Όλο και συχνότερα φτάνουν ιστορίες στα αυτιά μας για ανθρώπους, γνωστούς και μη, οι οποίοι παραπονιούνται ότι πάσχουν από κατάθλιψη, άγχος, κρίσεις πανικού, εξάντληση, μοναξιά, χαμηλή λίμπιντο και εμμονικές ιδέες. Η καθημερινή χρήση τέτοιων όρων, οι οποίοι έχουν εισχωρήσει στην αργκό της γενιάς μας και ανταλλάσσονται με την ίδια συναδελφικότητα με την οποία θα αντάλλαζες δύο στριφτά τσιγάρα, δείχνουν ότι η ποιότητα της ζωής μας, αν μπορεί κανείς να κάνει λόγο για ποιότητα πια, πάει από το κακό στο χειρότερο. Η εργασιομανία μέχρι τελικής πτώσης, η υπερκόπωση, η δωρεάν εργασία, η εργασία χωρίς συμβάσεις, οι υπερωρίες οι οποίες δεν πληρώνονται ποτέ, καθώς και η διαρκώς αυξανόμενη πίεση από τον εκάστοτε μάνατζερ για να αυξήσεις την παραγωγικότητά σου, κάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερα σε λιγότερο χρόνο, ενώ παραμένεις χαμογελαστός, είναι πλέον η νόρμα.
Ο τρόπος αντιμετώπισης αυτής της ζοφερής πραγματικότητας και των προαναφερθέντων συμπτωμάτων, όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο, είναι να καταφύγεις στα ψυχοφάρμακα -αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά και ό,τι άλλο σου συνταγογραφήσουν οι απανταχού ψυχίατροι και «ψυχογνώστες». Η δε ευκολία με την οποία γράφουν πλέον φάρμακα, είναι μέρος μιας τάσης της ψυχιατρικής -η καθαρά βιολογική προσέγγιση- η οποία, βασισμένη στην αρχή ότι όλα αυτά τα συμπτώματα είναι καθαρά αποτέλεσμα της χημικής ανισορροπίας του εγκεφάλου, αναζητά τις ευθύνες στο ίδιο το άτομο, βγάζοντας εκτός συζήτησης κοινωνικο-πολιτικό-οικονομικούς παράγοντες.
Η ψυχίατρος Ελένη Μοσχονά, μου εξηγεί ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι διαγνώσεις και, κατ’ επέκταση η χορήγηση φαρμάκων, είναι βασισμένες πάνω σε δύο «εγχειρίδια», το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο για Ψυχικές Διαταραχές (DSM), της αμερικανικής σχολής, και τη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (ICD), την οποία ακολουθεί η αγγλοσαξονική σχολή. Στην Ελλάδα, ενώ η εκπαίδευση των ψυχιάτρων βασίζεται στο DSM, χρησιμοποιούνται και τα δύο, επιλογή/απόφαση που τίθεται στην ευχέρεια και κρίση του εκάστοτε ψυχίατρου, παρόλο που η ελληνική συνταγογράφιση απαιτεί το ICD. Το DSM και το ICD είναι ένα λεξικό διάγνωσης, ένα παγκοσμίως συμφωνημένο εργαλείο βάσει του οποίου πιστοποιούνται οι νόσοι και γίνεται η κλινική χορήγηση των αντιψυχωσικών φαρμάκων. Θεωρείται δε από πολλούς η «Βίβλος» της σύγχρονης ψυχιατρικής. Η κοινή λογική λέει ότι για να θεωρηθεί ότι πάσχεις από κάποια αρρώστια, πρέπει να παρουσιάζεις έναν αριθμό συμπτωμάτων. Με βάση το DSM όταν ο «ασθενής» έχει τουλάχιστον 3 από τα 5 συμπτώματα, τότε μπορεί να θεωρηθεί πάσχων.
Γιατί πρέπει να μας προβληματίσει ο τρόπος που γίνεται η διάγνωση;
Όπως έγραψε πρόσφατα o Peter Gøtzsche σε άρθρο της Guardian, ο ορισμός που δίνεται για τις ψυχιατρικές διαταραχές είναι πλατύς και αόριστος με αποτέλεσμα σε πολλούς ανθρώπους να δίνεται λανθασμένη διάγνωση. Tα διαγνωστικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται δεν υπάρχουν a priori, αλλά δημιουργούνται κατόπιν ψηφίσματος και εισάγονται στο DSM. Αυτό που ψηφίζεται είναι ένα σύστημα ταξινόμησης των συμπτωμάτων. Σκεφτείτε μόνο το ότι το DSM χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μια προσπάθεια θεραπείας στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η δεύτερη εκδοχή του (1968), η οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη ψυχοδυναμική θεωρία, δέχτηκε σκληρή κριτική από ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, δεδομένου ότι η ομοφυλοφιλία είχε καταγραφεί ως ψυχική διαταραχή. Το DSM έχει αναθεωρηθεί αρκετές φορές από τότε αλλά, δεδομένου του ότι καμία διάγνωση δεν υποστηρίζεται από αντικειμενικά ιατρικά στοιχεία και του ότι κανένα DSM δεν έχει αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, η αξιοπιστία του ως διαγνωστικό σύστημα αμφισβητείται.
Το αποτέλεσμα είναι ότι άνθρωποι οι οποίοι πάσχουν από ψυχική οδύνη αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή, χωρίς να γνωρίζουν τον τρόπο που λειτουργούν τα φάρμακα αυτά. Αυτό σύμφωνα με τoν Peter Gøtzsche έχει οδηγήσει στην αυξανόμενη εξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα, τα οποία πολλές φορές αντί να αντιμετωπίζουν, προκαλούν τα συμπτώματα τα οποία υποτίθεται ότι καταπολεμούν. Έρευνα του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δείχνει ότι τα ψυχοφάρμακα πολλές φορές εντείνουν την κατάθλιψη και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των αυτοκτονιών ειδικότερα στις νέες ηλικίες μέχρι τα 40.
Η καθαρά οργανική αντιμετώπιση μιας ψυχικής νόσου αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο σαν το άθροισμα των ατομικών κυττάρων του, εξαιρώντας από την κουβέντα τον παράγοντα κοινωνία και συντηρώντας έτσι ένα τρόπο ζωής ο οποίος χωρίς φάρμακα ίσως να ήταν μη-βιώσιμος. Αυτή η τάση της ψυχιατρικής είναι απόρροια και συντηρεί το νεοφιλεύθερο οικονομικό μοντέλο που προάγει το πρότυπο του εργασιομανή. Τα φάρμακα ναρκώνουν, δεν θεραπεύουν για να μπορέσει ο εξαντλημένος, βαριεστημένος, μηχανοποιημένος εργάτης να εξακολουθεί να σηκώνεται το πρωί για δουλειά. Η γενιά μας, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη γενιά, όπως έγραψε η JD Taylor, «είναι αγχώδης, παρανοϊκή, ανήσυχη και εξαντλημένη» και, η κανονικοποίηση όλων αυτών των ψυχιατρικών διαταραχών, οδηγεί στην παθητική αποδοχή τους ως ατυχή, αλλά αναπόφευκτα στοιχεία της κοινωνίας μας και του δρόμου προς την εργασιακή επιτυχία.
Το άγχος και ο φόβος, λέει η Taylor, είναι ψυχολογικά σημάδια ενός εξουσιαστικού μοντέλου το οποίο εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες. Όμως, εξηγεί, ένα ιδιαίτερο είδος άγχους και φόβου εμφανίζεται στον οικονομικό καπιταλισμό μέσω των διαρκώς αυξανόμενων πιέσεων τις οποίες δέχεται αυτός που ζει και εργάζεται στη νεοφιλελεύθερη κοινωνία. Το άγχος, η κούραση, η ανασφάλεια στον εργασιακό χώρο και η κατάθλιψη, αποδίδονται στο ίδιο το άτομο, στην ατομική ανικανότητά του να ανταπεξέλθει στον υπερβολικό φόρτο εργασίας του, το οποίο όντας άρρωστο πια και μη μπορώντας να αποδώσει, αυτο-ενοχοποιείται, καταφεύγοντας πλέον στην μοναδική διέξοδο, αυτή των φαρμάκων. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο συντηρείται κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργώντας συναισθήματα ανεπάρκειας και άγχους στο ίδιο το άτομο χωρίς να του επιτρέπει ποτέ να μπει στην διαδικασία τελικά να αναρωτηθεί γιατί εξακολουθεί να εργάζεται έτσι, όταν το ίδιο το σύστημα είναι άρρωστο και κατ’ επέκταση τον αρρωσταίνει.
Πολλοί, μην μπορώντας να λειτουργήσουν σε αυτό το σύστημα, αποκλείονται από τον εργασιακό χώρο. Το πρόβλημα ακριβώς είναι ότι οι ιδέες για την ψυχική υγεία, όπως δείχνει και η ιστορία του DSM το οποίο συνέχεια ανανεώνεται και εμπλουτίζεται με νέες διαταραχές, είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις κοινωνικο-πολiτικο-οικονομικές συνθήκες στις οποίες εμφανίζονται. Αυτές πρέπει να μας προβληματίσουν. Αυτές πρέπει να αλλάξουν.
Η απάντηση δεν είναι απαραίτητα η μη-χορήγηση φαρμάκων, αλλά η ενημερωμένη επιλογή του «ασθενή» για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διάγνωση και, ως εκ τούτου, των φαρμάκων που παίρνει, μου εξηγεί η παλιά μου συμφοιτήτρία η Ελένη, η οποία τώρα κάνει το διδακτορικό της στα «Πρώτα Στάδια της Ψύχωσης». Η πολιτικοποίηση της κουβέντας γύρω από την ψυχιατρική και η προσεκτική ακρόαση της προσωπικής ιστορίας του κάθε ασθενή (l' ecoute du recit), είναι πιο αναγκαίες από ποτέ. «Σήμερα είμαστε τελειωμένοι, ικανοί να δουλέψουμε μόνο για πολύ λίγα χρόνια ακόμη, σε κακοπληρωμένες δουλειές, πριν βρεθούμε πεταμένοι στο περιθώριο από τις αγορές εργασίες λόγω μη παραγωγικότητας», γράφει η Taylor, «...τα πράγματα θα χειροτερέψουν αν δεν πολιτικοποιήσουμε το άγχος και την κατάθλιψη και δεν ξεκινήσουμε αγώνα ώστε να βάλουμε σε προτεραιότητα την καλή υγεία των ατόμων στις κοινωνίες μας».
Τώρα που γράφω, το βίντεο με το ξέσπασμα του Μπούκουρα στα έδρανα της Βουλής έχει γίνει viral.
Απ’ ότι φαίνεται ακόμα και οι χρυσαυγίτες έχουν αδυναμίες.
Τα Lexotanil και τα Ladose μάλλον δεν κάνουν διακρίσεις.
Πηγή: vice
Είναι πολύ σύνηθες να αναρωτιέται κανείς αν η συχνότητα και το είδος της σεξουαλικής του συμπεριφοράς μοιάζει ή διαφέρει από αυτό που κάνουν άλλοι άνθρωποι και να κοιτάζει τις στατιστικές για τους μέσους όρους.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό δεν είναι το αν η συχνότητα και ο τρόπος που κάνουμε σεξ συμφωνεί με κάποιον μέσο όρο, αλλά το κατά πόσο κάθε άτομο νιώθει άνετα και ικανοποιημένο μέσα στη σεξουαλική του σχέση.
Είναι πολύ δύσκολο να καταλήξουμε σε κάποιον ορισμό σχετικά με το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι, διότι αυτό εξαρτάται από την κουλτούρα, τις πολιτισμικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, ακόμα και από τις απόψεις του κόσμου.
Μέσα σε αυτό το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο, όμως, οι πεποιθήσεις του ζευγαριού είναι ιδιαίτερα σημαντικές για το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι. Οι άνθρωποι μπορούν να ανταποκρίνονται σε μια μεγάλη ποικιλία ερωτικών ερεθισμάτων.
Εφόσον μια σεξουαλική συμπεριφορά ή φαντασίωση δεν οδηγεί σε συναισθηματική ή σωματική δυσφορία, σε ένταση στη σχέση ή σε προβλήματα σε άλλους τομείς της ζωής, δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί.
Πώς μπορεί να καταλάβει κάποιος αν καλύπτονται οι σεξουαλικές ανάγκες του/της συντρόφου του;
Ο καλύτερος τρόπος είναι να παρατηρούμε τον/τη σύντροφο και να συζητάμε ανοιχτά μεταξύ μας για το πώς νιώθουμε. Για παράδειγμα: η αναμονή ή η προσδοκία της σεξουαλικής επαφής δημιουργεί χαρά, ενθουσιασμό και διέγερση; Ή μήπως δημιουργεί την αίσθηση της πίεσης, ενοχές ή την αίσθηση της υποχρέωσης;
Επίσης, το κάθε άτομο μπορεί να σκεφτεί πώς νιώθει μετά τη σεξουαλική επαφή. Αισθάνεται ικανοποίηση, χαλάρωση και ευχαρίστηση; Ή αισθάνεται ενοχή, θυμό ή απογοήτευση;
Αν η αναμονή και η ολοκλήρωση της σεξουαλικής επαφής δημιουργούν ευχάριστα συναισθήματα και για τους δύο συντρόφους, τότε η σεξουαλική τους σχέση λειτουργεί θετικά για το ζευγάρι. Αν ένας από τους δύο ή και οι δύο νιώθουν αρνητικά συναισθήματα, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Η Εύη Κυράνα (www.kyrana.gr) είναι ψυχολόγος υγείας - σεξολόγος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, υπεύθυνη του Κέντρου Σεξουαλικής και Αναπαραγωγικής Υγείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ
Ποιες είναι οι φυσιολογικές τιμές της αρτηριακής πίεσης; Γιατί πρέπει να την μετράμε; Πως μπορεί να κατέβει;
Όλες οι απαντήσεις στο επιστημονικό άρθρο πυ ακολουθεί.
Μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την υγεία αποτελεί η αυξημένη αρτηριακή πίεση καθώς εγκυμονεί κινδύνους για την καρδιά, τον εγκέφαλο, τα νεφρά ακόμη και για τα μάτια. Σύμφωνα με στοιχεία 2.500.000 Έλληνες είναι υπερτασικοί και πάνω από 700 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υποφέρουν από υπέρταση.
Πότε λέμε ότι ένα άτομο πάσχει από αυξημένη αρτηριακή πίεση ή αρτηριακή υπέρταση;
Αρτηριακή πίεση είναι η πίεση που ασκεί το αίμα μας στην καρδιά και στα αγγεία ή γενικότερα στο κυκλοφορικό μας σύστημα. Όταν αυτή η πίεση είναι αυξημένη τότε λέμε ότι έχουμε ένα άτομο με αρτηριακή υπέρταση.
Τι εννοούμε όταν λέμε μεγάλη και μικρή πίεση; Η αρτηριακή πίεση διακρίνετε:
1) στην πίεση κατά τη διάρκεια που η καρδιά ευρίσκεται στη συστολική φάση και αυτή είναι η μεγάλη ή συστολική πίεση και 2) στην πίεση κατά τη διάρκεια της διαστολικής φάσης και αυτή η πίεση είναι η μικρή ή διαστολική πίεση.
Ποιες είναι οι φυσιολογικές τιμές της αρτηριακής πιέσης;
Βάσει τόσον της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπερτάσεως όσο και της Αμερικάνικης Εταιρείας οι τιμές της πίεσης έχουν ορισθεί ως εξής:
- Συστολική < 140mmHg
- Διαστολική < 90 mmHg
Οι τιμές από 130 έως 140 mmHg για την συστολική, και από 85 έως 90 mmHg για την διαστολική έχουν χαρακτηρισθεί ως προυπέρταση.
Άρα: Η ιδανική αρτ. υπέρταση για τα σημερινά δεδομένα είναι.
Υπάρχει ο 10λογος για τη σωστή μέτρηση της αρτηριακής πίεσης.
1.Προ της μετρήσεως χρειάζεται ξεκούραση τουλάχιστον για 5 λεπτά σε καθιστή ή ύπτια θέση και μετά ακολουθεί η μέτρηση.
2.Ο βραχίονας ή ο καρπός όπου εφαρμόζεται ο αεροθάλαμος να βρίσκεται στο ύψος της καρδιάς και το χέρι να είναι σταθερό και ακίνητο.
3.Δύο ή τρεις μετρήσεις κάθε φορά με μεσοδιάστημα 1-2 λεπτών συνήθως είναι αρκετές. Τις τελευταίες μετρήσεις τις θεωρούμε πιο αξιόπιστες.
4.Η περιχειρίδα τοποθετείται κατευθείαν πάνω στο βραχίονα και όχι πάνω από το μανίκι.
5.Το κέντρο του αεροθαλάμου (συνήθως υπάρχει σημάδι) πρέπει να είναι πάνω στο σημείο που ψηλαφάται η βραχιόνιος αρτηρία (στην έσω ή καμπτική επιφάνεια του αγκώνα).
6.Η μέτρηση πρέπει να γίνεται πάντα με ακουστικά και αυτά πρέπει να τοποθετούνται ακριβώς πάνω από την αρτηρία.
7.Το φούσκωμα του πιεσόμετρου πρέπει να φθάνει τα 200-220 mmHg.
8.Το ξεφούσκωμα πρέπει να γίνεται αργά (περίπου 10 χιλιοστά κάθε 5 δευτερόλεπτα).
9.Ο πρώτος σαφής ρυθμικός ήχος είναι η μεγάλη πίεση, ενώ η εξαφάνιση του ισοδυναμεί με την μικρή πίεση.
10.Η πίεση πρέπει να καταγράφεται σε χιλιοστά (πχ 140 mmHg και όχι 14. Τα κλασικά (μηχανικά ή υδραργυρικά) πιεσόμετρα έχουν ένδειξη για κάθε δύο χιλιοστά πίεσης πχ 100, 102, 104 κλπ.
Η πίεση δεν πρέπει να στρογγυλεύεται αλλά να αναγράφεται με το τελικό ζυγοψήφιο πχ: 142-88mmHg.
Η μέτρηση με ψηφιακό πιεσόμετρο πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και επιχειρείται σε άτομα με σχετικά λεπτό βραχίονα ή καρπό.
Τέλος θα πρέπει να αποφεύγεται σε άτομα που εμφανίζουν αρρυθμίες (πχ χρόνια κολπική μαρμαρυγή, έκτακτες κοιλιακές συστολές κλπ).
Τι πρέπει να κάνει ένα υπερτασικό άτομο για να αντιμετωπίσει την αυξημένη αρτηριακή πίεση;
Και εδώ υφίσταται ο 10λογος για την αντιμετώπιση της αρτηριακής πίεσης.
1.Περιορισμός όσον το δυνατόν περισσότερο της πρόσληψης νατρίου (μαγειρικό αλάτι, διάφορες σόδες κ.λ.π.).
2.Ρύθμιση του σωματικού βάρους στο φυσιολογικό.
3.Μείωση των ζωικών και κεκορεσμένων λιπών στην διατροφή του.
4.Αντικατάσταση των παραπάνω τροφών με ψάρια, χορταρικά και φρούτα.
5.Αποφυγή της υπερβολικής χρήσης οινοπνεύματος.
6.Αύξηση σωματικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια των καθημερινών του ενασχολήσεων ή προγραμματισμένη άσκηση (σε γυμναστήρια, γήπεδα κλπ).
7.Διακοπή του καπνίσματος. H μείωση δεν θεωρείται ικανοποιητικός τρόπος αντιμετώπισης.
8.Έλεγχος της καθημερινής σωματικής και ψυχικής καταπόνησης (αποφυγή stress).
9.Έλεγχος και των υπόλοιπων προδιαθεσικών παραγόντων για εμφάνιση νόσου του καρδιαγγειακού συστήματος (ρύθμιση του επιπέδου χοληστερίνης, παρακολούθηση του σακχάρου του αίματος, απώλεια βάρους ).
10.Καρδιολογική παρακολούθηση και εργαστηριακή τεκμηρίωση κάθε 6 ή 12 μήνες το αργότερο, με υπερήχους καρδιάς και για τις περιπτώσεις με μεγάλη διακύμανση της αρτηριακής πίεσης, 24ώρη μελέτη με φορητές συσκευές μετρήσεως της (holter πιέσεως).
Αναστάσιος Μ. Σπανός,
MD., FESC
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Ειδικός Καρδιολόγος Ν.Ν.Α.