Σοβαρά ερωτήματα εγείρονται αναφορικά με το κατά πόσο είναι ειλικρινής η πολιτική βούληση της ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας να εντάξει άμεσα και κατά προτεραιότητα στο σχεδιασμό του, ουσιαστικές κινήσεις στελέχωσης ειδικά των νησιών με ιατρικό και λοιπόν προσωπικό, ειδικά μάλιστα με ειδικότητες ιδιαίτερα ευαίσθητες όπως είναι εκείνη του παιδιάτρου.
Το γενικότερο ζήτημα, εστιασμένο συγκυριακά στην Ικαρία και τους Φούρνους, έφερε στο επίκεντρο του κοινοβουλευτικού ενδιαφέροντος η βουλευτής Λέσβου του ΚΚΕ Μαρία Κομνηνάκα. Σε ερώτηση που κατέθεσε, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, η κυρία Κομνηνάκα μεταξύ άλλων σημείωσε ότι «για πολλοστή φορά στην ακριτική Ικαρία, σε μια ευαίσθητη περιοχή του Αιγαίου, οι γονείς αντιμετωπίζουν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που αφορά την υγεία των παιδιών τους αφού τελικά η έλλειψη παιδιάτρων αποτελεί την κανονικότητα στην Ικαρία, όπως δυστυχώς και σε πολλά άλλα νησιά. Μόλις, λοιπόν, το Μάιο προσελήφθη ένας παιδίατρος και μάλιστα επικουρικός, ο δεύτερος που υπηρετεί στο νοσοκομείο της Ικαρίας, οι οποίοι δύο παιδίατροι έχουν στην ευθύνη τους και τα δύο νησιά της Ικαρίας και των Φούρνων, αφού κανένας άλλος παιδίατρος δεν υπηρετεί ούτε στο Κέντρο Υγείας του Εύδηλου ούτε στα υπόλοιπα Περιφερειακά Ιατρεία της Ικαρίας και των Φούρνων. Λίγες μέρες μετά το διορισμό του, με απόφαση της 2 ης ΥΠΕ μετακινήθηκε στη Σάμο για να καλύψει προσωρινά την έλλειψη που υπάρχει στο εκεί νοσοκομείο, όπου από το Δεκέμβριο του 2018 υπηρετεί επίσης μία και μοναδική παιδίατρος για ολόκληρο το νησί, το οποίο ως γνωστόν φιλοξενεί και χιλιάδες πρόσφυγες τα τελευταία χρόνια».
Απαντώντας σήμερα στην Ολομέλεια, ο υφυπουργός Υγείας Βασ. Κοντοζαμάνης σημείωσε κατ΄αρχήν ότι στην κυβέρνηση «γνωρίζουμε τις ελλείψεις και τα κενά και βεβαίως προσπαθούμε με κάθε τρόπο να διασφαλίσουμε τις ανάγκες υγειονομικής κάλυψης των νησιών». Παράλληλα σημείωσε πως «είναι γεγονός ότι αυτή η προσπάθεια δεν είναι πάντοτε εύκολη γιατί γνωρίζουμε όλοι ότι αρκετές φορές οι θέσεις που προκηρύσσονται είτε για μόνιμο είτε για επικουρικό προσωπικό βγαίνουν άγονες λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Αυτό». πρόσθεσε, «είναι ένα διαχρονικό σημαντικό ζήτημα το οποίο όλοι έχουν προσπαθήσει να το αντιμετωπίσουν. Εμείς προσπαθούμε ακόμα περισσότερο έτσι ώστε να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις ώστε οι υγειονομικές δομές σε άγονες νησιωτικές και απομακρυσμένες περιοχές να αποτελούν επιλέξιμους τόπους εργασίας για το ιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό».
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Κοντοζαμάνης υπογράμμισε: «Απαιτείται, πριν φτάσω στην απάντηση της ερώτησής σας, γι’ αυτόν τον σκοπό η αναθεώρηση των κινήτρων που δίνονται τόσο στο ιατρικό προσωπικό όσο και στο λοιπό προσωπικό και εκεί που παρουσιάζονται οι μεγαλύτερες ελλείψεις όχι μόνο με κίνητρα οικονομικά, αλλά με κίνητρα επαγγελματικής εξέλιξης και κάθε άλλο μέτρο που θα καταστήσει αυτούς τους προορισμούς επιλέξιμους. Εμείς προς αυτήν την κατεύθυνση εξετάζουμε τη δυνατότητα να προκηρύσσουμε θέσεις στα κέντρα υγείας τέτοιου τύπου στο βαθμό του Επιμελητή Α ή του Διευθυντή, προκειμένου να δώσουμε ένα κίνητρο στους ιατρούς να στελεχώσουν τις δομές αυτές».
Η κυρία Κομνηνάκα, αφού υπενθύμισε ότι γενικόλογες ήταν και οι απαντήσεις της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας και επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ, επέμεινε ζητώντας από τον κ. Κοντοζαμάνη να προσδιορίσει το χρόνο δρομολόγησης λύσεων. «Σας είπα ότι θα δώσουμε κίνητρα να πάνε οι γιατροί σε αυτά τα νησιά προκηρύσσοντας θέσεις στη βαθμίδα του Επιμελητή Α΄ ή του Διευθυντή».
Τα σοβαρά ερωτήματα αρχίζουν να εγείρονται καθώς προ τεσσάρων μηνών, η κυβέρνηση πάλι διά του υφυπουργού Υγείας, πάλι για υποθέσεις νησιών, μιλούσε για ανάλογο σχέδιο (παροχής κινήτρων) πλην όμως -όπως φαίνεται- ουδέν έγινε. Τότε (7 Φεβρουαρίου) η ερώτηση ήταν του βουλευτή του ΚΚΕ Ι. Δελλή και αφορούσε στην έλλειψη παιδιάτρου στη Σαμοθράκη.
«Οι ελλείψεις μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με προσλήψεις σε κενές οργανικές θέσεις. Δυστυχώς, όμως, κάποιες θέσεις βγαίνουν άγονες ή δεν υπάρχει ζήτηση. Πράγματι υπάρχουν προβλήματα όχι μόνο στην κάλυψη της θέσης του παιδιάτρου, αλλά και των λοιπών ιατρικών ειδικοτήτων» απαντούσε ο κ. Κοντοζαμάνης και συνέχιζε: «Προσπαθούμε με κάθε τρόπο -δεν είναι ότι υπάρχουν παιδίατροι και δεν στέλνουμε- να καλύψουμε τις ανάγκες του νησιού».
Σε εκείνη τη συζήτηση είχε υπάρξει αυστηρών τόνων παρέμβαση του προεδρεύοντος της συνεδρίασης Νικ. Κακλαμάνη: «Δεν πρόκειται ποτέ να βρεθούν εξειδικευμένοι γιατροί για τέτοιου είδους νησιά -που δεν είναι μόνο η Σαμοθράκη- παρά μόνο εάν τολμήσουμε εδώ μέσα με απόφαση τριακόσια-μηδέν να πάρουμε μία πολύ γενναία απόφαση, ότι όποιος, παραδείγματος χάρη, παιδίατρος πάει και μείνει τρία χρόνια στη Σαμοθράκη, επιλέγει και διορίζεται μετά τα τρία χρόνια ως Επιμελητής Β΄ σε νοσοκομείο της αρεσκείας του. Βάλτε τέτοιο κίνητρο και θα μου πείτε αν θα βρείτε ή όχι εξειδικευμένους γιατρούς, νέους γιατρούς, μάλιστα, να πάνε. Διότι το οικονομικό κίνητρο που είπατε, κύριε υφυπουργέ, επί των ημερών των δικών μου πρωτοεφαρμόστηκε και απέτυχε παταγωδώς. Διότι ο επιπλέον μισθός πάει στο να νοικιαστεί σπίτι, αν βρουν, στα έξοδα παραμονής και στα υπόλοιπα. Επαναλαμβάνω ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μία πολύ γενναία απόφαση, που, για να μην ειπωθούν πράγματα που δεν θα ισχύουν, πρέπει να στηριχθεί από όλα τα κόμματα. Βάλτε το στο μυαλό σας».
Με αφορμή αυτές τις επισημάνσεις ο κ. Κοντοζαμάνης σημείωνε: «Πολύ σωστά είπε ο κύριος Πρόεδρος ότι ίσως θα πρέπει να είμαστε πιο τολμηροί στα κίνητρα τα οποία πρέπει να δώσουμε ή να αναγκάσουμε γιατρούς να πηγαίνουν σε απομακρυσμένες και άγονες περιοχές. Δυστυχώς, πολλές φορές μόνο τα οικονομικά κίνητρα φαίνεται ότι δεν έχουν δουλέψει».
Καθώς το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει στα νησιά και δεδομένου ότι οι κυβερνητικές τοποθετήσεις είναι με διαφορά τεσσάρων μηνών σε επίπεδο ευχολογίου, αναγκαίο θεωρείται: Πρώτον να διευκρινιστεί για ποιο συγκεκριμένο λόγο δεν έχει ακόμα προωθηθεί κυβερνητική ρύθμιση -μέσω διάταξης σε νομοσχέδιο ή τροπολογίας- στην κατεύθυνση που περιέγραψε ο υφυπουργός και την οποία προσδιόρισε ο κ. Κακλαμάνης με σαφήνεια. ΔΕΥΤΕΡΟΝ, γιατί δεν υπήρξε έστω από βουλευτές νομοθετική πρωτοβουλία όλο αυτό το διάστημα προκειμένου να καλυφθεί το κενό.
Τέτοιες πρωτοβουλίες όχι μόνο θα διαμόρφωναν προϋποθέσεις επίλυσης ενός εκ των σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων, αλλά και θα έδιναν ουσία και κύρος στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες -ειδικά του ελέγχου της κυβέρνησης- που με την τωρινή τους μορφή μάλλον αυτοϋποβαθμίζονται.
Πηγή: kathimerini.gr
ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΜΠΟΥΡΔΑΡΑΣ