Εν μέσω Συμπληγάδων από το αυξημένο κόστος του νέου τύπου καυσίμου και την ενίσχυση του ανταγωνισμού από τις αεροπορικές εταιρείες. Πόσο θα επιβαρυνθούν τα αποτελέσματα των εταιρειών του κλάδου και το κόστος ναυπήγησης νέων πλοίων.
Στην τελική φάση της προετοιμασίας τους για το δύσκολο πέρασμα από τον… κάβο του 2020 έχουν εισέλθει οι ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις. Είναι η χρονιά έναρξης εφαρμογής της υποχρέωσης των πλοίων της ακτοπλοΐας να καταναλώνουν καύσιμο χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο.
Ο νέος τύπος καυσίμου (IFO 0,5%) αναμένεται να είναι 45% ακριβότερος από τον τύπο που χρησιμοποιείται σήμερα και οι εταιρείες (με σημερινές τιμές) θα πληρώνουν 150 ευρώ περισσότερα ανά τόνο.
Τι θα σημάνει για τις ακτοπλοϊκές εταιρείες η χρήση του νέου καυσίμου το 2020 το περιέγραψε ο Μιχάλης Σακέλλης, πρόεδρος του Συνδέσμου επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στο ναυτιλιακό συνέδριο TheSeaNation Conference. «Η επιβάρυνση αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τα αποτελέσματα των ακτοπλοϊκών εταιρειών κατά 70 εκατ. ευρώ».
Οι λύσεις που καλούνται να υιοθετήσουν οι εταιρείες προκειμένου να συμμορφωθούν με τους νέους κανονισμούς περιλαμβάνουν από την τοποθέτηση ειδικών φίλτρων ή και τη χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Οι πιο πάνω λύσεις, ωστόσο, θεωρούνται από ιδιαίτερα κοστοβόρες έως και απαγορευτικές για οικονομικούς και εμπορικούς λόγους από τις επιχειρήσεις του κλάδου.
Με δεδομένο πως η τοποθέτηση φίλτρων και η χρήση LNG θεωρούνται εμβαλωματικού χαρακτήρα και ιδιαίτερα κοστοβόρες, η ριζική «θεραπεία» αναζητείται στα πλοία νέας γενιάς, που θα χτιστούν τα επόμενα χρόνια. Οι ακτοπλοϊκές εταιρείες, ωστόσο, καλούνται να εξασφαλίσουν αυξημένα κεφάλαια, αφού η ναυπήγηση των νέων πλοίων (ανάλογα με τον τύπο τους) θα κοστίζουν 10-15% ακριβότερα, εξαιτίας των αναβαθμισμένων προδιαγραφών προστασίας του περιβάλλοντος.
Κι αν το 2020 φαντάζει μακρινό σε κάποιους, οι ακτοπλοϊκές εταιρείες έχουν αρχίσει ήδη να επαναχαράσσουν τη ρότα τους. Κι αυτό καθώς από την 1/1/2018 εφαρμόζεται ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός MRV 2015/757, σύμφωνα με τον οποίο οι επιχειρήσεις ακτοπλοΐας θα πρέπει να πιστοποιηθούν με βάση ένα σχέδιο παρακολούθησης, καταμέτρησης και κοινοποίησης των ρύπων διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που εκπέμπουν οι μηχανές των πλοίων τους.
Για τους ρύπους CO2 αναμένεται να επιβληθούν πρόσθετες επιβαρύνσεις στις ακτοπλοϊκές εταιρείες, το ύψος των οποίων δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα.
Οι πιο πάνω προσαρμογές στη λειτουργία των πλοίων της ακτοπλοΐας εντάσσονται στα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος που έχουν ληφθεί, με στόχο να μειωθούν οι εκπομπές ρύπων των πλοίων. Ήδη σε ό,τι αφορά τους ρύπους διοξειδίου του άνθρακα (CO2), η ναυτιλία συμμετέχει με 2,2% (επί των συνολικών εκπομπών του πλανήτη) έναντι 3,3% το 2009, ενώ προβλέπεται να μειωθεί στο 1,8% το 2020.
Στον χώρο της ακτοπλοΐας, ιδιαίτερα, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η μετάβαση στη χρήση καυσίμων IFO νέας γενιάς. Το 2012 μειώθηκε η περιεκτικότητα του καυσίμου σε θείο από 3,5% σε 1,5% και το 2020 πρόκειται να μειωθεί περαιτέρω, στο 0,5%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των διοικήσεων των ακτοπλοϊκών επιχειρήσεων, οι πιο πάνω επιβαρύνσεις θα έχουν αναπόφευκτη αρνητική επίδραση στα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών αλλά και στην επιβατική κίνηση.
Οι πιέσεις που δέχονται, ωστόσο, οι ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις εξαιτίας των απαιτήσεων προσαρμογής τους στις ρυθμίσεις για την προστασία του περιβάλλοντος αποτελούν τη μια όψη του… κάβου που καλείται να περιπλεύσει ο κλάδος. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν πρόκειται για κάβο αλλά για… Συμπληγάδες. Κι αυτό καθώς ενισχύεται η πίεση που δέχονται οι ναυτιλιακές εταιρείες από τις αεροπορικές. Η είσοδος ολοένα περισσότερων εγχώριων και ξένων «παικτών» στην ελληνική αγορά αερομεταφορών διαμορφώνει το σκηνικό ενός επικείμενου πολέμου τιμών μεταξύ τους.
Ο λόγος είναι πως οι νέοι αεροπορικοί «παίκτες» μειώνουν τους ναύλους τους στα όρια των ναύλων της ακτοπλοΐας ή και χαμηλότερα, σε μια προσπάθεια να «βάλουν πόδι» στην αγορά, αποσπώντας ένα αρχικό μερίδιο.
Έχοντας να διέλθουν από Συμπληγάδες οι ακτοπλοϊκές εταιρείες θέτουν ήδη θέμα θεσμικών αλλαγών, προκειμένου να απαλλαγούν από υποχρεώσεις παροχής Δημόσιας Υπηρεσίας (δρομολόγια «άγονης» γραμμής) και μεγαλύτερη ευελιξία στην εκμετάλλευση των πλοίων, δηλαδή τις γραμμές όπου θα τοποθετούν τα πλοία τους και τη συχνότητα των δρομολογίων.
Οι επιχειρήσεις του κλάδου επισημαίνουν τη σημασία της ακτοπλοΐας για την Ελλάδα αλλά και τη συμβολή της στην ακτοπλοΐα της Ευρώπης συνολικά.
Η ακτοπλοΐα σε αριθμούς
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ΣΕΕΝ Μ. Σακέλλη, το συνολικό θαλάσσιο μεταφορικό έργο επιβατών στην Ευρώπη ανέρχεται σε 215.000.000 επιβάτες, από τους οποίους το 15% ή 32 εκατ. ταξιδιώτες αφορούν την Ελλάδα και το 16% (35 εκατ. επιβάτες) την Ιταλία. Ελλάδα και Ιταλία, δηλαδή, αντιπροσωπεύουν το 31%της συνολικής ευρωπαϊκής κίνησης.
Ταυτόχρονα, εκτιμάται πως στην Ε.Ε διακινούνται περί τα 100-150 εκατ. τόνους εμπορευμάτων με πλοία της επιβατηγού ναυτιλίας, ενώ στις γραμμές Ελλάδας-Ιταλίας διακινούνται με πλοία 1,6 εκατ. εμπορικά οχήματα, μεταφέροντας 13 εκατ. τόνους εμπορευμάτων.
Στις ελληνικές θάλασσες, τα πλοία της ακτοπλοΐας εξυπηρετούν συνολικά 100 νησιά. Τα 27 από αυτά διαθέτουν αεροδρόμιο, ενώ τα υπόλοιπα 73 εξυπηρετούνται συγκοινωνιακά μόνο μέσω ακτοπλοϊκών δρομολογίων.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΣΕΕΝ, στις ελληνικές ακτοπλοϊκές και πορθμειακές γραμμές διακινήθηκαν το 2016 31,6 εκατ. επιβάτες, 8,3 εκατ. ΙΧ οχήματα και 1,3 εκατ. φορτηγά αυτοκίνητα. Σε ό,τι αφορά την τουριστική κίνηση, τα πλοία της ακτοπλοΐας διακινούν κάθε χρόνο 10 εκατ. τουρίστες στις γραμμές του Αιγαίου και του Ιονίου και 1 εκατ. ταξιδιώτες στις γραμμές της Αδριατικής.
Με τα επιβατηγά/οχηματαγωγά πλοία της ακτοπλοΐας, ταυτόχρονα, διακινούνται από/προς και μεταξύ των νησιών το σύνολο των εμπορευμάτων για την κάλυψη των τοπικών αναγκών τους.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο των εταιρειών του κλάδου (ΣΕΕΝ), η άμεση και έμμεση επίδραση της ακτοπλοΐας υπολογίζεται πως ανέρχεται σε 12,9 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 7,3% του ΑΕΠ. Επιπλέον, αν συνυπολογιστούν τα δρομολόγια της Αδριατικής, η συνολική επίδραση της Ακτοπλοΐας στην ελληνική οικονομία εκτιμάται πως ξεπερνά τα 16 δισ. ευρώ ή 9,2% του ΑΕΠ.
Παναγιώτης Δ. Υφαντής-euro2day.gr