Η ιστορική… κατάρρευση που καταγράφεται στο αμερικανικό πετρέλαιο δεν θα επηρεάσει την ελληνική αγορά καυσίμων, ξεκαθαρίζουν στελέχη του κλάδου. Κι αυτό διότι οι εγχώριες τιμές εξαρτώνται από την πορεία του μπρεντ, που είναι μεν πτωτική, αλλά σε κάθε περίπτωση πιο διαχειρίσιμη.
Χθες η τιμή του μπρεντ έκανε βουτιά της τάξεως του 28% και διαμορφώθηκε στα 18,31 δολάρια το βαρέλι. Πρόκειται για τα χαμηλότερα επίπεδα από το 2002, με τις απώλειες να έχουν περιοριστεί, ωστόσο, ελαφρώς, στο 20%.
Με αυτά τα δεδομένα, οι πρατηριούχοι εκτιμούν πως από εκεί που πωλείται, ήδη, πολύ οικονομικά, σήμερα, η απλή αμόλυβδη, περί τα 1,35 ευρώ το λίτρο (μέση πανελλήνια τιμή), θα… πέσει στα 1,30 ευρώ το λίτρο εντός των επόμενων ημερών.
Πιο συγκεκριμένα, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ), Γιάννης Αληγιζάκης, επισήμανε στον «Ε.Τ.» πως η τεράστια πτώση στο αμερικανικό πετρέλαιο δεν επηρεάζει τη διεθνή αγορά που συναλλάσσεται η Ελλάδα και κατ’ επέκταση τις τιμές στα εγχώρια καύσιμα. Απεναντίας, η χώρα μας εξαρτάται από την τιμή μπρεντ, η οποία -κατά τα λεγόμενά του- καταγράφει ένα περισσότερο διαχειρίσιμο ποσοστό υποχώρησης. Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τιμής του μπρεντ τις προσεχείς ημέρες έχουν δύο μεταβλητές: η πορεία του κορωνοϊού και η άρση των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπισή του. Αυτές θα κρίνουν αν θα συνεχιστεί η πτωτική πορεία στην τιμή του μπρεντ ή αν θα οδεύσουμε, σταδιακά, προς τη σταθεροποίησή της.
Προσθέτως, ο κ. Αληγιζάκης εγγυήθηκε πως η Ελλάδα έχει αποθέματα καυσίμων και δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα πρόβλημα στην τροφοδοσία της αγοράς. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας», δήλωσε καθησυχαστικά. Αναφερόμενος, ταυτόχρονα, στους αποθηκευτικούς χώρους των καυσίμων στη χώρα μας, υποστήριξε πως διαθέτουμε επάρκειες.
Αξίζει να σημειωθεί για την περίπτωση των ΗΠΑ πως βάσει εκτιμήσεων από τους διεθνείς αναλυτές η περίσσεια παραγωγή θα οδηγήσει σε εξάντληση των αποθηκευτικών χώρων πετρελαίου περί τα μέσα Μαΐου. Αυτή η εξέλιξη έχει στρέψει τους παραγωγούς και τους εμπόρους πετρελαίου σε πρακτικές που παραδοσιακά υιοθετούνται όταν κατρακυλάει η τιμή του πετρελαίου, πόσω μάλλον τις τελευταίες ημέρες.
Οι Ελληνες πλοιοκτήτες -μεταξύ άλλων- που διαθέτουν τάνκερ δέχονται κρούσεις προκειμένου να ενοικιάσουν τα πλοία τους για αποθηκευτικούς χώρους καυσίμων. Βάσει υπολογισμών, οι Ελληνες εφοπλιστές ελέγχουν, σήμερα, το 26% της παγκόσμιας μεταφορικής ικανότητας δεξαμενοπλοίων.
Από εκεί και πέρα, όσον αφορά στην εγχώρια ζήτηση καυσίμων εξακολουθεί, λόγω των περιοριστικών μέτρων, να κινείται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Οι φορείς του κλάδου καταγράφουν πτώση 70% στις βενζίνες, σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι. Η υποχώρηση είναι ακόμη μεγαλύτερη αν συγκριθεί η παρούσα κατανάλωση με αυτήν που υπήρχε λίγες ημέρες πριν από την καραντίνα – κάποιοι πρατηριούχοι κάνουν λόγο για 80%-85%.
Αντίστοιχα, και στο πετρέλαιο κίνησης η κατανάλωση ακολουθεί καθοδική πορεία. Σε σχέση με τον περυσινό Απρίλιο από τις εταιρίες εμπορίας σημειώνουν πως η πτώση κυμαίνεται περί το 40%-45%. Οι δε πρατηριούχοι συγκρίνοντας την τρέχουσα ζήτηση με αυτήν αμέσως πριν από τον κορονοϊό υποστηρίζουν πως η κατανάλωση υποχώρησε ακόμη και κατά 80%-85%, όπως δηλαδή συνέβη και στις βενζίνες.
Μάλιστα τις ημέρες του Πάσχα ήταν ακόμη πιο χαμηλή τόσο για τη βενζίνη όσο και για το diesel. Γεγονός που έχει και τη θετική όψη, αφού πιστοποιεί τα υψηλά επίπεδα συμμόρφωσης των Ελλήνων με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για να αποφευχθεί η εξάπλωση του ιού.
Το μόνο καύσιμο που «φεύγει» στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι το πετρέλαιο θέρμανσης, το οποίο θα πωλείται, ωστόσο, μέχρι τα τέλη του μήνα, αφού τότε λήγει η περίοδος διάθεσης (15 Οκτωβρίου-30 Απριλίου).
Μιλώντας στον «Ε.Τ.» ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ), Γιώργος Ασμάτογλου, υπογράμμισε πως όσο περνούν οι ημέρες αυξάνεται και η ζήτηση για το πετρέλαιο θέρμανσης. Σε αυτό, πέραν της τιμής του που κινείται χαμηλά, γύρω από τα 0,800 ευρώ το λίτρο, συνέβαλε και ο καιρός που είχε διακυμάνσεις, οπότε υπήρξε κόσμος που άναψε τη θέρμανση.
Μάλιστα δεν είναι λίγοι εκείνοι που σπεύδουν να επωφεληθούν από τις χαμηλές τιμές και τις διευκολύνσεις που παρέχονται στην αγορά του πετρελαίου θέρμανσης (π.χ. σε κάποια πρατήρια πληρώνοντας με κάρτα υπάρχει έκπτωση 5% και αν πρόκειται για πιστωτική, η εξόφληση της αγοράς μπορεί να γίνει ακόμη και σε έως 12 άτοκες δόσεις) αποκτώντας απόθεμα για τους φθινοπωρινούς, ακόμη και τους χειμερινούς μήνες του 2020.
Αναφορικά με τα επίπεδα των τιμών, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από το Παρατηρητήριο Τιμών Υγρών Καυσίμων του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (20.4.2020), η μέση τιμή της απλής αμόλυβδης διαμορφώθηκε σε 1,35 ευρώ το λίτρο, για το πετρέλαιο κίνησης ανήλθε σε 1,15 ευρώ το λίτρο και για το πετρέλαιο θέρμανσης ήταν ελάχιστα κάτω από τα 80 λεπτά το λίτρο (0,797 ευρώ).
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί πως το μεγαλύτερο μέρος της λιανικής τιμής αντιστοιχεί σε φόρους (αφορούν στο 70% περίπου της τελικής τιμής), οι οποίοι δεν επηρεάζονται, βεβαίως, από την πτώση των διεθνών τιμών. Υπενθυμίζεται πως από την 1.1.2017, μετά τις νομοθετημένες αυξήσεις στα καύσιμα του ΕΦΚ, η Ελλάδα έχει τον τρίτο υψηλότερο ΕΦΚ στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ειδικότερα, σε βενζίνες και πετρέλαια διαμορφώνεται στα 700 και 410 ευρώ/1.000 λίτρα αντίστοιχα, ενώ στο πετρέλαιο θέρμανσης στα 280 ευρώ το χιλιόλιτρο και στο υγραέριο στα 430 ευρώ ανά τόνο. Ο δε ΦΠΑ ανέρχεται στο 24%, από 1.6.2016.
Τέλος, σχετικά με την πορεία του κλάδου και του ποσοστού ύφεσης που θα εγγράψει εξαιτίας της πανδημίας, οι φορείς του υποστηρίζουν πως είναι πολύ νωρίς για να διατυπωθούν ασφαλείς εκτιμήσεις. Κι αυτό διότι η ενέργεια είναι ένας τομέας που συνδέεται άρρηκτα με το σύνολο της οικονομίας, π.χ. τουρισμός-ακτοπλοϊκές γραμμές, βιομηχανία κ.λπ. Οπότε, η πορεία της υγειονομικής κρίσης, δηλαδή το πόσο γρήγορα θα επιπεδωθεί η καμπύλη των κρουσμάτων και θα αρχίσει η χαλάρωση των μέτρων που έχουν ληφθεί, θα καθορίσει τόσο σε αυτόν τον κλάδο όσο και σε κάθε άλλο κλάδο της οικονομίας το ποσοστό της ύφεσης. Οι πρατηριούχοι, πάντως, υπολογίζουν πως μπορεί να απαιτηθεί ακόμη και ένας χρόνος για να συνέλθει η συγκεκριμένη αγορά, εκφράζοντας την ανησυχία τους για τη βιωσιμότητα αρκετών επιχειρήσεων.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου