Καλή Καθαρά Δευτέρα και Καλή Σαρακοστή: Η Καθαρά Δευτέρα, τα Κούλουμα και το πέταγμα του χαρταετού

Μάρτιος 11, 2019

Πώς πήρε το όνομα της η Καθαρά Δευτέρα – Τα Κούλουμα και ο εορτασμός τους στους Στύλους του Ολυμπίου Διός – Η ιστορία του χαρταετού
Η Καθαρά (ή Καθαρή) Δευτέρα (ή Καθαροδευτέρα), είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής. Όπως γράφει ο Δημήτριος Λουκάτος, τη λένε «Καθαρή», «…γιατί ο χριστιανός «καθαίρεται» ψυχικά και διατροφικά… Βγαίνει στο ύπαιθρο, ακριβώς για να τονίσει την έννοια του καθαρμού… ενώ οι νοικοκυρές καθαρίζουν («ξαρταίνουν») τα σκεύη της κουζίνας (και το σπίτι), για μια νέα περίοδο κατανυκτικής εγκράτειας. Ακόμα και το ψωμί της ημέρας ζυμώνεται νηστίσιμο (σαν τα άζυμα της Π. Διαθήκης), η λαγάνα». Στα «Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης», ο Δ. Λουκάτος, γράφει ότι η Καθαρά Δευτέρα αποτελεί προέκταση της Αποκριάς, ημέρα κλεισίματος της περιόδου του Καρναβαλιού, δισυπόστατη ανάμεσα σ’ αυτό και τη Σαρακοστή, με κοινά στοιχεία κι από τις δύο.

Ένα από τα γνωστότερα, πανελλαδικά, έθιμα της Καθαράς Δευτέρας, είναι το μπουρανί του Τυρνάβου. Εκεί, ομάδες χωρικών, ανάβουν τις πρωινές ώρες στη μέση μιας πλατείας ή ενός σταυροδρομιού μια μεγάλη φωτιά και βράζουν σε μεγάλη χύτρα το φαγητό της Καθαρής Δευτέρας, το λεγόμενο μπουρανί, μια αλάδωτη χορτόσουπα από σπανάκι με λίγο ρύζι και λίγο ξίδι. Ενώ το μπουρανί βράζει στη φωτιά, η παρέα διασκεδάζει πίνοντας και λέγοντας άσεμνα τραγούδια και πειράγματα για όσους τυχαίνει να περνούν από εκεί ή για πρόσωπα της παρέας. Γύρω στη φωτιά και στο μπουρανί στήνεται αποκριάτικος χορός.

Ο μεγάλος Τυρναβίτης φιλόλογος και γλωσσολόγος Αχιλλέας Τζάρτζανος (1873-1946), περιγράφοντας το έθιμο, αναφέρει: «Άμα άκουε κανείς τα τραγούδια αυτά, μπορούσε να λάβει μια ιδέα, τι ήσαν τα φαλλικά και τα άλλα όμοια άσματα των αρχαίων Ελλήνων.

Ο Αχιλλέας Τζάρτζανος, εννοεί τις φαλλικές πομπές των κατ’ αγρούς Διονυσίων, που περιγράφει ο Αριστοφάνης. Μόλις τελειώσει το μαγείρεμα του μπουρανιού, η συντροφιά το παίρνει και πηγαίνει σε κάποια εξοχή. Εκεί κάθονται , τρώνε και πίνουν και συνεχίζουν τα ίδια τραγούδια και άσεμνα πειράγματα, που θυμίζουν τους «γεφυρισμούς» και «τα εξ αμάξης» των αρχαίων ή και προέρχονται από αυτά.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι Τυρναβίτες παραλίγο να πληρώσουν πολύ ακριβά τα έθιμα της Καθαράς Δευτέρας. Συνήθιζαν, όταν γύριζαν από την εξοχή, να κάνουν κάποιον βασιλιά. Του έβαφαν το πρόσωπο μαύρο, του φορούσαν στο κεφάλι ένα φέσι και τον έβαζαν να δικάσει και να τιμωρήσει με πρόστιμα. Έπειτα τον ανέβαζαν σ’ ένα γάιδαρο, ανάποδα, με το πρόσωπο προς την ουρά του ζώου, την οποία του έδιναν να κρατήσει και τον γύριζαν, περνώντας μέσα από την αγορά, με άσεμνα φερσίματα και λόγια. Χειρονομούσαν, κρατώντας φαλλούς από πηλό, ξύλο ή καρότα.

Τέλος, το βράδυ, οδηγούσαν τον «βασιλιά» σε κάποιον νερόλακκο και τον έριχναν μέσα σ’ αυτόν. Όμως, όπως γράφει ο Γάλλος L. Henzey που περιηγήθηκε τη Θεσσαλία το 1858, όταν ακόμα την κατείχαν οι Οθωμανοί: «Οι Τούρκοι, νομίζοντας ότι πρόκειται για σάτιρα σε βάρος του σουλτάνου, ήρθαν μια μέρα με σκοπό να σφάξουν τον βασιλιά των Τυρναβιτών και όλους όσοι αποτελούσαν την ακολουθία του. Ευτυχώς τη φορά εκείνη έτυχε να φοράει καπέλο (αντί για φέσι), το διακριτικό γνώρισμα των Ευρωπαίων στην Ανατολή. Έτσι οι Τούρκοι, αντί να εκτελέσουν τον απαίσιο σκοπό τους, πήραν και αυτοί μέρος στο παιγνίδι, πλήρωσαν μάλιστα και τα πρόστιμα που επέβαλε ο βασιλιάς».

Η Καθαρά Δευτέρα ήταν γνωστή παλαιότερα και ως Σκυλοδευτέρα, λόγω μιας βάρβαρης και απάνθρωπης συνήθειας με θύματα σκύλους.

Σε πολλά μέρη, κρεμούσαν ένα σκύλο από ένα σχοινί που το έδεναν σε δύο στύλους και το έστριβαν γύρω γύρω μ’ ένα στριφτάρι. Όταν το σχοινί αφηνόταν ελεύθερο, ξετυλιγόταν με ορμή, παρασύροντας και τον άτυχο σκύλο που τιναζόταν μακριά. Όπως γράφει ο Γ.Α. Μέγας: «Είναι μάλλον απίθανο αυτός ο βασανισμός των ζώων να έχει σχέση με τις θυσίες των σκύλων, που οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στην Εκάτη, αποβλέποντας στον καθαρμό όπως και οι Ρωμαίοι, κατά τα Lupercalia, γιορτή καθαρτική και ευετηριακή του Φεβρουαρίου».

Πάντως, η Καθαρά Δευτέρα με τα Κούλουμα, το πέταγμα των χαρταετών, τις μεταμφιέσεις και τον γενικά εύθυμο εορτασμό, αποτελεί περισσότερο προέκταση και αποκορύφωμα του χαρούμενου πανηγυρισμού της Αποκριάς, παρά πρώτη μέρα της Σαρακοστής. Ακόμα και η έντονη αθυροστομία και η καυστική σάτιρα που συνδέονται με τους εορτασμούς, γίνονται δεκτά χωρίς ιδιαίτερη ενόχληση από κανέναν.

Οι χαρταετοί

Με την Καθαρά Δευτέρα, είναι στενά συνδεδεμένο και το έθιμο του πετάγματος του χαρταετού. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, το πέταγμα των χαρταετών γινόταν σχεδόν ολόκληρη την περίοδο της Αποκριάς. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, θα θυμούνται οπωσδήποτε και τους… αγώνες για το ποιος αετός θα πάει πιο ψηλά αλλά και την ειδική ορολογία και φρασεολογία που συνοδεύει το πέταγμα του χαρταετού: «αμολάω ή μαζεύω καλούμπα», «κάνω κεφάλι» (κρατώ τον χαρταετό σε όρθια θέση και τον αφήνω στην πρώτη ευνοϊκή πνοή του ανέμου, βοηθώντας αυτόν που θα τον ανυψώσει), «κάνω φανέστρα (από το ιταλ. finestra)», όταν… καταρρίπτω με τον χαρταετό μου έναν άλλο σε μία… μονομαχία στους αιθέρες κλπ. αλλά και τα… βρόμικα μέσα, όπως το δέσιμο ενός ξυραφιού στο κάτω μέρος της ουράς του αετού για να κόψουμε τους σπάγκους άλλων χαρταετών.

Σύμφωνα με μια παράδοση, οι χαρταετοί ανακαλύφθηκαν τον 4ο π.Χ. αιώνα από τον Αρχύτα τον Ταραντίνο, ωστόσο στην πραγματικότητα είναι γνωστοί στους ασιατικούς λαούς εδώ και χιλιάδες χρόνια. Κινέζοι, Γιαπωνέζοι, Κορεάτες και Μαλαισιανοί, θεωρούσαν ότι το πέταγμα του αετού εκτός από διασκέδαση, έχει και έναν θρησκευτικό χαρακτήρα. Πιστεύουν ότι οι αετοί που πετούν νύχτα πάνω από κάποιο σπίτι έχουν τη δύναμη να διώχνουν μακριά τα κακά πνεύματα.

Επίσης, οι αετοί χρησιμοποιήθηκαν και για πρακτικούς σκοπούς. Σύμφωνα με μία παράδοση, ένας Κορεάτης στρατηγός κρέμασε κάποτε σ’ έναν αετό ένα φανάρι ως σύμβολο νίκης για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του, ενώ ένας άλλος στρατηγός χρησιμοποίησε έναν αετό για να περάσει ένα λεπτό σχοινί, πάνω από ένα χείμαρρο. Με τη βοήθεια του σχοινιού, έσυρε πάνω από τον χείμαρρο ένα παλαμάρι, το οποίο στη συνέχεια αποτέλεσε τη βάση για την κατασκευή μιας γέφυρας.

Είναι γνωστό και το πείραμα του Βενιαμίν Φραγκλίνου, ο οποίο το 1752 κρέμασε ένα μεταλλικό κλειδί από τον σπάγκο ενός χαρταετού και με την έλξη των ηλεκτρικών φορτίων του αέρα κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας, απέδειξε την ηλεκτρική φύση της αστραπής. Η κατασκευή χαρταετών για παιχνίδι, ξεκίνησε στους νεότερους χρόνους από τη Γαλλία (17ος-19ος αι.) και από εκεί διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη και την Αμερική.

Οι Γάλλοι που έμεναν στη Μικρά Ασία, διέδωσαν το παιχνίδι του χαρταετού στα ελληνόπουλα της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης και της Χίου. Ακολούθησαν η Σύρος, η Πάτρα, τα Επτάνησα και τελικά το πέταγμα του χαρταετού έγινε πανελλαδικό.

Οι καλύτερες τοποθεσίες για το πέταγμα του χαρταετού είναι ανοιχτοί χώροι όπου ο άνεμος πνέει σταθερά. Η ιδανική ταχύτητα του ανέμου είναι 13-32 Km/h. Όσοι προτιμάτε να φτιάχνετε μόνοι σας τον χαρταετό που θα πετάξετε, να προσέχετε τα ζύγια, την ουρά, τα σκουλαρίκια, αλλά κυρίως… τις γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης!

Τα Κούλουμα και ο εορτασμός τους στην Αθήνα-Ο ναός του Ολυμπίου Διός

Τα Κούλουμα, είναι ο εθιμικός εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας με ομαδική έξοδο και διασκέδαση στο ύπαιθρο. Για την ετυμολογία της λέξης, υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η επικρατέστερη, ετυμολογεί τη λέξη από τη λατινική cumulus (σωρός, κορυφή), με αναγραμματισμό (culumus). Με βάση αυτή την εκδοχή, τα κούλουμα σημαίνουν τα άφθονα νηστίσιμα που απλώνονται μπροστά στις παρέες των πανηγυριστών και εκδρομέων.

Ο Δ. Καμπούρογλου, συνδέει τη λέξη κούλουμα με τη λέξη κολόνα (λατ. columna). Υπάρχει τέλος και η εκδοχή ότι η λέξη κούλουμα παράγεται από την αλβανική colum, που σημαίνει «καθαρός». Ο Δημήτριος Καμπούρογλου γράφει για τα κούλουμα ότι «αρχικώς επρόκειτο περί της Παναθηναϊκής πανηγύρεως των εγκαινίων του Ολυμπιείου από τον Αδριανόν, και ότι, όπως συμβαίνει εις κάθε μεγαλοϊστορικόν γεγονός να εορτάζονται αι επέτειοί του, εξηκολούθουν να πανηγυρίζουν τα Αδριάνεια, μέχρις ότου συνέπεσαν ταύτα με κάποιαν Καθαράν Δευτέραν και έκτοτε αρχικώς μεν συνυφάνθησαν, κατόπιν δε ο μεν Αδριανός ελησμονήθη, αλλ’ όχι και το αρχόμενον μαρτύριον της Μεγάλης Σαρακοστής». Υπάρχει γενικότερα η άποψη ότι τα Κούλουμα ήταν αποκλειστικά αθηναϊκή γιορτή που γινόταν στον χώρο γύρω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός(ή Ολυμπιείο). «Μασκαράδες και πολίται στις Κολόνες (ενν. Στύλους του Ολυμπίου Διός) να βρεθείτε», τραγουδούσε ο λαός.

Οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός, οι «Κολόνες», όπως τις έλεγαν οι παλιοί Αθηναίοι, ήταν από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ως την περίοδο του Μεσοπολέμου το σημείο εορτασμού της Καθαράς Δευτέρας. Ο ναός ξεκίνησε να κατασκευάζεται τον 6ο π.Χ. αιώνα από τον Πεισίστρατο, δεν ολοκληρώθηκε όμως. Ο Βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής, προσπάθησε να τον αποπερατώσει το 174 π.Χ. – 163 π.Χ., δεν μπόρεσε όμως να το κάνει λόγω του θανάτου του. Τελικά, το έργο ολοκληρώθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό, το 125-130 μ.Χ. Τα εγκαίνια του έγιναν το 132 μ.Χ. παρουσία του ίδιου του Αδριανού. Ο αρχικός ναός, είχε 104 κορινθιακούς κίονες. Στην αρχή της τουρκοκρατίας, είχαν μείνει 17 κίονες.

Το 1759, ο βοεβόδας της Αθήνας Τζισταράκης, γκρέμισε έναν απ’ αυτούς και τον ασβεστοποίησε προκειμένου να κατασκευάσει το ομώνυμο τζαμί στο Μοναστηράκι! Ο σουλτάνος όταν το έμαθε, τον τιμώρησε με αφαίρεση του αξιώματός του. Άλλη μια κολόνα έπεσε εξαιτίας μιας σφοδρής θύελλας τη νύχτα της 14ης Οκτωβρίου 1852. Οι Αθηναίοι που πίστευαν ότι η καταστροφή αρχαίων μνημείων αποτελούσε προμήνυμα συμφορών, συνέδεσαν την πανώλη του 1792 με το γκρέμισμα της κολόνας το 1759 και την επιδημία χολέρας του 1854 με την πτώση του άλλου κίονα το 1852. Κάποιος αλλοδαπός προσπάθησε ν’ αγοράσει τον στύλο που έπεσε το 1852, αλλά όπως γράφει ο Charles Tuckerman, ο πρώτος πρέσβης των Η.Π.Α. στη χώρα μας: «…η εποχή της τουρκικής αδηφαγίας ώχετο απιούσα, η δε Ελλάς κατ’ ουδένα λόγου παραπείθεται εις δευτέραν βεβήλωσιν των λειψάνων της». Γύρω απ’ το ναό, υπήρχαν αλώνια. Μετά την απελευθέρωση στον χώρο του Ολυμπιείου λειτούργησε ασβεστοκάμινος, όπου ασβεστοποιούσαν, κυρίως, πεσμένα μέρη του ναού!

Το 1838 η περιοχή ήταν ερημική. Στις 24 Αυγούστου εκείνου του έτους, τσακάλια επιτέθηκαν σε παρέα νεαρών κοντά στο ναό, ενώ στις 3 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, περιφερόταν σ’ αυτήν ένας λύκος! Όσο για το κτίσμα που φαίνεται στις εικόνες του Ολυμπιείου από τον 19ο αιώνα, στο επιστύλιο του ναού, ήταν η σκήτη ενός στυλίτη (μοναχού που ασκήτευε σε στύλο). Δίπλα στο ναό του Δία, είχε χτιστεί επί τουρκοκρατίας χριστιανικός ναός, ο Άγιος Ιωάννης στις Κολόνες (για εικόνες του, δείτε το άρθρο μας για τις μεσαιωνικές εκκλησίες της Αθήνας, στις 9/3/2019).

Λέγεται ότι ο στυλίτης μπορούσε να ανεβοκατεβαίνει στη σκήτη του στηριζόμενος στη σκεπή του Άγιου Ιωάννη. Δύο φορές τη μέρα κρεμούσε το καλάθι του και οι Αθηναίοι έβαζαν σ’ αυτό τροφή και νερό. Κατά καιρούς υπήρξαν μιμητές του, ένας από αυτούς μάλιστα, ήταν Τούρκος. Επειδή εξαφανίστηκε και δεν βρέθηκαν ποτέ τα οστά του, πιθανότατα κάποτε κατέβηκε από τους στύλους αλλά δεν ξανανέβηκε. «… κελίον ερημίτου μένει έτι όρθιον επί των ερειπίων αυτού (ενν. του Ολυμπιείου). Άθλιον εκ γύψου οικητήριον αίρεται εις ύψος επί δύο μαρμαρίνων στηλών…», γράφει ο Σατομπριάν στο «Οδοιπορικόν» του. Η σκήτη του στυλίτη, σωζόταν ως τη δεκαετία του 1870.

Πηγές: Δημ Σ. Λουκάτος, «Πασχαλινά και της Άνοιξης», εκδόσεις Φιλιππότης, 1980.

Δημ. Σ Λουκάτος, «Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης», εκδόσεις Φιλιππότης, 1985.

Γ.Α. Μέγας, «ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ», ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ», 2007 (έκτη έκδοση).

Θανάσης Γιοχάλας – Τόνια Καφετζάκη, «ΑΘΗΝΑ – Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» Βιβλιοπωλείων της ΕΣΤΙΑΣ, Πέμπτη Έκδοση, Μάρτιος 2017. Από το βιβλίο αυτό αντλήσαμε τα περισσότερα στοιχεία για τον ναό του Ολυμπίου Διός.

Δ.Γ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ», εκδόσεις ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ, 2013.

ferriesingreece2

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot