Το ελληνικό ελαιόλαδο, γνωστό ως «πράσινος χρυσός», θα έπρεπε να αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα για τον εξαγωγικό τομέα της χώρας.
Ωστόσο, προσφέρει ένα μάθημα για να ξεπεραστούν οι οικονομικές δυσκολίες γιατί η χώρα μας παραμένει βαθιά μη ανταγωνιστική παρά τις ασφυκτικές πιέσεις με την πάροδο του χρόνου να ενισχύσει την οικονομία της, επισημαίνει η δημοσιογράφος Νεκταρία Σταμούλη σε ανταπόκρισή της από την Μεσσηνία σε άρθρο που δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Wall Street Journal».
Υπό τον τίτλο:«Greece’s Olive Oil Industry Offers a Lesson on Economic Hurdles» (Η βιομηχανία ελαιόλαδου στην Ελλάδα προσφέρει ένα μάθημα για τις οικονομικές δυσκολίες), το εκτενές άρθρο της εφημερίδας αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Οι εργάτες στο ελαιοτριβείο του κυρίου Γιάννη Σκιαδά, πίεζαν τις βραβευμένες ελιές της Καλαμάτας για να πάρουν το πυκνό, αρωματικό λάδι, γνωστό τοπικά ως «πράσινος χρυσός», το περισσότερο από το οποίο θα σταλεί στο εξωτερικό και θα αναμειχθεί με ιταλικό ελαιόλαδο. Ο κ. Σκιαδάς θα μπορούσε να κερδίσει τα τριπλάσια αν δημιουργούσε μία εταιρεία για το λάδι του και το πουλούσε μόνος. Ωστόσο, αυτό θα απαιτούσε επένδυση σε κάθε βήμα, από την καλλιέργεια έως το marketing. ΄Όμως η ρευστότητα που προσφέρουν οι Ιταλοί πελάτες είναι ελκυστική μετά από μία δεκαετία σχεδόν οικονομικού πόνου στην Ελλάδα. «Ο Θεός να έχει καλά τους Ιταλούς», δήλωσε ο κ. Σκιαδάς.
Η Ελλάδα, στο ελαιόλαδο θα μπορούσε να έχει σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, με το κλίμα που είναι ιδανικό για την καλλιέργεια, καθώς και μία μείωση 22% του εργατικού κόστους από το 2010, περίπου όταν ξεκίνησε η κρίση. Αλλά η χώρα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί το χαμηλό κόστος για να ξεπεράσει τις οικονομικές κακουχίες. Η αξία των ελληνικών εξαγωγών μειώθηκε πέρυσι, παρά τα χρόνια προσπαθειών για την προώθηση ανάπτυξης βασισμένης στα προϊόντα που εξάγονται.
Επώδυνη η αποτυχία των ελαιοπαραγωγών
Το επίμαχο δημοσίευμα αναφέρει επίσης ότι, η αποτυχία των ελαιοπαραγωγών στην Ελλάδα να βγουν στη διεθνή αγορά με το δικό τους λάδι είναι ιδιαίτερα επώδυνη. Η Ελλάδα είναι 3η παγκοσμίως σε παραγωγή ελαιολάδου, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, αλλά μόλις το 4% του ελαιολάδου που πωλείται παγκοσμίως συσκευασμένο είναι ελληνικής προέλευσης,σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (2015). Κι αυτό γιατί οι Έλληνες παραγωγοί ελαιόλαδου έχουν κυρίως «κολλήσει» στο να παράγουν για άλλους, χωρίς να μπορούν ή χωρίς να θέλουν να επενδύσουν στο να δημιουργήσουν εταιρικό προϊόν δικό τους το οποίο μπορεί να πουληθεί σε καλές τιμές στις ξένες αγορές. Μόνο το 27% του ελληνικού ελαιόλαδου εξάγεται ως εταιρικό προϊόν, σε σύγκριση με το 50% της Ισπανίας και το 80% της Ιταλίας.
«Η Ελλάδα δεν έχει επενδύσει στο να δημιουργήσει «brand name», όπως η Ιταλία και η Ισπανία», δήλωσε η κ. Χριστίνα Σακελλαρίδη, επικεφαλής του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων. «Τώρα είναι δύσκολο να βγεις στον ανταγωνισμό» πρόσθεσε. Επιμένοντας στο λάδι χύμα προς πώληση και όχι ως εταιρικό προϊόν, η Ελλάδα χάνει 250 εκατομμύρια ευρώ σε έσοδα κάθε χρόνο, σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, τα οποία χρειάζεται απεγνωσμένα. Γι’ αυτούς που επενδύουν το όφελος μπορεί να είναι σημαντικό.
protothema.gr