«Η συζήτηση (σ.σ. για την ελάφρυνση του χρέους) είναι, ήδη, στο τραπέζι και είναι ζήτημα λίγων εβδομάδων να έχουμε καλά νέα»: την είδηση αυτή δίνει ο πρωθυπουργός στο άρθρο του, που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της «Εφημερίδας των Συντακτών».
Θέμα για το οποίο σημειώνει επίσης ότι «μετά το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, θα τεθούν, επιτέλους, οι όροι για την ελάφρυνση του χρέους –ενός χρέους, που οι προηγούμενες κυβερνήσεις θεωρούσαν ότι είναι βιώσιμο… Η δεύτερη αξιολόγηση θα κλείσει έγκαιρα, ώστε μαζί με τις αποφάσεις για το χρέος και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ‘ποσοτική χαλάρωση’, να ανοίξουν οι προϋποθέσεις για επιστροφή της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά. Το ίδιο λένε πλέον και οι θεσμοί».
Απόρροια των παραπάνω εξελίξεων, η επιστροφή της ελπίδας, αφού «σε πείσμα όλων των προβλέψεων, όλων των δυσκολιών που προκύπτουν από μια σκληρή διαπραγμάτευση, αλλά και σε πείσμα των ‘προφητών της διχόνοιας και της καταστροφής’, που επενδύουν πολιτικά στην αποτυχία, η στιγμή που ο τόπος θα γυρίσει σελίδα, είναι, πλέον κοντά», εκτιμά ο πρωθυπουργός. Για να καταθέσει τη φιλοδοξία, «η κυβέρνηση της Αριστεράς, να μη καταγραφεί ιστορικά ως μια ακόμη κυβέρνηση της κρίσης, αλλά η κυβέρνηση που έβγαλε τη χώρα από τη κρίση». Ενώ εν συνεχεία προσθέτει: «Διανύουμε λοιπόν το τελευταίο κομμάτι μιας δύσκολης διαδρομής –και αυτό το λέμε με απόλυτη επίγνωση των δυσκολιών που βρίσκονται, ακόμη, μπροστά μας. Θα τις αντιμετωπίσουμε, όπως αντιμετωπίσαμε και όλες τις προηγούμενες».
Ενώ μια άλλη φράση χαρακτηριστική είναι αυτή: «Η νέα εποχή για την Ελλάδα θα είναι μια εποχή σταθερότητας. Μια εποχή κανονικότητας, χωρίς τις στρεβλώσεις του παρελθόντος. Μια εποχή εδραιωμένης κοινωνικής συνοχής, χωρίς αποκλεισμούς». Όσον αφορά το τελευταίο δε, διαβεβαιώνει ότι «σε αυτή την πορεία ανάκαμψης, δεν μπορούμε, ούτε πρόκειται να αφήσουμε πίσω εκείνους που χτυπήθηκαν περισσότερο από τα 6 χρόνια κρίσης και άγριας λιτότητας. Καμία ανάπτυξη και καμία παραγωγική ανασυγκρότηση δεν οικοδομείται σε κοινωνικά ερείπια».
Μιλώντας για την Αριστερά, επισημαίνει ότι «ανέλαβε για πρώτη φορά τη διακυβέρνηση του τόπου, ίσως στη πιο δύσκολη στιγμή για τη χώρα από τη μεταπολίτευση και μετά. Για άλλους κακή τύχη, για τους γνώστες, όμως, της ιστορίας αναμενόμενο. Η ιστορία ποτέ δε θυμάται την αριστερά για τα εύκολα, μα για να βγάλει το φίδι από τη τρύπα», γράφει εισαγωγικά. Και στον επίλογο του άρθρου του, «η Αριστερά και ο ελληνικός λαός γνωρίζονται πολύ καλά.
Είμαστε νέοι στην εξουσία, αλλά όχι στις σχέσεις με την κοινωνία. Η Αριστερά προέρχεται από τον λαό και όχι από τα χρηματιστήρια, τις τράπεζες και τα funds. Γι’ αυτό και αντέχει. Αν κάποιοι εντυπωσιάζονται από την αντοχή της κυβέρνησης, απλά, δεν έχουν κατανοήσει αυτή την στενή ιστορική σχέση που υπάρχει σε αυτόν τον τόπο, ανάμεσα στην κοινωνία και την Αριστερά… Η δύναμη αυτής της κυβέρνησης είναι η εμπιστοσύνη του λαού και η σχέση τιμής που έχουμε μαζί του. Με αυτή τη δύναμη, προχωράμε με σταθερά βήματα προς τους στόχους μας. Κλείνουμε τον επώδυνο κύκλο της επιτροπείας, και ανοίγουμε μια νέα σελίδα για τον τόπο». Ενώ απαντά και στην κριτική που δέχεται η κυβέρνηση για τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης του καλοκαιριού του 2015: «Καταλήξαμε σε ένα συμβιβασμό που μειώνει κατά 22 δισ. στη τριετία τη λιτότητα, χωρίς ωστόσο να την καταργεί».
Αναφέρεται όμως και στους πολιτικούς του αντιπάλους, τους οποίους κατηγορεί ότι «με κάθε τρόπο επιχειρούν να ανακόψουν την πορεία για την έξοδο από την κρίση, και την παραγωγική και θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας, και ενδιαφέρονται για ένα και μοναδικό πράγμα: την επιστροφή τους στην εξουσία μαζί με ένα ολόκληρο σύστημα συμφερόντων που για δεκαετίες αντιμετώπισε το κράτος ως λάφυρο και ως εργαλείο για την ικανοποίηση των κάθε είδους ελίτ».
Με κύριο εκπρόσωπο αυτής της τάσης, «το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που) υπονόμευσε το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, και επιχειρεί το ίδιο με την δεύτερη. Ταυτίζεται με τις πιο ακραίες φωνές στο θέμα του χρέους, συνδέοντας ευθέως την επίλυσή του με ένα «τέταρτο Μνημόνιο».
Αναφερόμενος εξάλλου στην πρόφατη ομιλία του προέδρου της Ν.Δ. Κυριάκου Μητσοτάκη ενώπιον ξένων επενδυτών και πως εκεί «μίλησε με τα χειρότερα λόγια για τις προοπτικές της οικονομίας και ζήτησε εκλογές», ο πρωθυπουργός θέτει το ρητορικό, κατ’ αυτόν, ερώτημα: «Μήπως μπερδεύτηκε και νόμιζε ότι μιλά σε κομματικό κοινό; Δυστυχώς όχι», απαντά και εξηγεί: «Γιατί η Νέα Δημοκρατία έχει στρατηγικό σχέδιο την αποσταθεροποίηση της χώρας και της οικονομίας, προκειμένου να χρεώσει στην Αριστερά τη κρυφή της ατζέντα, ένα ‘4ο μνημόνιο’ σκληρής λιτότητας και κοινωνικής διάλυσης». Άλλωστε, «στην πραγματικότητα, το σχέδιο της Νέα Δημοκρατίας είναι ένα: Να φανεί χρήσιμη στους πιο ακραίους κύκλους του διεθνούς και του εγχώριου οικονομικού κατεστημένου και ταυτόχρονα να τιμωρήσει τον ελληνικό λαό για την εμπιστοσύνη που έδειξε στην Αριστερά».
Μεγάλο μέρος του άρθρου, που έχει τίτλο, «Με σταθερά βήματα για την ανάκαμψη και τη δημοκρατία», εστιάζεται στις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές: «Οφείλουμε να επινοήσουμε θεσμούς δημοκρατίας και χώρους ελευθερίας όπου η κοινωνία θα μπορεί να ενημερώνεται, να κρίνει και να συμμετέχει. Αυτή ακριβώς είναι η λογική με την οποία η κυβέρνηση προχωρά στον κοινωνικό διάλογο για την Συνταγματική Αναθεώρηση, με την επιδίωξη, οι τομές που θα εισαχθούν προς συζήτηση στην προβλεπόμενη κουνοβουλευτική διαδικασία, να έχουν ένα ουσιαστικό ριζοσπαστικό αποτύπωμα».
Και κλείνει με την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό: «Μέσα σε ένα μόλις χρόνο γίναμε πρωταγωνιστές των εξελίξεων. Εκεί που παλιότερα κανείς δε μας πλησίαζε, τώρα επισκέπτονται τη χώρα μας, διαδοχικά, ξένοι ηγέτες με παγκόσμια επιρροή. Γιατί αποδείξαμε, με τεράστια και συστηματική προσπάθεια η Ελλάδα δεν είναι ο φτωχός συγγενής. Έχει φωνή και υπερασπίζεται πανανθρώπινες αξίες».
ΑΠΕ