήρη μέλη, από την συνθετική οπτική του οργανωτικού Ευρωπαϊκού Δημόσιου Δίκαιου και της εκτελεστικής Οικονομικής ανάλυσης του Συνεταιριστικού μοντέλου ανάπτυξης αξίζει να επισημανθούν, κατανοηθούν και να συνειδητοποιηθούν προς το ευρύτερο κοινό κάποια δομικά στοιχεία για την οποιαδήποτε νέα προοπτική.
Στον κανονισμό της Ε.Ε. 1435/2003 που αφορά το Καταστατικό Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρείας, οι συνεταιρισμοί είναι οντότητες «με ιδιαίτερες λειτουργικές αρχές που είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες των άλλων οικονομικών φορέων. Σε αυτές περιλαμβάνονται η αρχή της δημοκρατικής διάρθρωσης και ελέγχου και η διανομή των καθαρών κερδών της οικονομικής χρήσης με βάση την ισότητα. …». Οι συνεταιρισμοί είναι μια ειδική μορφή επιχείρησης, της οποίας το επιχειρησιακό πρότυπο παρουσιάζει ουσιαστικά δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι εντελώς διαφορετικά από εκείνα των επιχειρήσεων, των οποίων οι μετοχές διατίθενται δημόσια. Επομένως, θεωρείται αναπόφευκτο ότι οι συνεταιριστικές ιδιομορφίες θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη κατά την ανάπτυξη μελλοντικών πρωτοβουλιών στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης.
Ενδεικτικά, το κίνητρο για την ιδιότητα μέλους προέρχεται κυρίως από τις υπηρεσίες που θα προσφέρονται από το συνεταιρισμό παρά από την απόδοση του κεφαλαίου που θα επενδύεται. Η παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών στα μέλη είναι ένας από τους κύριους λόγους για τη δημιουργία και τη λειτουργία των συνεταιρισμών. Άλλοι βέβαια στόχοι μπορούν να είναι η προώθηση της συμμετοχής των μελών στις οικονομικές δραστηριότητες, όπως π.χ. η δημιουργία των απαραίτητων οικονομιών κλίμακας για τα μεμονωμένα μέλη με τη συγκέντρωση των πόρων τους. Αυτή η επιδίωξη μπορεί να υπονοήσει ότι οι Συνεταιριστικές Τράπεζες δεν προσανατολίζονται στην κεφαλαιαγορά ή ότι η μεγιστοποίηση του κέρδους δεν είναι ο βασικός τους στόχος. Όμως, φυσικά ένας συνεταιρισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει κάτω από το κόστος ή ακόμα και χωρίς οποιοδήποτε περιθώριο επενδυτικού κέρδους. Οι συνεταιρισμοί πρέπει να λειτουργούν επικερδώς και καινοτόμα για να επιβιώσουν αλλά με σημείο αναφοράς τις προτεραιότητες των μελών τους.
Κατά συνέπεια, η εταιρική διακυβέρνηση των συνεταιριστικών τραπεζών επικεντρώνεται λιγότερο στις οικονομικές αξιώσεις των μελών, αλλά εστιάζει κυρίως στην ικανοποίηση της απαίτησης για σωστές, άμεσες και πλήρεις υπηρεσίες ανταποκρινόμενες στις ιδιαίτερες ανάγκες της τοπικής αγοράς.
Ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό των συνεταιριστικών τραπεζών, το οποίο συνδέεται με τον τρόπο υλοποίησης των συγκεκριμένων συνεταιριστικών στόχων είναι ότι έχουν μέλη και όχι απλά μετόχους. Η θέση των συνεταιριστικών μελών είναι εντελώς διαφορετική από αυτή των μετόχων μιας εγγεγραμμένης ανώνυμης εταιρίας. Η ιδιότητα του μέλους στοχεύει στην δημιουργία μίας μακροπρόθεσμης συμμετοχικής σχέσης με την συνεταιριστική τράπεζα. Τα μέλη των συνεταιριστικών τραπεζών, συμμετέχουν γενικά στις δραστηριότητες της τράπεζας και ασκούν επιρροή μέσα από μια διπλή ιδιότητα «μέλους-επενδυτή» και «πελάτη-χρήστη». Συνεπώς, οι συνεταιριστικές τράπεζες πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες των μελών τους προωθώντας συγκεκριμένη πελατειακή πολιτική και παρέχοντας το δικαίωμα λόγου στα μέλη τους, στη χάραξη της επιχειρησιακής πολιτικής.
Τα δημοκρατικά ιδεώδη αποτελούν την ιδιότυπη βάση της εταιρικής διακυβέρνησης των συνεταιρισμών. Παρόλα αυτά, οι συνεταιρισμοί έχουν μια ειδική αντίληψη του δημοκρατικού μοντέλου. Ο κανόνας «ένα άτομο – μια ψήφος» παρέχει τη μέγιστη προστασία για τη δημοκρατική συμμετοχή όλων των μελών ενός συνεταιρισμού η οποία ωστόσο χρήζει ειδικότερων εγγυήσεων και καλόπιστης ευελιξίας ώστε να ανταπεξέλθει η συνεταιριστική τράπεζα στον ανταγωνισμό και την αποτελεσματική της συμμετοχή στην κοινή τραπεζική και συναλλακτική αγορά. Εξασφαλίζει τη δίκαιη αντιπροσώπευση των συμφερόντων όλων των μεμονωμένων μελών, τα οποία θα ήταν μειονότητα στις εγγεγραμμένες ανώνυμες εταιρίες όπου η εφαρμόζεται η αρχή «μία μετοχή – μία ψήφος». Δεδομένου ότι το δικαίωμα ψήφου δεν εξαρτάται από το ποσόν του επενδυμένου κεφαλαίου, δεν υπάρχουν μέτοχοι πλειοψηφίας που θα μπορούσαν να ελαττώσουν το βάρος της επίδρασης των άλλων ψήφων και με αυτόν τον τρόπο να περιορίσει τον έλεγχο της πλειοψηφίας των μελών. Έτσι, κατά τη λήψη επιχειρησιακών αποφάσεων οι Δ/ντές θα πρέπει να ικανοποιήσουν τις ανάγκες όσο το δυνατό περισσότερων μελών και στον ίδιο βαθμό, αναφερόμενοι απευθείας σε αυτούς.
Η δημοκρατική συμμετοχή των μελών στη γενική συνέλευση εξασφαλίζει μάλιστα αποτελεσματικά την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των μελών ως ιδιοκτητών και των συμβουλίων και διευθυντών ως διαχειριστών των συνεταιριστικών τραπεζών.Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συνεταιρισμών, που περιγράφονται ανωτέρω, δομικά αποτρέπουν πιθανές καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων όσον αφορά τα εκτελεστικά όργανα και με αυτόν τον τρόπο ελέγχουν τις διοικητικές αποφάσεις αυτών. Ο κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων είναι περιορισμένος εξαιτίας του μοντέλου «ένα άτομο- μία ψήφος» αλλά και της απαγόρευσης άντλησης βραχυπρόθεσμου κεφαλαιακού κέρδους, έχοντας ως μόνο στόχο τη συνεχή και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του συνεταιρισμού.
Στις συνεταιριστικές τράπεζες, υπάρχει και μια δεύτερη διάσταση της εταιρικής διακυβέρνησης αυτής του εθνικού συνεταιριστικού αποκεντρωμένου επενδυτικού τραπεζικού δικτύου. Στις περισσότερες μάλιστα ευρωπαϊκές χώρες, οι συνεταιριστικές τράπεζες οργανώνονται σε τραπεζικά δίκτυα, τα οποία αποτελούνται συνήθως από δύο-τρία επίπεδα περιλαμβάνοντας: τις τοπικές τράπεζες, τις περιφερειακές τράπεζες και τα εθνικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων και μια κεντρική τράπεζα.
Η εταιρική διακυβέρνηση (δομή ιδιοκτησίας και ανάθεσης εξουσιών) μέσα στο συνεταιριστικό δίκτυο είναι αντίστροφη από την αντίστοιχη των ομίλων ανωνύμων εταιριών. Η κεφαλαιακή δομή αυτών επιτρέπει στη μητρική εταιρεία να ελέγχει τις θυγατρικές της. Συνεπώς, η μητρική εταιρεία έχει το βέτο και ασκεί τον έλεγχο μέσα στον όμιλο. Αντίθετα στο συνεταιριστικό θεσμικό πλαίσιο η κατανομή εξουσίας και ελέγχου προέρχεται από τη βάση ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι τοπικές ανάγκες λαμβάνονται υπόψη σε κάθε απόφαση πολιτικής που λαμβάνεται σε κεντρικό επίπεδο. Με το πρότυπο ιεραρχίας «αντίστροφων πυραμίδων», η βάση, σε τοπικό επίπεδο, εξουσιοδοτεί και ελέγχει τα ανώτερα όργανα. Τα μέλη των τοπικών τραπεζών εκλέγουν τα μέλη των διοικητικών οργάνων των δευτεροβάθμιων ή τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, συμβάλλοντας στο εκδημοκρατισμό ενός κομβικού πυλώνα του εθνικού και ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και επακόλουθα στην αναδιαμόρφωση των ευρύτερων κανόνων της χρηματοπιστωτικής αγοράς υπέρ των πολιτών και δυναμικότερων επενδυτών.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα Δωδεκάνησα έχουν ανάγκη από ένα δικό τους υγειές χρηματοπιστωτικό φορέα που θα μπορεί να προσαρμοστεί στα τοπικά δεδομένα και να στηρίξει έμπρακτα και με ασφάλεια όλα του τα μέλη αλλά κυρίως την ευρύτερη επιχειρηματική αγορά και εν γένει την κοινωνία. Αυτό μπορεί αποφασιστικά να υλοποιηθεί αξιοποιώντας το ήδη υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο και την δυναμική της τοπικής αγοράς. Με μόνη ελπίδα, ότι διδασκόμενοι από το παρελθόν δύναται να αποφευχθούν τα όποια συγκυριακά ή μη σφάλματα και να μπορέσει ο οργανισμός να προσφέρει ουσιαστικά στην ανάπτυξη της περιοχής μας.
Όσον αφορά το χρονικό έναυσμα μίας νέας αρχής, καταδεικνύεται πως οι σημερινές προκλήσεις αποτελούν την ιδανικότερη αφορμή για την αναγέννηση της «δικής μας» νέας Τράπεζας καθώς όλοι ελπίζουμε ότι οι δύσκολες οικονομικές συγκυρίες έχουν σταδιακά έστω παρέλθει και πως η οικονομία της χώρας μπορεί να αρχίσει να σταθεροποιείται με αυτοπεποίθηση και τα Δωδεκάνησα οφείλουν πρώτα να προβούν στο επόμενο βήμα αποτελώντας πρότυπο για τον κινητήριο μοχλό της περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας κάτω από ευρωπαϊκά σύγχρονα ιδεώδη και κανόνες. Θα το τολμήσουμε λοιπόν, ή υποτιμώντας τις πραγματικές μας δυνατότητες θα εθελοτυφλήσουμε και θα απολέσουμε μια τόσο σημαντική ευκαιρία για τον τόπο μας;

 

Πηγή:www.dimokratiki.gr

Την 25η Σεπτεμβρίου 2018 θα συζητηθεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου η αγωγή που υπέβαλε ένας Ροδίτης, διεκδικώντας αποζημίωση από αδικοπραξία από τα μέλη της πρώην διοίκησης της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου.

Ο ενάγων είναι κάτοικος Ρόδου, ο οποίος αγόρασε την 14.05.2009 από την τράπεζα 73 συνεταιριστικές μερίδες (ήδη σήμερα μετά τη διαίρεσή τους – split – 292 μερίδες), με ονομαστική αξία κατά το χρόνο απόκτησής τους, για την κάθε μια εξ αυτών, 137 ευρώ, για την απόκτηση των οποίων κατέβαλε το συνολικό ποσό των 10.001 ευρώ.
Συγχρόνως με την καταβολή του τιμήματος απόκτησής τους πραγματοποιήθηκε και η εγγραφή του, σαν μεριδιούχος – μέλος της συνεταιριστικής τράπεζας.
Περί τα μέσα του μηνός Σεπτεμβρίου 2010, η σύζυγός του παρουσίασε έντονα συμπτώματα ρευματικής νόσου και μετά από εξέτασή της από επίκουρο καθηγητή ρευματολογίας του πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου Κρήτης, διαπιστώθηκε, ότι πάσχει από συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, ασθένεια η οποία είναι χρόνια, δυσίατη, εξελικτική, χρήζει συχνής ιατρικής και εργαστηριακής παρακολούθησης και προκαλεί ανικανότητα εργασίας.
Με βάση την ιατρική αυτή γνωμάτευση και προκειμένου να πιστοποιηθεί επισήμως η πάθησή της, υπέβαλαν την από 11.10.2010 σχετική αίτηση προς την Γενική Διεύθυνση Υγείας Πρόνοιας, της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου με αίτημα να εξετασθεί η σύζυγός του από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή Ρόδου, για τη χορήγηση πιστοποιητικού αναπηρίας.
Εκδόθηκε στην πορεία πιστοποιητικό αναπηρίας, για χρονική διάρκεια ισχύος δύο χρόνια, με προσδιοριζόμενο ποσοστό αναπηρίας της μεγαλύτερο του 67% και ανικανότητα εργασίας.
Λόγω της εξελικτικής τάσης της ασθένειας της συζύγου του, περί τα μέσα του έτους 2012 και μετά από συνεχή παρακολούθησή της διαπιστώθηκε, ότι η κατάστασή της ουδεμία βελτίωση παρουσίασε, με τον πρόσθετο δε λόγο ότι η διάρκεια της γνωμοδότησης αναπηρίας της άνω Υγειονομικής Επιτροπής έληγε την 27.12.2012, αποφάσισαν να υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις και αν χρειασθεί να μεταβούν ακόμη και στο εξωτερικό για το σκοπό αυτό.
Υπό την πίεση του σοβαρού αυτού προβλήματος της υγείας της συζύγου του, το οποίο κατέστησε στην διοίκηση της τράπεζας, με την από 18.06.2012 εξώδικη αίτησή του, απευθυνόμενη προς το διοικητικό συμβούλιο και εκ του πρόσθετου γεγονότος ότι ευρισκόταν ήδη σε πολύμηνη ανεργία κατά το χρόνο εκείνο, άρα και σε πολύ δεινή οικονομική κατάσταση, εζήτησε, όπως με απόφασή τους, κινήσουν τις διαδικασίες αποχώρησής του και ρευστοποίησης των μερίδων του και να του καταβάλουν την αποζημίωση που αντιστοιχεί στις 73 συνεταιριστικές μερίδες που κατείχε με την υπεραξία τους, όπως ορίζεται στο καταστατικό της, με το τέλος της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης, δηλαδή στο τέλος του έτους 2012, με την αιτιολογία, ότι στην απόφασή του αυτή προέβη λόγω σοβαρών προσωπικών προβλημάτων κάνοντας χρήση του άρθρου 8 του καταστατικού της.
Ο ενάγων επισημαίνει ότι η αξία της συνεταιριστικής μερίδας για το έτος 2012 είχε προσδιορισθεί με απόφαση των εναγομένων μελών του διοικητικού συμβουλίου στο ποσό των 142 ευρώ, θα έπρεπε δε συγχρόνως με την αποχώρησή του από τη συνεταιριστική τράπεζα, να του καταβάλουν στο τέλος του έτους 2012 το ποσό των 10.366 ευρώ.
Με την από 30.07.2012 επιστολή της η υπό εκκαθάριση τελούσα Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου, του απάντησε ότι για λόγους που υπαγορεύονται από τις υφιστάμενες συνθήκες, όπως έχουν διαμορφωθεί εξ αιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης και με σκοπό την πρόληψη κινδύνων που αυτές συνεπάγονται για την εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους περιορισμούς κεφαλαιακής επάρκειας, που έχουν τεθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, θέτοντας σε εφαρμογή το άρθρο 64 του καταστατικού της, σε συνδυασμό και με την παρ. 9 του άρθρου 2 του Ν. 1667/1986, αποφάσισε να αναστείλει προσωρινά τις εξαργυρώσεις συνεταιριστικών μερίδων μέχρι και την 30.06.2013.
Ο μεριδιούχος επισημαίνει ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν απαγόρευε στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, να προβούν στη διαδικασία λήψης απόφασης αποχώρησής του και εξαργύρωσης των συνεταιριστικών του μερίδων, όταν μάλιστα ήταν αντιμέτωπος με ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα υγείας της συζύγου του.
Υποστηρίζει επίσης ότι υπήρξαν πράξεις κακοδιαχείρισης των μελών της διοίκησης της συνεταιριστικής τράπεζας. Ισχυρίζεται ακόμη ότι μέλη του διοικητικού συμβουλίου ελάμβαναν την ίδια κρίσιμη περίοδο δάνεια.
Με την αγωγή του αξιώνει αποζημίωση συνολικού ύψους 15.366 ευρώ.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Σ. Αναστασιάδης.
Πηγή:www.dimokratiki.gr
Ακόμη ένα κεφάλαιο στην δικαστική έρευνα γύρω από τους λόγους, που ανακλήθηκε η άδεια της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου και τέθηκε υπό εκκαθάριση άνοιξε μετά την άσκηση διώξεων κατά πρώην μελών του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας για την πράξη της απιστίας από κοινού στην υπηρεσία κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση.

Η ογκώδης δικογραφία που έχει σχηματιστεί έχει ήδη διαβιβαστεί στην Ανακρίτρια Ρόδου.
Η υπόθεση άνοιξε μετά την έκδοση Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, με το οποίο αποφασίστηκε, να μην γίνει κατηγορία εις βάρος 9 μελών του διοικητικού συμβουλίου, δύο γενικών διευθυντών και ενός ειδικού οικονομικού συμβούλου, για την πράξη της απιστίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, με περιουσιακή ζημία άνω των 30.000 ευρώ, που φέρονται να τέλεσαν στη Ρόδο, κατά το χρονικό διάστημα από την 18η Οκτωβρίου 2011 έως 30ή Ιουνίου 2013, εις βάρος ιδρυτικού στελέχους της τράπεζας.
Με εισαγγελική παραγγελία κι αφού ελήφθησαν αντίγραφα της τελευταίας δικογραφίας διαβιβάστηκε στο Πταισματοδικείο Ρόδου παραγγελία να διερευνηθεί τυχόν τέλεση του αδικήματος της απιστίας στην υπηρεσία (εις βάρος των συμφερόντων της τράπεζας) κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων, όπως έγραψε η «δημοκρατική», θεωρούν ότι δεν συντρέχει επ΄ ουδενί η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο διενεργείται η Εισαγγελική έρευνα διότι αναφέρεται συγκεκριμένα σε Νομικά Πρόσωπα του Δημοσίου, ενώ η τράπεζα παρά τον συνεταιριστικό χαρακτήρα της είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και πολύ περισσότερο για τον λόγο ότι για την τέλεση του αδικήματος απαιτείται δόλος σκοπού, που στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται.
Θυμίζουμε ότι η έρευνα στηρίζεται στα διαλαμβανόμενα σε διάταξη της πρώην Αντεισαγγελέως Εφετών Δωδεκανήσου κ. Γεωργίας Δούρου, που έκρινε με επίκληση συγκεκριμένων εγγράφων, ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας, που οδήγησε στην παύση της λειτουργίας της και την θέση της υπό εκκαθάριση, οφείλεται στο ό,τι τα μέλη του Δ.Σ. της Τράπεζας, δεν προέβησαν εγκαίρως στις ενέργειες εκείνες, που ήταν αναγκαίες για τη διόρθωση των οικονομικών μεγεθών, την συγκράτηση των κεφαλαίων και την διάσωσή της.
Μεταξύ άλλων η Εισαγγελέας έκρινε ότι σημαντικός παράγοντας, που συνετέλεσε στην υποκεφαλαιοποίηση της Τράπεζας, υπήρξε η πολύ κακή ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου γενικά και η αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία πιθανολογεί ότι δεν ήταν απότοκος αποκλειστικά της οικονομικής κρίσης, αλλά και της έλλειψης ορθής πιστοδοτικής πολιτικής.
Οι ελεγχόμενοι αρνήθηκαν πλήρως την τέλεση του αδικήματος και δήλωσαν ρητά ότι όλες οι πράξεις που ενήργησαν ήταν σύμφωνες με το ισχύον νομικό και κανονιστικό πλαίσιο και είχαν ως σκοπό την διαφύλαξη της κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας και τη συνέχιση της λειτουργίας της.
Σημείωσαν εξάλλου ότι ουδεμία έκθεση ή πόρισμα έχει εκδοθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ή τον Ειδικό Εκκαθαριστή, που να διαπιστώνει παράβαση των καθηκόντων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ή τέλεση οιουδήποτε αδικήματος.
Τόνισαν επιπλέον ότι η Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου αποτελούσε την τρίτη μεγαλύτερη σε μέγεθος συνεταιριστική τράπεζα της Ελλάδος, μετά την Παγκρήτια Τράπεζα και τη Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων. Την 30.06.2013 το ενεργητικό της ανερχόταν σε 283.220.000 €, οι χορηγήσεις σε 266.410.000 € και οι καταθέσεις της σε 245.628.000 €, ενώ απαριθμούσε 22.525 μέλη και 31.276 πελάτες. Ωστόσο, την τελευταία τριετία λόγω της ύφεσης και της δημοσιονομικής κρίσης παρουσίασε για πρώτη φορά σταθεροποίηση μεγεθών και ζημιογόνες χρήσεις.
Ειδικότερα, η Τράπεζα εμφάνισε για πρώτη φορά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας το έτος 2011, αυτά, δε, οφείλονταν αποκλειστικά στην ύφεση της ελληνικής οικονομίας.
Η Τράπεζα δεν διέθετε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ούτως ώστε να υποστεί ζημίες από την εφαρμογή του PSI, αλλά ούτε και κανένα άλλο «τοξικό» χρηματοοικονομικό προϊόν. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν είχε λάβει κανενός είδους χρηματοοικονομική στήριξη, επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις από το Δημόσιο ή άλλο δημόσιο φορέα, από ΝΠΔΔ ή άλλη τράπεζα.
Επεσήμαναν ακόμη ότι η συνεχής και διαρκώς βαθύτερη χρηματοοικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την πρωτόγνωρη αστάθεια του πολιτικού περιβάλλοντος το έτος 2012 και την επακόλουθη κυπριακή κρίση το 2013 είχαν ως αποτέλεσμα αφενός τη ραγδαία αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, που σταδιακά έφθασαν στο 25% – 30% του συνόλου των δανείων για ολόκληρη την τραπεζική αγορά και αφετέρου την απόσυρση σημαντικού μέρους των καταθέσεων της τράπεζας. Επιπλέον, λόγω της βαθιάς ύφεσης, σημαντικό μέρος των συνεταίρων της Τράπεζας ζητούσαν την εξαγορά των συνεταιριστικών τους μερίδων.
Εξήγησαν εξάλλου ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την έναρξη της χρηματοοικονομικής ύφεσης μέχρι και την ανάκληση της αδείας λειτουργίας της Τράπεζας ήταν σε διαρκή επικοινωνία με την ΤτΕ ενημερώνοντάς την για τα μέτρα που ελάμβανε στο πλαίσιο αντιμετώπισης των προβλημάτων κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας. Ουδέποτε καθ’όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα κατεγράφη ή επισημάνθηκε από την ΤτΕ περιστατικό κακοδιαχείρισης ή παράβασης καθήκοντος.
Ως συνήγοροί τους παρίστανται οι δικηγόροι κκ. Εμμανουήλ Μπεντενιώτης,
Αλέξανδρος Κοντογεωργίου, Μαρία-Χριστίνα Βρούχου, Βασιλική Δεστούνη, Στέργος Λεβέντης και Στ. Κιουρτζής.
Πηγή:www.dimokratiki.gr

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot