«Ζωή» στο πολύπαθο κέντρο της Αθήνας δίνει και πάλι η πλατεία Ομονοίας η οποία -μετά και από πολύμηνες εργασίες- παραδόθηκε χθες ανανεωμένη στους κατοίκους και τους επισκέπτες της. Η πλατεία πλέον δεν είναι ένας γκρίζος κυκλοφοριακός κόμβος, αλλά ένα σημείο συνάντησης, συνδέοντας κατά έναν μαγικό τρόπο το χθες με το σήμερα.
Τα προστατευτικά που είχαν τοποθετηθεί «έπεσαν», η πλατεία Ομονοίας αποκαλύφθηκε με το τεράστιο σιντριβάνι να κλέβει τις εντυπώσεις. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα σε όγκο νερού στην Ευρώπη με διάμετρο 30 μέτρων που ο κεντρικός του πίδακας τινάζει το νερό σε ύψος ως και 20 μέτρα ενώ συνολικά διαθέτει 188 δέσμες νερού και 177 υποβρύχιους προβολείς που δημιουργούν μια πανδαισία φωτός και χρωμάτων.
Γύρω από το σιντριβάνι υπάρχει γκαζόν και ολόκληρη η υπόλοιπη πλατεία, συνολικού εμβαδού 4,5 στρεμμάτων, καλύφθηκε με φιλικά στο περιβάλλον υλικά τα οποία στη διάρκεια του καλοκαιριού χαμηλώνουν τη θερμοκρασία. Μετά από πολλά χρόνια σε λειτουργία μπήκε ξανά και το σπουδαίο υδροκινητικής λειτουργίας γλυπτό του Γιώργου Ζογγολόπουλου.
«Η Ομόνοια γίνεται παράλληλα και μία όαση δροσιάς, καθώς σιντριβάνια τόσο μεγάλου μεγέθους μειώνουν τη θερμοκρασία σε σημαντική ακτίνα, ενώ η συνεχής ανακυκλοφορία του αφρισμένου νερού απορροφά τους ρύπους από την ατμόσφαιρα», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Δήμος Αθηναίων.
Η συμβολή μεγάλων εταιριών και ιδρυμάτων ήταν καθοριστική, σημειώνει ο Δήμος, ώστε το συνολικό έργο της αναβάθμισης της πλατείας να προχωρήσει γρήγορα, αφού ξεκίνησε τον περασμένο Νοέμβριο και ήταν έτοιμο από τα τέλη Φεβρουαρίου, αλλά η υγειονομική κρίση και οι περιορισμοί στην κυκλοφορία δεν επέτρεψαν να αποδοθεί στους κατοίκους.
Δωρητές του έργου είναι το «Κοινωφελές Ιδρυμα Αθανάσιου Κ. Λασκαρίδη», η «Fontana Fountains» που κατασκεύασε το σιντριβάνι, ο «Ομιλος ΕΛΛΑΚΤΩΡ».
Για το γλυπτό του Ζογγολόπουλου καθοριστική ήταν η δωρεά του Ιδρύματος Ωνάση. Συμβολή στην ολοκλήρωση του έργου είχαν επίσης οι εταιρίες: «LANDCO ΕΠΕ», «AGROHOUM Α.Ε.», «KERGON ΙΚΕ» και «Green Code – Γ.Χ. Μπακούλας & ΣΙΑ ΕΕ».
Σε δηλώσεις του ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης επεσήμανε, ανάμεσα στα άλλα, ότι «η Ομόνοια είναι ένα κομμάτι του ψηφιδωτού που δημιουργεί ο Μεγάλος Περίπατος. Το συμπληρώνει και το αναδεικνύει. Αισθανόμαστε υπερήφανοι για κάθε εκατοστό ελεύθερου χώρου που αποδίδεται στις Αθηναίες και τους Αθηναίους».
Μάλιστα σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και με αφορμή την επαναλειτουργία της πλατείας, αφηγήθηκε μια ιστορία από τον πατέρα του όταν στο τέλος της δεκαετίας του ’50, για πρώτη φορά, παίρνει το ΚΤΕΛ για Αθήνα.
«….γύρισε την πλατεία τουλάχιστον 30 φορές. Εκεί που στάθηκε όμως και πέρασε δυο ώρες ήταν στις ηλεκτρικές σκάλες. Τις ανέβαινε και τις κατέβαινε, προσπαθώντας να σκεφτεί τι θα έγραφε στον πατέρα του, τον παπά, για να τις περιγράψει. Αισθανόταν, μας έλεγε, δεκαετίες μετά, πως αφού έφτασε εδώ, όλα είναι δυνατά. Στο σήμερα, που όλα τριγύρω αλλάζουν και που η κεντρική πλατεία της πόλης έχει πολλές σημειολογίες, ένα μένει ίδιο: Η αισιοδοξία της Ομόνοιας. Και η συμβολική της διάσταση ως απάντηση στην ανισότητα».
Από το Κοινωφελές Ιδρυμα Αθανάσιου Κ. Λασκαρίδη, η εκτελεστική διευθύντρια Δρ. Αγγελική Κοσμοπούλου τόνισε τα εξής: «Η Ομόνοια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της Αθήνας. Με την ανάπλαση της πλατείας και την κατασκευή του υπερσύγχρονου και αισθητικού σιντριβανιού, η Ομόνοια ξαναγίνεται σημείο αναφοράς για την πόλη, ανακτώντας την αίγλη της».
Οι εκπρόσωποι της Fontana Fountains δήλωσαν περήφανοι «που φέραμε ξανά στην πόλη μας την τεχνογνωσία και την εμπειρία μας από έργα σε 80 χώρες για να γίνει ο συνδετικός κρίκος τού χθες με το σήμερα και αυτό που όλοι θυμόμαστε και θέλουμε να ξαναζήσουμε».
Από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος του Ομίλου ΕΛΛΑΚΤΩΡ, Δημήτρης Καλλιτσάντσης, σημείωσε «οι πλατείες δεν είναι απλά καλλωπιστικά στοιχεία μίας πόλης. Είναι σημεία αναφοράς μίας συλλογικής αίσθησης “ανήκειν” και “μοιράζεσθαι”, η σημασία της οποίας συχνά παραβλέπεται». Ενώ η διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου τόνισε ότι «η πλατεία Ομονοίας δεν ενώνει μόνο ορισμένους από τους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης. Ενώνει και νοηματικά το παρελθόν με το μέλλον της, είναι ένας παραδοσιακός τόπος συνάντησης, ένα εμβληματικό σημείο στο χαμηλό υπογάστριο της Αθήνας».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου