Σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, αν οι γονείς και οι παππούδες έχουν εμφανίσει μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (σοβαρή ή κλινική κατάθλιψη), τότε το εγγόνι αντιμετωπίζει υψηλότερο κίνδυνο να εκδηλώσει και αυτό την ίδια πάθηση.
Η διαπίστωση αυτή, σύμφωνα με τους επιστήμονες, μπορεί να βοηθήσει στον έγκαιρο εντοπισμό των εφήβων και των νέων υψηλού κινδύνου, που χρειάζονται άμεση ψυχολογική βοήθεια. Ήταν ήδη γνωστό από προηγούμενες μελέτες ότι η ύπαρξη καταθλιπτικών γονιών αυξάνει τον κίνδυνο των παιδιών για ψυχικές παθήσεις.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι ο κίνδυνος για το παιδί μεγαλώνει, αν και οι γονείς των γονιών είχαν κατάθλιψη. Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Μίρνα Γουάιζμαν του Πανεπιστημίου Κολούμπια και του Ψυχιατρικού Ινστιτούτου της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ψυχιατρικό περιοδικό "JAMA Psychiatry", μελέτησαν 251 νέους με μέση ηλικία 18 ετών.
Οι νέοι με γονείς που είχαν σοβαρή κατάθλιψη, εμφάνιζαν διπλάσιο κίνδυνο κατάθλιψης και οι ίδιοι, σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δεν είχαν καταθλιπτικούς γονείς. Εμφάνιζαν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο για εξάρτηση από ναρκωτικά και άλλες εθιστικές ουσίες, τάσεις αυτοκτονίας και προβλήματα δυσλειτουργικής συμπεριφοράς. Οι νέοι που είχαν τόσο πατέρα ή μητέρα, όσο και παππού ή γιαγιά με σοβαρή κατάθλιψη, εμφάνιζαν ακόμη μεγαλύτερο -τριπλάσιο- κίνδυνο να έχουν κατάθλιψη και οι ίδιοι. Οι ερευνητές αναγνώρισαν ως περιορισμό της μελέτης τους το μικρό μέγεθος του δείγματος.
www.dikaiologitika.gr
Ένα γονίδιο που προκαλεί σοβαρό γλαύκωμα στα μωρά εντόπισαν επιστήμονες από τα πανεπιστήμια Northwestern και Wisconsin-Madison των ΗΠΑ, ανοίγοντας το δρόμο για την ανάπτυξη μιας φαρμακευτικής θεραπείας για τη συγκεκριμένη οφθαλμοπάθεια
Την ανακάλυψη χαρακτήρισε «συναρπαστική εξέλιξη» ένας Έλληνας καθηγητής, εκτιμώντας ότι δημιουργεί ελπίδες για τα μωρά που πάσχουν από τη νόσο.
«Ειδικά στη χώρα μας, το συγγενές γλαύκωμα αποτελεί μία από τις κυριότερες αιτίες τύφλωσης των νεογνών, κυρίως των πρωτότοκων αγοριών, και η προοπτική να εντοπιστεί το υπαίτιο γονίδιο κατά την εγκυμοσύνη και να αντιμετωπισθεί το συγγενές γλαύκωμα με ειδικό κολλύριο στην νεογνική ηλικία αποτελεί συναρπαστική εξέλιξη», δήλωσε ο Δρ. Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, καθηγητής Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, επιστημονικός διευθυντής του Οφθαλμολογικού Ινστιτούτου LaserVision στην Αθήνα και πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Διαθλαστικής Χειρουργικής (ISRS).
Όπως γράφουν οι ερευνητές στο περιοδικό The Journal of Clinical Investigation, το γονίδιο που εντόπισαν λέγεται ΤΕΚ και συμμετέχει στην ανάπτυξη ενός αγγείου των ματιών που λέγεται κανάλι του Schlemm και έχει ως ρόλο να παροχετεύει το οφθαλμικό υγρό (υδατοειδές υγρό) από το πρόσθιο τμήμα του ματιού. Στο γλαύκωμα, το αγγείο αυτό μπορεί να είναι ελαττωματικό ή να απουσιάζει εντελώς, με συνέπεια να συσσωρεύεται το υδατοειδές υγρό και να αυξάνεται η πίεση στο εσωτερικό του ματιού (ενδοφθάλμια πίεση), προκαλώντας βλάβη στο οπτικό νεύρο η οποία οδηγεί σε προοδευτική απώλεια της όρασης.
Οι ερευνητές με επικεφαλής την Dr. Susan Quaggin, καθηγήτρια Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή Feinberg του Πανεπιστημίου Northwestern, είχαν ανακαλύψει πριν από δύο χρόνια ότι η διαγραφή αυτού του γονιδίου από ζωικά μοντέλα οδηγεί στο γλαύκωμα, αλλά μέχρι τώρα δεν ήξεραν αν το ίδιο γονίδιο επηρεάζει τους ανθρώπους.
Για να εξακριβώσει αν ισχύει, η Dr. Quaggin συνεργάστηκε με την Dr. Terri Young, παιδο-οφθαλμολόγο και διευθύντρια Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο Wisconsin-Madison, η οποία είχε εντοπίσει μεταλλάξεις του ΤΕΚ σε μερικούς ασθενείς της αλλά δεν ήξερε τη σημασία τους.
«Ήταν κάτι περισσότερο από σύμπτωση», δήλωσε η Dr. Quaggin. «Η συνάντησή μας οδήγησε σε συνεργασία με οφθαλμολόγους και γενετιστές απ’ όλο τον κόσμο οι οποίοι ανακάλυψαν περισσότερες μεταλλάξεις του γονιδίου αυτού στα παιδιά με πρωτοπαθές συγγενές γλαύκωμα. Ήταν μία από αυτές τις στιγμές στην επιστήμη κατά τις οποίες συμβαίνει κάτι μοναδικό».
Συνολικά, οι ερευνητές εντόπισαν μεταλλάξεις του ΤΕΚ σε 10 μη σχετιζόμενες μεταξύ τους οικογένειες με πρωτοπαθές συγγενές γλαύκωμα. Κανένα από τα προσβεβλημένα παιδιά δεν είχε μεταλλάξεις στα άλλα γονίδια που είναι γνωστό ότι προκαλούν γλαύκωμα.
Στη συνέχεια οι επιστήμονες απέδειξαν ότι οι μεταλλάξεις του ΤΕΚ διαταράσσουν τον μηχανισμό που είναι απαραίτητος για το σχηματισμό του καναλιού του Schlemm.
«Αν και γνωρίζουμε αρκετά γονίδια που σχετίζονται με το γλαύκωμα, το ΤΕΚ είναι το πρώτο για το οποίο ξέρουμε πως ακριβώς επιδρά για να προκαλέσει τη νόσο και επομένως μπορεί να αποτελέσει νέο θεραπευτικό στόχο για το σοβαρό γλαύκωμα και ίσως για άλλες, συχνότερες μορφές της νόσου», τόνισε η Dr. Quaggin.
Ήδη οι ερευνητές έχουν αρχίσει δοκιμές ενός ειδικού οφθαλμικού κολλύριου που επιδιορθώνει το μηχανισμό ΤΕΚ για να αποκαταστήσει το ελαττωματικό αγγείο, ενώ συνεχίζουν τις έρευνές τους για να δουν αν το συγκεκριμένο γονίδιο παίζει ρόλο και στο γλαύκωμα των ενηλίκων.
«Το συγγενές γλαύκωμα δεν έχει πρώιμα συμπτώματα, γιατί η αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης δεν δημιουργεί πόνο ή άλλο ενόχλημα», λέει ο Δρ. Κανελλόπουλος. «Επειδή στη χώρα μας δεν γίνεται πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος στην νεογνική ηλικία (μέχρι 6 μηνών) από χειρουργό-οφθαλμίατρο, όπως απαιτείται στις περισσότερες χώρες του κόσμου, το συγγενές γλαύκωμα γίνεται αισθητό από τους γονείς ή/και τον παιδίατρο από τον βούφθαλμο (μεγαλώνει υπέρογκα το ένα ή και τα δύο μάτια του μωρού) ή τη λεύκανση του κερατοειδή από το οίδημα που προκαλεί η αυξημένη πίεση. Ευτυχώς, υπάρχει μια εξαιρετικά αποτελεσματική χειρουργική παρέμβαση για τα νεογνά, που λέγεται γονιοτομή και μπορεί να οδηγήσει στη μόνιμη ίαση. Ελπίζουμε ότι τα συνταρακτικά νέα ευρήματα θα βρουν πιθανή εφαρμογή και στο κλασικό γλαύκωμα των ενηλίκων, το οποίο είναι πολύ πιο συχνό και αποτελεί κύρια αιτία τύφλωσης των ενηλίκων».
Γενικές πληροφορίες για το παιδικό γλαύκωμα.
Το γλαύκωμα είναι μια ομάδα οφθαλμικών παθήσεων, με κοινό χαρακτηριστικό την προοδευτική βλάβη του οπτικού νεύρου. Η πιο συνηθισμένη αιτία που προκαλεί τη βλάβη αυτή είναι η αυξημένη πίεση του οφθαλμού (ενδοφθάλμια πίεση). Συνήθως η ενδοφθάλμια πίεση είναι υψηλή επειδή το μάτι παράγει μεν το υδατοειδές υγρό που χρειάζεται για να είναι υγιές, αλλά αδυνατεί να το παροχετεύσει επαρκώς. Εάν το γλαύκωμα δεν διαγνωσθεί και αντιμετωπιστεί εγκαίρως, οι βλάβες του οπτικού νεύρου μπορεί να οδηγήσουν στην ολική τύφλωση.
Αν και το γλαύκωμα είναι κατά κανόνα ασθένεια των ηλικιωμένων, μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Το γλαύκωμα της παιδικής ηλικίας μπορεί να είναι συγγενές, νηπιακό ή νεανικό. Το συγγενές εκδηλώνεται σύντομα μετά τη γέννηση (συνήθως μέσα σε λίγες μέρες), το νηπιακό εμφανίζεται σε ηλικία 1 έως 24 μηνών ενώ το νεανικό εμφανίζεται μετά την ηλικία των 3 ετών.
Τα βρέφη και τα παιδιά με γλαύκωμα τυπικά έχουν διαφορετικά συμπτώματα από τους ενήλικους ασθενείς. Τα πιο συχνά συμπτώματα στο συγγενές και στο νηπιακό γλαύκωμα είναι υπερβολική δακρύρροια, ευαισθησία στο φως και διογκωμένος, θολωμένος κερατοειδής χιτώνας που μπορεί να κάνει την ίριδα (το έγχρωμο τμήμα του ματιού) να μοιάζει θολή. Ωστόσο η δακρύρροια που συνοδεύεται από εκκρίματα συνήθως δεν προκαλείται από γλαύκωμα, αλλά από συγγενή απόφραξη του ρινοδακρυϊκού πόρου (είναι το «σωληνάκι» που ενώνει τα μάτια με τη μύτη και από το οποίο παροχετεύονται τα δάκρυα).
Το νεανικό γλαύκωμα συνήθως αναπτύσσεται δίχως εμφανή συμπτώματα, όπως συμβαίνει και με το γλαύκωμα των ενηλίκων. Ωστόσο οι ασθενείς με νεανικό γλαύκωμα συχνά έχουν οικογενειακό ιστορικό της νόσου και έτσι εξετάζονται προληπτικά από μικρή ηλικία.
Οι περισσότερες περιπτώσεις παιδιατρικού γλαυκώματος δεν έχουν γνωστή αιτιολογία και αποκαλούνται πρωτοπαθές γλαύκωμα. Όταν έχουν εξωτερική αιτία ή σχετίζονται με συγκεκριμένη διαταραχή ή ασθένεια, αποκαλούνται δευτεροπαθές γλαύκωμα. Παραδείγματα διαταραχών που μπορεί να προκαλέσουν δευτεροπαθές παιδικό γλαύκωμα είναι το σύνδρομο Axenfeld-Reiger, η ανιριδία, το σύνδρομο Sturge-Weber, η νευροϊνωμάτωση, η χρόνια λήψη στεροειδών φαρμάκων, τραυματισμός ή προηγούμενη εγχείρηση στο μάτι (π.χ. για αφαίρεση παιδικού καταρράκτη).
Το γλαύκωμα της παιδικής ηλικίας είναι σχετικά σπάνιο. Το πρωτοπαθές συγγενές και το πρωτοπαθές νηπιακό γλαύκωμα υπολογίζεται ότι προσβάλλουν ένα μωρό στις 10.000 γεννήσεις, με το 10% των κρουσμάτων να είναι κληρονομικά.
iatropedia.gr
Αδιάγνωστο κατά κύριο λόγο παραμένει το σπάνιο γενετικό νόσημα Von Hippel-Lindau (V.H.L.), μια από τις 7.000 γνωστές κληρονομικές διαταραχές.
Πρόκειται για ένα οικογενές σύνδρομο κληρονομικού καρκίνου, το οποίο σχετίζεται με μία ποικιλία κακοήθων και καλοήθων νεοπλασμάτων (όγκων), με συχνότερα αυτά του αμφιβληστροειδούς, της παρεγκεφαλίδας, των επινεφριδίων και του παγκρέατος, καθώς και το αιμαγγειοβλάστωμα του νωτιαίου μυελού, το καρκίνωμα των νεφρικών κυττάρων (RCC) και το φαιοχρωμοκύττωμα.
Το V.H.L αντιστοιχεί στο 1/32.000 του πληθυσμού περίπου, ωστόσο πρόκειται για ένα αριθμό που αλλάζει καθημερινά, «αφού το νόσημα αυτό δεν είναι και τόσο σπάνιο αλλά κυρίως αδιάγνωστο”, ανέφερε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου η Φλωρεντία Φωστήρα, Phd Γενετίστρια, PhD, Διδάκτωρ Μοριακής Γενετικής, Συνεργαζόμενη Ερευνήτρια Βαθμίδος Δ, ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, Εργαστήριο Μοριακής Διαγνωστικής.
Η πρώτη οικογένεια εξετάσθηκε το 2012 στο «Δημόκριτο» και έκτοτε , έχουν ταυτοποιηθεί 10 οικογένειες, έχουν αξιολογηθεί 30 περιστατικά και υπάρχουν καταγεγραμμένοι 18 ασθενείς αναφοράς.
Η Οικογενειακή Συμμαχία κατά της Νόσου Von Hippel-Lindau (VHL) Ελλάδος έχει αναλάβει εκστρατεία ενημέρωσης του κοινού , ώστε να επιτευχθεί η πρώιμη ανίχνευση και να καταπολεμηθούν οι επιπτώσεις.
«Οι άνθρωποι που έχουν κάποιο γενετικό σύνδρομο στην Ελλάδα είναι μόνοι τους», ανέφερε η κ. Φωστήρα, ενώ η πρόεδρος του συλλόγου VHL Ελλάδος Αθηνά Αλεξανδρίδου, επισήμανε ότι «η πρώιμη ανίχνευση σώζει όργανα και ζωές, γι' αυτό η ενημέρωση και η έγκαιρη διάγνωση της νόσου, είναι το θεμελιώδες ζητούμενο».
Στην ευαισθητοποίηση της ιατρικής κοινότητας, καθώς το σύνδρομο αφορά κυρίως νεαρά άτομα, εστίασε η Χρυσάνθη Μαρακάκη, MD, MSc, Στρατιωτικός Ιατρός,
Ειδικευόμενη Ιατρός της Ενδοκρινολογικής Κλινικής και Κέντρου Διαβήτη στο ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς», που αποτελεί και άτυπο Κέντρο Αναφοράς για το VHL.
Όπως είπαν οι ομιλητές η πρωτεΐνη VHL εκτελεί μια πολύ βασική λειτουργία στο κύτταρο.
Οι άνθρωποι με VHL έχουν ένα ελάττωμα σε ένα αντίγραφο του γονιδίου VHL. Στο γενικό πληθυσμό, το γονίδιο VHL ενδέχεται να μην «λειτουργεί» καλά σε συγκεκριμένα όργανα, με αποτέλεσμα να προκληθεί ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των κυττάρων, όγκων. Σύμφωνα με την κ. Φωστήρα περίπου το 85% νεφρικών καρκινικών όγκων που εμφανίζονται στον γενικό πληθυσμό, έχουν μια δυσλειτουργία της πρωτεΐνης VHL.
Το V.H.L είναι διαφορετικό για κάθε ασθενή ακόμη και στην ίδια οικογένεια, όπου τα άτομα μπορούν να παρουσιάσουν διαφορετικούς τύπους V.H.L. Ανεξάρτητα με τον κάθε τύπο, είναι απαραίτητο να εξετάζονται όλες οι πιθανότητες σε όλη την διάρκεια της ζωής του ατόμου.
«Το VHL αποτελεί ένα ιδιαίτερο σύνδρομο που προδιαθέτει για διάφορους όγκους και χρήζει παρακολούθησης και αξιολόγησης από μια σειρά ειδικοτήτων. Η έγκαιρη ταυτοποίηση των ατόμων με VHL οδηγεί στην εξατομικευμένη παρακολούθηση από ομάδα ειδικών με στόχο την βέλτιστη κλινική διαχείριση και την καλύτερη ποιότητα ζωής», δήλωσε η Φλωρεντία Φωστήρα.
Η ομάδα θεραπόντων γιατρών που παρακολουθούν ασθενείς, με το σύνδρομο Von Hippel-Lindau (V.H.L.), θα πρέπει να απαρτίζεται από γιατρούς όλων των ειδικοτήτων όπως, νευροχειρουργό, οφθαλμίατρο, ενδοκρινολόγο, ουρολόγο, ογκολόγο.
Αναπόσπαστη θα πρέπει να είναι η συμβολή και η καθοδήγηση του γενετιστή για τον γενετικό έλεγχο της οικογένειας αλλά και κάθε νέου ή εμπλεκόμενου μέλους, καθώς και για τον προγεννητικό έλεγχο, ώστε να συντονίζεται με την ειδικότητα του γιατρού ανάλογα με το όργανο που πάσχει κατά βάση.
Με δεδομένο ότι το σύνδρομο ποικίλει ανά ασθενή, θα πρέπει να γίνεται σωστή ιεράρχηση της αντιμετώπισης μέσω εγχειρήσεων ή και στοχευμένων θεραπειών.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η μετάλλαξη βρέθηκε σε δύο καναδικές οικογένειες, πολλά μέλη των οποίων έχουν διαγνωσθεί με τη νευρολογική πάθηση, γνωστή και ως σκλήρυνση κατά πλάκας. Στις δύο αυτές οικογένειες το 70% όσων ατόμων διαθέτουν τη συγκεκριμένη μετάλλαξη, έχουν εμφανίσει τη νόσο.
Η ανακάλυψη ενισχύει την πεποίθηση των επιστημόνων ότι μερικές τουλάχιστον μορφές της νόσου είναι κληρονομικές. Μέχρι σήμερα οι επιστήμονες πίστευαν ότι το γενετικό υπόβαθρο της σκλήρυνσης είναι πολύπλοκο και ότι για την εμφάνισή της πολλά γονίδια εμπλέκονται ταυτόχρονα, ενώ οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν τον δικό τους ρόλο.
Η νέα μελέτη αποδεικνύει ότι αρκεί μία και μόνη μετάλλαξη για να προκληθεί η νόσος και να περάσει από γενιά σε γενιά. Πάντως η εν λόγω μετάλλαξη φαίνεται να είναι πολύ σπάνια, αφού εκτιμάται ότι μόνο ένας ασθενής στους 1.000 με σκλήρυνση την έχει στο DNA του.
Η νόσος προκαλείται, όταν το ανοσποιητικό σύστημα καταστρέφει τη μυελίνη που προστατεύει και μονώνει τους νευρώνες, με συνέπεια να εμποδίζεται πλέον η ταχεία μετάδοση των ηλεκτρικών σημάτων μέσω των νεύρων από και προς τον εγκέφαλο.
Το «ένοχο» γονίδιο είναι το NR1H3, το οποίο παράγει μια πρωτεΐνη, την LXRA, που δρα ως «διακόπτης» ενεργοποίησης-απενεργοποίησης άλλων γονιδίων. Η μετάλλαξη του γονιδίου αυτού εμποδίζει την ενεργοποίηση ζωτικών γονιδίων, με συνέπεια την πρόκληση φλεγμονής και την καταστροφή της μυελίνης.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή ιατρικής γενετικής Καρλς Βιλαρίνο-Γκουέλ του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "Neuron" (Νευρών), δήλωσαν ότι η ανακάλυψη μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων γενετικών θεραπειών για τη νόσο, ιδίως όσον αφορά την ταχέως εξελισσόμενη προϊούσα μορφή της νόσου (περίπου το 15% των ασθενών).
Πιο συνήθης και πιο ήπια είναι η υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση. Αν μελλοντικά κάποιος με αυτή τη μορφή της νόσου διαγνωσθεί πως έχει το γονίδιο NR1H3 στο γονιδίωμά του, θα πρέπει να κάνει έγκαιρα πιο επιθετική θεραπεία για να καθυστερήσει την επιδείνωση της νόσου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, οι κληρονομικοί καρκίνοι είναι λιγότεροι από ένας στους δέκα, σύμφωνα με Αμερικανούς επιστήμονες.
Η νέα μελέτη βασίσθηκε στην ανάλυση του γενετικού υλικού σε περισσότερα από 4.000 δείγματα από καρκινικούς όγκους.
Αναλύοντας το γενετικό υλικό χιλιάδων δειγμάτων από καρκινικούς όγκους, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόλις το 9% των καρκίνων του μαστού φέρουν μεταλλάξεις οι οποίες θα μπορούσαν να περάσουν από μητέρα σε παιδί.
Το ίδιο συμβαίνει στο μόλις 8% των καρκίνων του προστάτη, το 8% των κρουσμάτων πλακώδους καρκινώματος πνεύμονα, το 7% των αδενοκαρκινωμάτων του πνεύμονα, το 11% των καρκίνων του στομάχου και το 19% των καρκίνων των ωοθηκών.
Στον καρκίνο του νεφρού, κληρονομικότητα φαίνεται ότι υπάρχει μόνο στο 5% των κρουσμάτων, ενώ από 8% είναι η κληρονομικότητα στα γλοιώματα (σ.σ. καρκίνοι του εγκεφάλου) και στους καρκίνους κεφαλής & τραχήλου, 7% στους καρκίνους του ενδομητρίου, και από 4% στα γλοιοβλαστώματα και την οξεία μυελοειδή λευχαιμία.
Η σχετική μελέτη, που δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος της επιθεωρήσεως «Nature Communications», αποκαλύπτει επίσης ποια γονίδια είναι υπαίτια για τις κληρονομούμενες μορφές των παραπάνω καρκίνων.
Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται τα φημισμένα γονίδια του καρκίνου του μαστού, τα BRCA1 και BRCA2, τα οποία παίζουν ρόλο και σε άλλες μορφές καρκίνου.
Στις μορφές αυτές συμπεριλαμβάνονται οι καρκίνοι των ωοθηκών, του στομάχου και του προστάτη.
Τα συγκεκριμένα γονίδια έγιναν παγκοσμίως γνωστά από την Αμερικανίδα ηθοποιό Αντζελίνα Τζολί, η οποία προ ετών είχε ανακοινώσει ότι αφαίρεσε προληπτικά τους μαστούς και τις ωοθήκες της, διότι εξαιτίας τους είχε 87% πιθανότητες να παρουσιάσει καρκίνο του μαστού (οκταπλάσιες απ’ ό,τι η μέση γυναίκα) και 50% πιθανότητες να εκδηλώσει καρκίνο των ωοθηκών.
«Σε γενικές γραμμές γνωρίζαμε ότι σε ορισμένα κρούσματα καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών υπάρχει ισχυρή κληρονομική συνιστώσα, και πως αυτό συμβαίνει σπανιότερα σε καρκίνους όπως η οξεία μυελοειδής λευχαιμία και ο καρκίνος του πνεύμονα», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Λι Ντινγκ, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ογκολογίας & Γενετικής στο πανεπιστήμιο.
«Για πρώτη φορά, όμως, μπορέσαμε να απομονώσουμε τις μεταλλαγές που είναι υπεύθυνες για την επιρρέπεια στον καρκίνο».
parapolitika.gr