Αδελφικός της φίλος μιλά για το κορίτσι που αγαπούσε όλο τον κόσμο και βοηθούσε όσους μπορούσε με όλη της την καρδιά - Ο εν διαστάσει σύζυγός της την δολοφόνησε πυροβολώντας την μέσα στη νύχτα, ενώ το παιδί τους κοιμόταν στο δίπλα δωμάτιο
Βράδυ Πέμπτης 22 Μαρτίου. Σε ένα διαμέρισμα στην περιοχή Χρυσομαλλούσα της Μυτιλήνης μία 24χρονη κοπέλα, η Ερατώ Μ., μιλά με κάποιον φίλο της στο τηλέφωνο. Στο διπλανό δωμάτιο κοιμάται η τρίχρονη κόρη της, η μεγάλη λατρεία της ζωής της. Ξάφνου ένας άνδρας στέκει απέναντί της και την πυροβολεί. Είναι ο Παναγιώτης Κ. πατέρας του παιδιού της και εν διαστάσει σύζυγός της. Η γειτονιά ξυπνά μέσα στο θρήνο της οικογένειας, κάποιοι υποστηρίζουν πως «τον τελευταίο καιρό η Ερατώ τον φοβόταν πολύ, ποτέ δεν θα του άνοιγε την πόρτα τόσο αργά, ο “άτιμος” κατάφερε να μπει στο σπίτι πηδώντας στο μπαλκόνι». Τα κακά νέα ταξιδεύουν γρήγορα ξεπερνώντας τα σύνορα της Ελλάδας, ένας αδελφικός φίλος της άτυχης Ερατούς που ζει και εργάζεται στη Γερμανία «παγώνει» μπροστά στην είδηση του βίαιου και άδικου θανάτου της...
Πριν λίγο καιρό ανέβασα τη φωτογραφία της για να πάρω δύναμη...
Ο Ντάνιελ Δελούδης, αδελφικός φίλος της Ερατούς, δεν μπορεί να πιστέψει ακόμη και τώρα ότι εκείνη, «η χαρά της ζωής» όπως συνήθιζε να την αποκαλεί, δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή: «Την Ερατώ τη γνώρισα πριν από μερικά χρόνια όταν σπούδαζε βρεφονηπιοκόμος στο ΙΕΚ Θεσσαλονίκης. Λάτρευε τα μικρά παιδιά, τους είχε αφάνταστη αδυναμία. Δεν μπορώ να σας περιγράψω την καλοσύνη αυτού του κοριτσιού, ήθελε να βοηθάει όλο τον κόσμο, να προσφέρει ακόμη κι από το υστέρημά της σε όποιον είχε ανάγκη. Σαν αδελφή μου την είχα. Περάσαμε πολλά μαζί και εύκολα και δύσκολα και η Ερατώ πολλές φορές ήταν το στήριγμά μου», λέει ο Ντάνιελ και συνεχίζει: «Την εποχή εκείνη ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Παναγιώτη, τον είχε σαν Θεό της. Οι δυο τους ήταν μαζί από τότε που η Ερατώ ήταν 16-17 ετών, μεγάλος έρωτας. Πολύ συχνά εκείνος ερχόταν στη Θεσσαλονίκη για τη δει κι ακόμη συχνότερα πήγαινε η Ερατώ στη Μυτιλήνη. Δεν είχα παρατηρήσει ποτέ να έχουν πρόβλημα, εκείνος τη λάτρευε, κάθε διαφωνία τους ισοπεδωνόταν μπροστά στον μεγάλο τους έρωτα. Το 2016 όταν η Ερατώ έμεινε έγκυος έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και οι δυο τους παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο. Λέγαμε ότι θα της βάφτιζα το παιδί αλλά τελικά δεν έγινε γιατί το είχε τάξει σε κάποιον ξάδελφό της. Μετά, εγώ έφυγα για Γερμανία. Μιλούσαμε συχνά στο τηλέφωνο, πριν από σχεδόν τέσσερις μήνες μου είχε πει ότι δεν ήταν καλά με τον Παναγιώτη, πως τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο. Διαφωνούσαν, τσακώνονταν, η Ερατώ ήθελε την ηρεμία της και κυρίως την ηρεμία της κόρης της. Της είπα να κάνει κουράγιο, μου απάντησε ότι όλα θα περάσουν... Πριν από λίγο καιρό δεν ήμουν καθόλου καλά εδώ στη Γερμανία. Πέρασα μία δύσκολη περίοδο και ένα από τα πράγματα που μου έδωσαν κουράγιο ήταν να ανεβάσω στο fb μία φωτογραφία μου με την Ερατώ. Έδινε δύναμη αυτό το πλάσμα, αισιοδοξία πως όσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα υπάρχει πάντα περιθώριο βελτίωσης και δυνατότητα αλλαγής... “Όλα θα τα καταφέρουμε” μου έλεγε κι εγώ πάντα την πίστευα...»
Τι όπλισε το χέρι του Παναγιώτη;
Όπως επισημαίνει ο Ντάνιελ Δελούδης η έκδοση του συναινετικού διαζυγίου τους που επρόκειτο να βγει σε λίγες ημέρες φαίνεται να είναι αυτό που το βράδυ της Πέμπτης όπλισε το χέρι του Παναγιώτη Κ. ο οποίος είχε κάνει κατά καιρούς προσπάθειες επανασύνδεσης με την άτυχη Ερατώ: «Ξέρετε, αν δεν υπήρχαν πραγματικά σοβαρά και αξεπέραστα προβλήματα στη σχέση της με τον Παναγιώτη, η Ερατώ δεν θα αποφάσιζε ποτέ να χωρίσει. Ούσα και η ίδια παιδί χωρισμένων γονιών είχε βιώσει τις δυσκολίες ενός διαζυγίου. Ο πατέρας της ήταν ναυτικός και απ' ό,τι γνωρίζω έμενε στην Κεφαλονιά, η μητέρα της κάποιο διάστημα μετά το διαζύγιο τους έφυγε από τη Μυτιλήνη και επέστρεψε στον τόπο καταγωγής της, στο Λεωνίδιο. Η Ερατώ είχε και έναν μεγαλύτερο αδελφό τον οποίο λάτρευε αλλά το παιδί έμενε στην Αθήνα και έτσι δεν είχαν καθημερινή επαφή. Στην πραγματικότητα, ήταν πλέον μόνη της στη Μυτιλήνη με την ευθύνη ενός μικρού παιδιού και με όλες τις υποχρεώσεις που ενέχει μία τέτοια ευθύνη», λέει ο Ντάνιελ και συνεχίζει: «Ο Παναγιώτης δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τη δουλειά, τα οικονομικά θέματα αποτελούσαν συχνά σημείο τριβής. Τα δύο τρία τελευταία χρόνια διατηρούσε σε νοικιασμένο μαγαζί ένα cafe bar μαζί με τον πατέρα του στα Λουτρά Μυτιλήνης. Το πάλευαν αλλά τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να καταλάβω πώς του γύρισε έτσι το μυαλό. Πιστεύω πως όταν συνειδητοποιήσει τι έκανε δεν θα έχει τη δύναμη να συνεχίσει τη ζωή του. Δεν είναι εύκολο να σκοτώνεις με τα ίδια σου τα χέρια τη γυναίκα που λάτρεψες στερώντας ταυτόχρονα από το παιδί σου τη μάνα του κι εσύ να συνεχίσεις να ζεις...».