Σε περιορισμό της δυνατότητας πληρωμής με άτοκες δόσεις προβαίνουν αρκετά λιανεμπορικά καταστήματα είτε με δική τους απόφαση είτε με απόφαση των τραπεζών με τις οποίες συνεργάζονται, μετά την επιβολή των ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων.
Πρόκειται για μια από τις αρκετές «προληπτικού» τύπου πρακτικές που παρακολουθούμε να εφαρμόζονται στην αγορά τον τελευταίο μήνα, μια αγορά που λειτουργεί στη λογική του «ο φόβος φυλάει τα έρμα». Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται κυρίως στην κατηγορία των καταστημάτων πώλησης ηλεκτρικών συσκευών και γενικότερα ειδών οικιακού εξοπλισμού, κλάδος που έχει υποστεί βαρύτατο πλήγμα τα τελευταία πέντε χρόνια λόγω της συρρίκνωσης του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος.
Αυτό που συμβαίνει, λοιπόν, σε μερίδα του λιανεμπορίου τις τελευταίες εβδομάδες είναι κατ’ αρχάς να μειώνουν οι εταιρείες τον αριθμό των ειδών που μπορεί ο καταναλωτής να αγοράσει με άτοκες δόσεις. Αυτό, μάλιστα, παρατηρείται ακόμη και στις περιπτώσεις σχετικά υψηλής αξίας προϊόντων, άνω των 400 ευρώ, τα οποία μάλιστα οι εταιρείες διαφημίζουν στους καταλόγους των προσφορών τους.
Υπάρχουν, δε, γνωστές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην κατηγορία των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας οι οποίες πλέον δεν προσφέρουν τη δυνατότητα άτοκων δόσεων για κανένα από τα είδη που πωλούν.
Εάν ο καταναλωτής επιλέξει να πληρώσει με δόσεις, τότε θα επιβαρυνθεί με τόκο, ανεξαρτήτως του αριθμού των δόσεων. Πρόκειται για εταιρείες που μέχρι πρόσφατα έφταναν να προσφέρουν ακόμη και τη δυνατότητα πληρωμής με 40 άτοκες δόσεις, αλλά που πλέον έχουν καταργήσει όχι μόνο τη συνήθη πρακτική της πληρωμής έως 24 άτοκες δόσεις, αλλά της επιβάρυνσης ακόμη και όταν επιλεγεί η πληρωμή σε δύο δόσεις.
Το άλλο φαινόμενο που παρατηρείται και το οποίο οφείλεται στην πολιτική που ακολουθούν οι συνεργαζόμενες τράπεζες είναι να μην υπάρχει δυνατότητα πληρωμής με δόσεις (όχι μόνο άτοκες, αλλά συνολικά) εάν η πιστωτική κάρτα του καταναλωτή έχει εκδοθεί από συγκεκριμένα τραπεζικά ιδρύματα.
Ακόμη πιο περιορισμένες είναι οι δυνατότητες των καταναλωτών όταν επιλέγουν αυτή την περίοδο να πραγματοποιήσουν αγορές μέσω Διαδικτύου και επιθυμούν να πληρώσουν με άτοκες δόσεις κάνοντας χρήση πιστωτικής κάρτας. Από την έρευνα που κάναμε, διαπιστώσαμε ότι αυτή η δυνατότητα παρέχεται το τελευταίο διάστημα μόνο όταν οι αγορές γίνονται από το συμβατικό κατάστημα της αλυσίδας και όχι εξ αποστάσεως, μέσω του ηλεκτρονικού της καταστήματος.
Οι παραπάνω αλλαγές, αλλαγές που βεβαίως δεν αφορούν το σύνολο της αγοράς, αλλά εξαρτώνται από την πολιτική που εφαρμόζει κάθε επιχείρηση καθώς και την οικονομική της θέση στην παρούσα συγκυρία, δεν είναι οι μόνες στα συναλλακτικά ήθη και στις καταναλωτικές συνήθειες.
Πλέον σύνηθες παράδειγμα ήταν αυτό που παρατηρήθηκε ειδικά τις πρώτες ημέρες των capital controls, της μη αποδοχής πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών από μερίδα επιχειρήσεων (υπολογίζεται ότι πρόκειται για περίπου 13%) και μάλιστα όχι μόνο του κλάδου των πρατηρίων καυσίμων.
Ενδεικτικό, επίσης, της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά, ειδικά μάλιστα το διάστημα που δεν λειτουργούσαν τα υποκαταστήματα των τραπεζών, είναι η ανάπτυξη δύο εκ διαμέτρου αντίθετων πρακτικών στις σχέσεις πελατών-προμηθευτών. Ετσι, λοιπόν, σύμφωνα και με την πρόσφατη έρευνα της Endeavor Greece, ένα 45% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα ως μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης ρευστότητας έχει λάβει μεταξύ άλλων την καθυστέρηση των πληρωμών προς τους προμηθευτές. Από την άλλη, ωστόσο, ένα 40% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι έχει προχωρήσει στην αποπληρωμή των προμηθευτών. Πίσω από τη στάση αυτή κρύβεται ο φόβος που ακόμη υπάρχει σε σημαντική μερίδα πολιτών και επιχειρήσεων για «κούρεμα» καταθέσεων ή μετάβαση στη δραχμή. Ακριβώς για τον ίδιο λόγο, να μη μείνει δηλαδή «ο μουντζούρης στο χέρι», αρκετοί καταναλωτές προέβησαν τις ημέρες αυτές στην αγορά ακριβών ειδών, ακόμη και αυτοκινήτων. Στην περίπτωση μάλιστα της αγοράς αυτοκινήτων παρατηρήθηκε το φαινόμενο να σπεύδουν οι αγοραστές να προεξοφλούν το σύνολο του τιμήματος.
Στο ίδιο πνεύμα, υπήρξαν ελληνικές επιχειρήσεις με εξαγωγική δραστηριότητα οι οποίες ζήτησαν από τους πελάτες τους στο εξωτερικό (για παράδειγμα επιχειρήσεις τροφίμων που συνεργάζονται με ξένες αλυσίδες σούπερ μάρκετ) να μην τους πληρώσουν, παρά μόνο εάν διέθεταν λογαριασμούς και σε ξένες τράπεζες.
Η αγορά αν μη τι άλλο έδειξε για ακόμη μία φορά ότι διαθέτει αρκετή ευελιξία έτσι ώστε να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες. Ωστόσο, όταν οι έκτακτες συνθήκες, όπως είναι αυτές που ζούμε τώρα, προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά μόνιμης κατάστασης, τότε θα δούμε για ακόμη μία φορά τα τελευταία χρόνια ριζικές ανακατατάξεις στον επιχειρηματικό χάρτη της χώρας, αλλά και δραστικές αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες.
Καθημερινή