Η αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη, δικηγόρου πολιτικής αγωγής των Αιγύπτιων αλιεργατών, τον Ιανουάριο του 2020, αναδεικνύει τις πρακτικές της Χρυσής Αυγής.
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης ανέφερε: «Θέλω να επισημάνω ότι ήταν πολύ σημαντική η προσέλευση των μαρτύρων. Σε όλες τις υποθέσεις. Ειδικά στη δική μας περίπτωση, η προσέλευση των Αιγύπτιων αλιεργατων, ανθρώπων που ειναι ξενοι, σε μια ξενη χωρα, που δεν ηρθαν εδω για φασαρίες ούτε γι να κανουν πολιτικό αγωνα. Ηρθαν για το μεροκάματο. Ηταν σημαντικο οτι βρήκαν το θαρρος, αφυλαχτοι, επωνυμοι, να σταθούν και να δειξουν. Απο αυτη την άποψη αν κάτι μας κρατησε σε αυτη την πολύχρονη διαδικασία, ήταν οτι γνωρίσαμε συμπολίτες μας που στάθηκαν όρθιοι, τη δύσκολη στιγμή. Σας είπε ο κ. Γκούτης, «όταν δεν τους ειχαν πιασει ακομα, όλη η γειτονιά μου ήταν μαγκωμένη. Με το που τους πιάσανε, ήρθαν όλοι και μου είπαν τους πιάσανε επιτέλους, καλά τους κάνανε». Το δύσκολο κ. Πρόεδρε είναι όταν είσαι μόνος. Όταν δεν νιώθεις να έχεις τις πλάτες της κοινωνίας δεδομένες. Η κυρία Ανδρομάχη Παπαζήση, που στάθηκε μπροστά στους φουσκωτούς με τον βουλευτή τους, τον Μπαρμπαρούση, ήταν τόσο μόνη. Κι όμως είπε την επόμενη μέρα, που έγινε θέμα, «μ’ αγκάλιασε όλο το Μεσολόγγι».
Πιο σημαντικές θεωρώ ότι ήταν οι δύο φοιτήτριες, η Δήμητρα Ζώρζου και η Παρασκευή Καραγιαννίδου. Δυο νέες κοπέλες που βρεθηκαν τυχαία σ’ ένα παγκάκι να λένε τα δικά τους και κατέληξαν να γίνουν αυτόπτες μαρτυρες της σημαντικότερης πολιτικής δολοφονίας της γενιάς μας, τουλάχιστον των τελευταίων δεκαετιών. Και δεν φοβήθηκαν να δώσουν το όνομά τους και θυμόσαστε ότι οι αστυνομικοί ότι έκαναν έκκληση, αλλά πολύ λίγοι το έκαναν, απο πολύ κόσμο που το είχε δει, γιατί το έγκλημα έγινε «σε δημόσια θέα». Και κάνανε αυτό το βήμα και τους είμαστε ευγνώμονες γι΄αυτό.
Στις πολλές ώρες αναμονής αυτής τη δίκης, μαθαίναμε πράγματα. Ένα από αυτά ήταν μια συνομιλία που ειχε τυχαία, μεταγενεστερα, η μητέρα της Παρασκευής Καραγιαννίδου με την κυρία Φύσσα. Το βράδυ εκείνο, η Καραγιαννίδου επικοινώνησε με τη μητέρα της για να της πει οτι είναι σε ένα αστυνομικό όχημα, ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας μιας δολοφονίας και ότι πάει να καταθέσει. Και η μητέρα της είπε τότε: «κατέβα τωρα από το αυτοκίνητο όπου κι αν είσαι, πάρε ενα ταξί και γύρνα σπίτι σου»,. Και η Καραγιαννίδου της απάντησε: «αν ήταν κάτω πεσμένος ο αδελφός μου, θα έλεγες το ίδιο;». Και την αψήφησε. Και πήγε και κατέθεσε. Τι φοβερό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Να έχεις κάνει ενα παιδί, ενα κορίτσι, να μεγαλώνει, να γίνεται μια νέα κοπέλα, να ενηλικιώνεται, να έρχεται η ωρα να απογαλακτιστεί, να σε αψηφήσει. Και να χτυπαει το τηλεφωνο μετα τα μεσανυχτα, να ακούς το παιδί σου να σου λεει οτι χύθηκε αίμα, ότι εχει εμπλακεί σ αυτή την ιστορία και ότι πάει να καταθέσει. Και να σε αψηφάει έτσι. Σε μια τέτοια περίπτωση. Τι φόβο θα πρέπει να ένιωσε αυτή η μάνα εκείνο το βράδυ. Αλλά και τι καμάρι.
Δεν ξέρουμε για σας κ. Πρόεδρε, αλλά για εμάς αυτές οι δυο νεαρές κοπέλες είναι ο λόγος που μπορούμε να κοιμόμαστε τα βράδια. Μέσα σε ένα ζοφερό τοπίο, για την κοινωνία, για τον κόσμο, αυτές οι δύο νεαρές κοπέλες εκτέλεσαν τα πολιτικά τους καθήκοντα, με την πραγματική έννοια του όρου «πολιτικά». Γιατί εκείνη την άγρια νύχτα, δεν έδρασε μονο ο κοσμος των λύκων, γιατί αγέλη λύκων ηταν αυτοι που χύμηξαν πάνω στον Παύλο Φύσσα. Αλλά έδρασε, αναδύθηκε και ο κόσμος των μελισσών, ο κόσμος της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, ο κόσμος που βλέπει κάτω πεσμένο εναν άνθρωπο και δεν λέει «να ένας ξένος», αλλά λέει «να ο αδελφός μου». Γι’ αυτό τον λόγο περισσότερο από κάθε άλλο μάρτυρα, στην περίπτωση αυτών των δύο νεαρών γυναικών, καλείστε όχι μόνο να κρίνετε την αξιοπιστία τους, αλλά καλείστε κυρίες και κύριοι δικαστές να τοποθετηθείτε: Κι εσείς κ. Πρόεδρε, με ποιόν είστε. Με τις μέλισσες ή με τους λύκους;».