Ο ήχος από τις σειρήνες που ήχησε το πρωί της 20ης Ιουλίου του 1974 παραμένει ακόμα και σήμερα στη μνήμη των κατοίκων της Κύπρου. Ένας ιστορικός εφιάλτης είχε μόλις ξεκινήσει.
Έχουν περάσει 42 χρόνια από τα ξημερώματα της τουρκικής εισβολής και ο κυπριακός λαός σήμερα τιμά για άλλη μια χρονιά τους πεσόντες του, καταδικάζει το έγκλημα, και διατρανώνει την αποφασιστικότητά του να συνεχίσει τον αγώνα για δικαίωση και επανένωση της Κύπρου. Σήμερα όπως και κάθε χρονιά σε όλες σχεδόν τις πόλεις στην ελεύθερη Κύπρο οργανώνονται εκδηλώσεις μνήμης για τους πεσόντες και δεήσεις για τους αγνοούμενους.
Στις 20 Ιουλίου 1974, περίπου σαράντα χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, υπό την υποστήριξη της Τουρκικής Αεροπορίας και του ναυτικού εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απόβαση των Τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε ως αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πέντε ημέρες νωρίτερα, στις 15 Ιουλίου του 1974 οι συνεργάτες στην Κύπρο της ελληνικής χούντας των συνταγματαρχών (Εθνική Φρουρά, ΕΛΔΥΚ, ΕΟΚΑ Β') είχαν ανατρέψει τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπο Μακάριο και είχαν εγκαταστήσει κυβέρνηση από «μαριονέτες», με πρόεδρο τον δημοσιογράφο, εκδότη και αρχηγό παραστρατιωτικής οργάνωσης Νίκο Σαμψών.
Οι Τούρκοι υποστήριξαν ότι δεν επρόκειτο για εισβολή αλλά για «ειρηνική επέμβαση» με σκοπό την επαναφορά του συνταγματικού σκηνικού στην πριν του πραξικοπήματος κατάσταση, όπως και ότι το δικαίωμα για την επέμβασή της ήταν κατοχυρωμένο στη Συνθήκη Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνθήκη που δημιουργήθηκε με σκοπό να διαφυλάσσει την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από τα αρχεία Κίσινγκερ που σήμερα έχουν αποδεσμευτεί φαίνεται ότι η Τουρκία, ενέργησε με βάση προσυμφωνημένο σχέδιο της, με τις ΗΠΑ.
Περίπου 200.000 εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, περίπου 4.000 νεκροί, και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Οι Τούρκοι κατακτούν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων.
Η Τουρκία έκτοτε κατέχει τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δηλώνει ταυτόχρονα, πως δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος. Επιπλέον, η Αγγλία, η τρίτη εγγυήτρια χώρα, συνεχίζει να αναγνωρίζει φραστικά την Κυπριακή Δημοκρατία και την Συνθήκη Εγγυήσεως. Δεν έχει όμως παρέμβει όμως ενεργά μέχρι σήμερα για να διαφυλάξει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία κάλεσε την Τουρκία, να προσφύγουν και οι δυο χώρες στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για να γνωματεύσει κατά πόσο νόμιμα εισέβαλε η Τουρκία στην Κύπρο. Η Τουρκία όμως αρνείται.
Μία απόπειρα της Τουρκίας να εισβάλει στο νησί και να επιβάλει την διχοτόμηση ήταν στις 25 Φεβρουαρίου 1964, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία εξήγγειλε τον αφοπλισμό των ατάκτων και τη δημιουργία μιας δύναμης 5.000 ειδικών αστυνομικών. Αυτό έμελλε να είναι το πρώτο βήμα για τη δημιουργία στρατού της Κύπρου, που αργότερα πήρε την ονομασία «Εθνική Φρουρά». Οι Τούρκοι είχαν ετοιμάσει εν τω μεταξύ τρία λεπτομερή στρατηγικά σχέδια εισβολής που βρίσκονταν στα συρτάρια. Το πρώτο προέβλεπε απόβαση σε 24 ώρες, το δεύτερο σε 48, και το τρίτο σε τρεις φάσεις. Πολλές φορές στο παρελθόν επιβιβάστηκαν οι Τούρκοι στα πλοία για να πραγματοποιήσουν κάποιο από τα τρία αυτά σχέδια μα γύριζαν πίσω.
Στις 20 Ιουλίου, άρχισε η εισβολή τους υπό την κωδική ονομασία "Αττίλας", η οποία εκτυλίχθηκε σε δυο φάσεις. Η πρώτη από αυτές διήρκεσε περίπου 60 ώρες (20-22 Ιουλίου 1974) επιτεύχθηκε ισχυρό προγεφύρωμα των εισβολέων, ενώ στη δεύτερη ("Αττίλας 2") κατελήφθη ολόκληρο το βόρειο τμήμα της νήσου, περίπου το 1/3 της έκτασης της.
Η επίθεση έγινε αρχικά στο λιμάνι Κερύνειας και τα σημεία όπου βρίσκονταν ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Δυνάμεις αλεξιπτωτιστών ρίχτηκαν σε περιοχές τουρκοκυπριακές και στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λευκωσίας. Στις επιθέσεις αυτές, η αντίδραση των κυπριακών και ελλαδικών δυνάμεων Κύπρου ήταν χαλαρή και ανοργάνωτη. Με τους Τούρκους να είναι οπλισμένοι με σύγχρονα όπλα, τα σώματα των Κυπρίων Εθνοφρουρών και της ΕΛΔΥΚ που αντιστάθηκαν και έμοιαζαν να είναι οπλισμένα από την «παλαιολιθική» εποχή, σκοτώθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή χάθηκαν τα ίχνη τους.
Στην Ελλάδα η χούντα κηρύσσει γενική επιστράτευση. Οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές ρίχνονται σε στρατηγικά σημεία, ενώ αεροπορικές δυνάμεις πραγματοποιούσαν συνεχόμενους βομβαρδισμούς έως και τη Λευκωσία. Οι εισβολείς παγιώνουν τις θέσεις τους από την Κερύνεια έως και την περιοχή του Αγίου Ιλαρίωνα, σε ένα εκτεταμένο μέτωπο εντός του οποίου εγκλωβίστηκαν εκατοντάδες ελληνοκύπριοι στρατιώτες αλλά και οι κάτοικοι των ελληνοκυπριακών χωριών. Αναχαιτίζονται μόνο στη Λευκωσία.
Το ίδιο βράδυ το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. εξέδωσε ομόφωνα το υπ' αριθμ. 353 ψήφισμά του, με το οποίο ζητούσε κατάπαυση των εχθροπραξιών και την αποχώρηση του "ξένου στρατιωτικού δυναμικού" από την Κύπρο, ψήφισμα το οποίο, ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ αγνοεί.
Προηγούμενα, ολόκληρη η Κερύνεια είχε καταληφθεί από τους εισβολείς, οι οποίοι, σύμφωνα με μαρτυρίες διασωθέντων ελληνοκύπριων, προέβησαν σε ωμότητες κατά του άμαχου πληθυσμού. Με τον Αττίλα 2 στις 14 Αυγούστου οι Τούρκοι είχαν επεκτείνει τη στρατιωτική κατοχή τους σε μια συνολική έκταση που αντιστοιχούσε στο 36,3 % της επιφάνειας της Κύπρου, περιλαμβανομένων ολόκληρης της Επαρχίας Κερύνειας, το μισό σχεδόν της Επαρχίας Λευκωσίας αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα της Επαρχίας Αμμοχώστου, με επέκταση σε όλη τη χερσόνησο της Καρπασίας.
Οι συνέπειες της τουρκικής εισβολής ήταν τρομακτικές για τον κυπριακό λαό. Η τουρκική στρατιωτική επέμβαση προκάλεσε σημαντικές απώλειες ζωών, μεγάλες υλικές καταστροφές, ωμότητες σε βάρος αμάχων και εκτοπισμό πέραν του ενός τρίτου του πληθυσμού. Το 37% περίπου του κυπριακού εδάφους, που ήταν το πλουσιότερο μέρος και αντιπροσώπευε το 70% του οικονομικού δυναμικού, καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα. Διακόσιες χιλιάδες Ελληνοκύπριοι - το ένα τρίτο περίπου, του συνολικού πληθυσμού - εκδιώχθηκαν με τη βία από τα σπίτια και τις περιουσίες τους που βρίσκονταν στο βορρά και μετακινήθηκαν ως πρόσφυγες, στις νότιες, ελεύθερες περιοχές της Κύπρου.
Επιπλέον χιλιάδες πολίτες φονεύθηκαν, υπέστησαν κακομεταχείριση ή εξαφανίστηκαν χωρίς κανένα ίχνος από τότε. Αγνοείται η τύχη 1619 προσώπων, ενώ για αρκετούς από αυτούς υπάρχει μαρτυρία πως βρίσκονταν ζωντανοί στα χέρια των στρατευμάτων εισβολής. Η αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα των κατεχομένων με μαζική εισαγωγή χιλιάδων εποίκων από την Τουρκία και η καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο, συνιστούν επίσης, άλλες δύο πτυχές της κυπριακής τραγωδίας.