Ενώ τα τελευταία χρόνια καταγράφεται ραγδαία άνοδος στις αφίξεις αλλοδαπών τουριστών, εντούτοις η χώρας μας έχει εμφανή αδυναμία να προσελκύσει μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα των πιο εύρωστων οικονομικά πελατών.
Αυτή η αδυναμία αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα αποτελέσματα των υπερπολυτελών ξενοδοχείων (πέντε αστέρια), τα οποία σύμφωνα με έρευνα της ICAP στο διάστημα 2008-2013 κατέγραψαν τις χειρότερες επιδόσεις απ’ όλο τον ξενοδοχειακό κλάδο και έμειναν «εκτός νυμφώνος», την ώρα που ο ελληνικός τουρισμός κατάρριπτε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Οι συγκεκριμένες μονάδες αντιμετώπισαν τεράστιες δυσκολίες στην αποπληρωμή των δανείων τους, είχαν λιγοστή ρευστότητα και μέχρι και πρόπερσι «έγραφαν» ζημιές στους ισολογισμούς τους, παρά την ανάκαμψη των πωλήσεών τους μετά το 2012. Αντίθετα, τα ξενοδοχεία τεσσάρων και τριών αστέρων κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη ραγδαία άνοδο του τουριστικού ρεύματος από το εξωτερικό και βελτίωσαν αισθητά την εικόνα των ισολογισμών τους. Μάλιστα, το 2013 πέτυχαν συνολικά να επιστρέψουν στα κέρδη από ζημιές και να ενισχύσουν τα περιθώρια κέρδους αλλά και τη ρευστότητά τους.
Τα περισσότερα προβλήματα είχαν οι υπερπολυτελείς μονάδες της Αθήνας, οι οποίες δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα από τα σοβαρά επεισόδια στο κέντρο της πρωτεύουσας τον Μάιο του 2011. Ένα πλήγμα που όπως λένε άνθρωποι της αγοράς χρειάστηκε αρκετό χρόνο και μεγάλη προσπάθεια από τους ξενοδόχους της πρωτεύουσας για να επουλωθεί και να ανακτήσουν τα παλαιότερα επίπεδα πληρότητας.
Από το 2013, και έπειτα πάντως φαίνεται πως αρχίζει να εξομαλύνεται κάπως η κατάσταση, με τις ζημιές να υποχωρούν σημαντικά (-74%), αν τα περιθώρια κέρδους εξακολουθούν να είναι πιεσμένα, προφανώς εξαιτίας των γενναίων προσφορών που χρειάστηκε να κάνουν για να αυξήσουν την πελατεία τους. Αισθητά καλύτερη είναι η κατάσταση των «πεντάστερων» στα δημοφιλή θέρετρα του Αιγαίου. Οι δείκτες τους είναι πιο ισορροπημένοι ενώ στην πενταετία 2008-2013 είναι τα μόνα της κατηγορίας με θετικό μέσο ετήσιο δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων.
Βέβαια, τα συγκεκριμένα λειτουργούν λιγότερους μήνες το χρόνο, συνήθως από 6 έως 8 μήνες όσο διαρκεί και η σεζόν, με αποτέλεσμα να έχουν μικρότερα έξοδα λειτουργίας και λιγότερες ανάγκες να καλύψουν σε σχέση με τις μονάδες των αστικών κέντρων που είναι ανοιχτά όλο το χρόνο
Το μεγάλο στοίχημα
Σε κάθε περίπτωση από τα παραπάνω είναι φανερό ότι η «αχίλλειος πτέρνα» του ελληνικού τουρισμού έγκειται στο ότι δεν μπορεί να προσελκύσει περισσότερους εύρωστους τουρίστες, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούν να της «γυρνούν» την πλάτη και να επιλέγουν άλλους πιο ελκυστικούς για αυτούς προορισμούς για να περάσουν τις διακοπές τους.
Αυτό ακριβώς, όπως επισημαίνουν άνθρωποι του χώρου, είναι ένα από τα δυο μεγάλα στοιχήματα που καλείται να κερδίσει ο ελληνικός τουρισμός -το άλλο είναι η επιμήκυνση της σεζόν-. «Εάν θέλουμε πραγματικά να πολλαπλασιάσουμε τα οφέλη του τουρισμού και να τονώσουμε τις τοπικές οικονομίες, η νέα ηγεσία του υπουργείου Τουρισμού πρέπει να εστιάσει στην προσέλκυση τουριστών υψηλότερης οικονομικής στάθμης. Το all inclusive δεν είναι η λύση, πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους», σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Η αρχή σύμφωνα με τους ίδιους πρέπει να γίνει με την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών αλλά και των ξενοδοχειακών υποδομών.
Παρότι από το 2004 και έπειτα μεγάλος αριθμός ξενοδοχειακών μονάδων ανά την επικράτεια ανακαινίσθηκε και νέες μονάδες υψηλού επιπέδου υπηρεσιών ξεκίνησαν τη λειτουργία του, υπάρχει ακόμη δρόμος έως ότου φθάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με την ICAP, την τελευταία δεκαετία το ξενοδοχειακό δυναμικό της Ελλάδας αυξήθηκε κατά περίπου 800 μονάδες, ενώ μόνον για την περίοδο 2010-2013 ο αριθμός των κλινών αυξήθηκε κατά περίπου 10.000.
Την ανάγκη αύξησης των επενδύσεων για την στοχευμένη αναβάθμιση των υφιστάμενων και τη δημιουργία νέων καταλυμάτων επισημαίνει και ο ΣΕΤΕ, ο οποίος υπολογίζει ότι προς αυτό το σκοπό πρέπει να διατεθούν κεφάλαια ύψους 3,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση έως το 2020. Προς αυτή την κατεύθυνση, υποστηρίζει ο Σύνδεσμος θα πρέπει να αξιοποιηθούν κρατικοί και κοινοτικοί πόροι π.χ από το ΕΣΠΑ, οι οποίοι θα αποτελέσουν τη βάση για να αυξηθεί η ιδιωτική επένδυση και να βελτιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητά τους.
Το 2013 στην ελληνική επικράτεια λειτουργούσαν 9.677 ξενοδοχειακές μονάδες συνολικής δυναμικότητα 401.332 δωματίων και 773.445 κλινών. Τα ξενοδοχεία πέντε και τεσσάρων αστέρων υπολογίζεται πως αντιπροσωπεύουν το 40% περίπου του συνόλου των εν λειτουργία κλινών ενώ στην Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και το Ιόνιο είναι συγκεντρωμένο περίπου το ήμισυ των κλινών της χώρας.
Ημερησία