Υπάλληλος εισπρακτικής: «Καλησπέρα σας επικοινωνώ από την εταιρεία D......... A.E για λογαριασμό της τράπεζας ............. . Σας ενημερώνω ότι η συνομιλία μας καταγράφεται. Επικοινωνώ για την καταβολή καθυστερημένων δόσεων του δανείου που έχετε λάβει. Πότε θα μπορέσετε να τις πληρώσετε;
Οφειλέτης: Συγνώμη κυρία μου αλλά βρίσκομαι σε νοσοκομείο. Έχω εγχειριστεί, μπορείτε να πάρετε την άλλη εβδομάδα.
Υπάλληλος εισπρακτικής: Δεν μπορώ να το ξέρω εγώ αυτό. Πρέπει να μου πείτε πότε θα μπορέσετε να πληρώσετε έστω μία δόση.
Οφειλέτης: Σας είπα κυρία μου δεν μπορώ τώρα, είμαι στο νοσοκομείο, πάρτε σε 10 μέρες.
Υπάλληλος εισπρακτικής: Πρέπει να μου απαντήσετε κύριε...
Οφειλέτης:.................... (αγανακτισμένος το κλείνει)
Η υπάλληλος συνεχίζει να καλεί και τις επόμενες ημέρες από άλλες τηλεφωνικές συνδέσεις, αλλά ο εγχειρισμένος οφειλέτης δεν απαντά. Όταν ανάρρωσε κινήθηκε δικαστικά εναντίον εταιρείας και τράπεζας, ενώ προσκόμισε τα αποδεικτικά στοιχεία από τη εγχείρηση που υπεβλήθη και τη νοσηλεία του σε δημόσιο νοσοκομείο. Και δεν ήταν ο μόνος αλλά τουλάχιστον 120 δανειολήπτες, οφειλέτες και οφειλέτριες, κατέφυγαν στην δικαιοσύνη, στην Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Καταναλωτή και την Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ.. Οι «κακοπληρωτές» στο πλαίσιο δύο παραγγελιών προκαταρκτικής εξέτασης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, οι οποίες ανατέθηκαν σε αξιωματικούς του Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, κατονόμασαν συγκεκριμένες εταιρείες, τραπεζικά ιδρύματα και δικηγορικά γραφεία. Η προκαταρκτική αφορούσε τη διερεύνηση τέλεσης των αδικημάτων της εκβίασης, παράνομης βίας και περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Η δικογραφία, μέρη της οποίας παρουσιάζει ο «Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής» ολοκληρώθηκε στις 7 Μαρτίου 2016 και διαβιβάστηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα.
Κλιμάκωση απειλών
Η έρευνα των αστυνομικών, παραγγέλθηκε με το πέρας τηλεοπτικής εκπομπής του δημοσιογράφου Αντώνη Σρόϊτερ, η οποία προβλήθηκε στον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA την 05-12-2013, με θέμα «Εισπρακτικές εταιρείες που επικοινωνούν με τους δανειολήπτες και τα δικηγορικά γραφεία που λειτουργούν ως εισπρακτικές εταιρείες».
Οι αστυνομικοί του τμήματος Δίωξης Εκβιαστών εξέτασαν ενόρκως τους 120 μάρτυρες, που κατάφεραν να εντοπίσουν, οι οποίοι είχαν υποβάλει μηνύσεις ή είχαν κάνει έγγραφες διαμαρτυρίες προς τις αρμόδιες αρχές. Τουλάχιστον 20 πολίτες δεν θέλησαν να καταθέσουν από... φόβο, ενώ κάποιοι όπως διαπιστώθηκε είχαν μετοικίσει σε χώρες του εξωτερικού για να ξεφύγουν! Οι μάρτυρες στην πλειοψηφία τους, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, κατονόμασαν συνολικά 12 εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, 8 τράπεζες, 18 δικηγορικά γραφεία και 11 ακόμη εταιρείες.
Στις καταθέσεις τους περιγράφουν την κλιμάκωση των απειλών εναντίον των ιδίων και συγγενικών τους προσώπων. «Με έπαιρναν στο κινητό, στο σπίτι. Έφθασαν στο σημείο να τηλεφωνούν σε συγγενείς μου ακόμη και σε συναδέλφους στη δουλειά μου, δημοσιοποιώντας σε αυτούς τις οφειλές μου και την καθυστέρηση των πληρωμών μου. Τους έλεγαν μάλιστα, αν με δουν, να μου πουν να επικοινωνήσω μαζί τους» καταθέτει χαρακτηριστικά ένας από τους οφειλέτες.
Ένας άλλος οφειλέτης καταθέτει: «Μου έλεγαν ότι θα αυξηθούν οι τόκοι αν δεν πληρώσω και ότι θα με κυνηγήσουν δικαστικά. Άλλες φορές με απειλούσαν ότι θα χάσω την δική μου κινητή και ακίνητη περιουσία αλλά και συγγενικά μου πρόσωπα και ότι θα βγουν διαταγές πληρωμής και θα γίνουν κατασχέσεις».
Ορισμένοι από τους δανειολήπτες έδωσαν και τηλεφωνικούς αριθμούς μέσω των οποίων δέχονταν τις τηλεφωνικές «απειλές», με τους αστυνομικούς να αιτούνται την χορήγηση στοιχείων κατόχων από τις εταιρείες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας για τις οποίες έλαβαν τις σχετικές απαντήσεις, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην από 28-12-2015 Έκθεση Ανάλυσης Τηλεφωνικών Επικοινωνιών σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφίας.
Μετά τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τις απαντήσεις των εταιρειών τηλεφωνίας, εξετάστηκαν χωρίς όρκο σχετικά με τα καταγγελλόμενα οι υπεύθυνοι ή οι εκπρόσωποι των 48 εταιρειών, τραπεζών και δικηγορικών γραφείων. Από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, στο οποίο απευθύνθηκαν οι αστυνομικοί, εστάλη πίνακας με τις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο Τμήμα μητρώου της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή καθώς και πίνακας επιβληθέντων προστίμων για παραβίαση διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας.
Οι «εισπρακτικές» δικηγόρων
Ξεχωριστό κομμάτι της δικογραφίας περιλαμβάνει τις έρευνες και καταθέσεις 18 συνολικά δικηγορικών γραφείων, όπου επισημαίνεται χαρακτηριστικά: «Μεταξύ άλλων επισημάνθηκε και η δράση ορισμένων δικηγορικών γραφείων τα οποία λειτουργούν ως εισπρακτικές εταιρείες και είτε χρησιμοποιούν δικηγόρους, είτε άλλους υπαλλήλους οι οποίοι ενεργούντες αντιποίηση άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος καλούν τους δανειολήπτες και απαιτούν την αποπληρωμή των οφειλών».
Οι αστυνομικοί έλαβαν και πιστοποιητικά πορείας δικογραφιών σε βάρος δικηγόρων και δικηγορικών γραφείων, που λειτουργούσαν ως εισπρακτικές εταιρείες. Στην δικογραφία γίνεται μνεία πως «αναμένεται η απάντηση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών στο υπ’ αριθ. 1053/2/284-μθ από 21-10-2015 αίτημά μας για τη χορήγηση στοιχείων σχετικά με ενέργειες του πειθαρχικού οργάνου του Συλλόγου».
Ο δημοσιογράφος και παρουσιαστής Αντώνης Σρόϊτερ εξεταζόμενος ενόρκως, κατέθεσε σχετικά με το περιεχόμενο της εκπομπής «Αυτοψία», και έκανε λόγο για δημοσιογραφική έρευνα σχετικά με δικηγορικά γραφεία τα οποία έχουν μετατραπεί σε μεγάλες εισπρακτικές εταιρείες και λαμβάνουν ποσοστά επί των εισπραχθέντων ληξιπροθέσμων χρεών. Σημειώνεται ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών από το 2014 αποφάσισε ότι απαγορεύεται δικηγόροι εκπρόσωποι εισπρακτικών εταιρειών, να καλούν πάνω από μία φορά τους οφειλέτες των εντολέων τους και το συμπεριέλαβε στα πειθαρχικά παραπτώματα των δικηγόρων.
Στην δικογραφία τονίζεται: «Επίσης επισημάνθηκε ο αντιδεοντολογικός και αντιεπαγγελματικός τρόπος με τον οποίο λειτουργούν ορισμένα δικηγορικά γραφεία τα οποία παρεκκλίνουν της αποστολής τους. Υπάλληλοι αυτών των γραφείων ισχυριζόμενοι ότι είναι δικηγόροι, συμπεριφέρονται με τρόπο προσβλητικό, απειλώντας και εκβιάζοντας τους καταναλωτές».