Με την ενεργειακή κρίση να βαθαίνει και την ανάγκη για μέτρα στήριξης των νοικοκυριών λόγω της ακρίβειας να είναι περισσότερο από επιτακτική, η κυβέρνηση ετοιμάζεται για νέο «πακέτο» μέτρων, το οποίο θα ξεδιπλωθεί από τον επόμενο μήνα, καθώς για τον Απρίλιο δεν προβλέπεται τίποτα άλλο πέρα από τις παρεμβάσεις που ήδη υλοποιούνται.
Εφαρμόζονται τα ήδη ψηφισμένα μέτρα, όπως είναι η «επιταγή ακρίβειας», ποσό το οποίο θα καταβληθεί στους δικαιούχους την επόμενη εβδομάδα, η τρίμηνη επιδότηση καυσίμων (είναι θέμα ημερών η λειτουργία της πλατφόρμας), η επιδότηση των 200 ευρώ για τα ταξί καθώς και άλλα μικρότερης …εμβέλειας μέτρα, πέρα από την επιδότηση των λογαριασμών του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου.
Όπως αναφέρει η ΕΡΤ, μέχρι το τέλος του μήνα αναμένεται και η ανακοίνωση για την αύξηση του κατώτατου μισθού, η αναπροσαρμογή του οποίου δεν αποκλείεται να φθάσει ακόμα και το 8%.
Αυτά τα μέτρα ουσιαστικά έχουν …προεξοφληθεί και το ενδιαφέρον εστιάζεται τώρα στα νέα μέτρα τα οποία θα πρέπει να «χωρέσουν» στο στενό δημοσιονομικό πλαίσιο.
Ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός των 2,6 δισ. ευρώ που ψηφίστηκε αυτή την εβδομάδα από τη Βουλή δεν φαίνεται να φθάνει για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες και το πιθανότερο είναι να κατατεθεί το επόμενο διάστημα και δεύτερος συμπληρωματικός προϋπολογισμός με επιπλέον δαπάνες 1 -1,5 δισ. ευρώ.
Ποια νέα μέτρα είναι στο «τραπέζι»
Το νέο πακέτο των αντισταθμιστικών μέτρων που βρίσκεται πάνω στο “τραπέζι” προβλέπει:
-Την επέκταση και τους επόμενους μήνες και ενδεχομένως αν απαιτηθεί και αύξηση του ποσού της επιδότησης στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος για οικιακούς καταναλωτές και επιχειρήσεις προκειμένου να αποσβεστεί μέρος της πληθωριστικής ζημιάς. Μάλιστα υπάρχουν και εισηγήσεις ακόμα και πλήρη κάλυψη των αυξήσεων στα τιμολόγια για ευάλωτα νοικοκυριά με συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και για ορισμένο χρονικό διάστημα.
– Τη διατήρηση της επιδότησης για το πετρέλαιο κίνησης και το Μάιο.
– Πρόσθετες ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα για την κάλυψη του κόστους σε λιπάσματα, ζωοτροφές κ.α
– Τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ από το 13% στο 6% σε συγκεκριμένα είδη διατροφής όπως δημητριακά και σπορέλαιο ενώ ένα άλλο σενάριο προβλέπει ακόμη και μηδενικό ΦΠΑ. Λόγω του υψηλού δημοσιονομικού κόστους που υπολογίζεται από 140-300 εκατ. ευρώ και της αμφιβόλου αποτελεσματικότητας το μέτρο αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από το οικονομικό επιτελείο αλλά οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν έως το τέλος του μήνα ανάλογα με τις εξελίξεις στο μέτωπο των τιμών και τα περιθώρια του προϋπολογισμού.
Υπ. Οικονομικών: Η πραγματικότητα για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές
-Την παράταση έως το τέλος του 2022 του μειωμένου ΦΠΑ στην εστίαση, τον τουρισμό και τις μεταφορές με κόστος 250 εκατ. ευρώ με στόχο την στήριξη των συγκεκριμένων κλάδων Σημειώνεται ότι με βάση το ισχύον πλαίσιο το ευνοϊκό καθεστώς λήγει στο τέλος Ιουνίου.
– Την επιτάχυνση των διαδικασιών για την εκταμίευση κονδυλίων από κοινοτικά προγράμματα για επιχορηγήσεις σε επαγγελματίες και επιχειρήσεις καθώς και των επιστροφών ΦΠΑ για την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά.
Μονόδρομος τα νέα μέτρα
Τα νέα μέτρα αποτελούν ουσιαστικά μονόδρομο για την κυβέρνηση, καθώς οι καταναλωτές βρίσκονται πλέον εγκλωβισμένοι σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού ο οποίος κινείται μόνο ανοδικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Μάρτιο «σκαρφάλωσε» στο 8,9%, από 7,2% που «έτρεχε» τον Φεβρουάριο, πλήττοντας ισχυρά, νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Αναθεωρούνται οι στόχοι για ΑΕΠ, έλλειμμα και πληθωρισμό
Το οικονομικό επιτελείο μάλιστα, προετοιμάζεται να αναθεωρήσει καθοδικά το ρυθμό ανάπτυξης στο 3% από 4,5% με τις νέες προβλέψεις για το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που θα αποστείλει εντός των ημερών στην Κομισιόν και να ανεβάσει το μέσο ετήσιο πληθωρισμό στο 5,5% όταν σε επίπεδο εναρμονισμένου δείκτη προέβλεπε τον περασμένο Νοέμβριο μόλις 0,8%.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, δύσκολη θεωρείται και η επίτευξη του στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ φέτος. Το πιθανότερο είναι ότι ο «πήχης» θα μετακινηθεί προς το 2% ενώ για το 2023 θα υποχωρήσει κοντά στο 0,8% με 1% του ΑΕΠ.
Όλα αυτά εφόσον δεν προκύψουν νέες ουσιαστικές ανατροπές στο διεθνές σκηνικό. Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ περιέγραψε στην τελευταία συνεδρίαση του Δ.Σ. ένα σκηνικό έντονης αβεβαιότητας εκκινώντας από τις τιμές της ενέργειας και την εξέλιξη του πολέμου έως τις διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και τους κινδύνους της πανδημίας.
Και ενώ η Ελλάδα ετοιμάζεται να εξέλθει εφέτος από την ενισχυμένη εποπτεία δεν παύει να «κυνηγάει» από το 2023 υψηλούς δεσμευτικούς δημοσιονομικούς στόχους.
Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας που θα σταλεί τέλος Απριλίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τελεί υπό διαμόρφωση, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 θα τοποθετηθεί -όπως προαναφέρθηκε- στην περιοχή του 1% του ΑΕΠ.
Ωστόσο τα δύσκολα θα αρχίσουν από το 2024, καθώς οι στόχοι κλιμακώνονται στη βάση της Συμφωνίας του 2018, η οποία προβλέπει 2,2%-2,3% πρωτογενές αποτέλεσμα έως το 2060 που θα έχει αποπληρωθεί το 75% του ελληνικού χρέους προς τον ESM.
Στο τραπέζι της Κομισιόν βρίσκεται και ένα πιο προχωρημένο σενάριο για 3% του ΑΕΠ πλεόνασμα τα πρώτα χρόνια, με αισθητή αποκλιμάκωση στη συνέχεια ώστε να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία.
Όλες οι υποθέσεις εργασίας με τα πλεονάσματα έχουν κοινό παρονομαστή το ελληνικό χρέος, με το βάρος να πέφτει στη βιωσιμότητά του μετά το 2030 που αποτελεί έτος-σταθμό για τoν ESM.
Με δεδομένο ότι οι ενοποιημένοι τόκοι της Γενικής Κυβέρνησης ανέρχονται σε 4,736 δισ. ευρώ ή στο 2,5% του ΑΕΠ, θεωρητικά ο πήχης για τα πλεονάσματα δεν μπορεί να είναι κατώτερος από αυτά τα επίπεδα για να μπορεί ο προϋπολογισμός να εξυπηρετεί τις δαπάνες χωρίς να τραβάει από το «μαξιλάρι» των εσόδων. Βέβαια ρόλο – κλειδί στην «εξίσωση» έχει η παράμετρος του ΑΕΠ καθώς όσο μεγαλύτερη είναι η ανάπτυξη, κατά το ίδιο ποσοστό διασφαλίζεται και η επιτυχία των δημοσιονομικών στόχων. Δεύτερη κρίσιμη παράμετρος είναι ο πληθωρισμός που έχει αυξήσει τα επιτόκια και τα κόστη δανεισμού στις οικονομίες του πλανήτη και στην ελληνική.
Το σενάριο για 2,5% του ΑΕΠ πλεόνασμα δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, ενώ μόνο τυχαία δεν ήταν η θέση του επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, που υποστήριξε ότι «είναι σημαντικό το πρωτογενές πλεόνασμα να παραμείνει πολύ κοντά στα συμφωνηθέντα επίπεδα».