Οι τρεις αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν επιβαρύνει ακόμη και έως 2 επιπλέον δόσεις τον χρόνο τους δανειολήπτες στεγαστικών, καταναλωτικών αλλά και επιχειρηματικών δανείων.
Γράφει η δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Κατερίνα Φραγκάκη
Σύμφωνα με πληροφορίες κυβέρνηση και τράπεζες και τράπεζες σχεδιάζουν την εκ νέου στήριξη των δανειοληπτών από τις αρχές του χρόνου κατά τα πρότυπα των προγραμμάτων ΓΕΦΥΡΑ1 και 2 που εφαρμόσθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού. Ουσιαστικά θα επιδοτούνται οι μηνιαίες δόσεις στεγαστικών, καταναλωτικών και επιχειρηματικών δανείων, προκειμένου να «σβήσουν» σε μεγάλο βαθμό οι επιβαρύνσεις που έχουν σημειωθεί εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων.
Οι τράπεζες, σύμφωνα με πληροφορίες αναμένεται τις αμέσως επόμενες ημέρες να στείλουν τις προτάσεις τους στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, οι οποίες θα περιλαμβάνουν τα εξής.
Θα αφορά σε όσους έχουν δάνειο με υποθήκη την πρώτη κατοικίας.
Θα αφορά σε ενήμερα δάνεια και υπό προϋποθέσεις μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών.
Θα αφορά σε δανειολήπτες με στεγαστικό, καταναλωτικό ή επιχειρηματικό δάνειο με υποθήκη την πρώτη κατοικία. Σημειώνεται ότι συνήθως οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες έχουν λάβει επιχειρηματικά δάνεια με εξασφάλιση την πρώτη κατοικία.
Θα επιδοτείται το ποσό της δόσης που θα προκύπτει από την αύξηση των δανείων από τον Ιούλιο του 2022 σε σχέση με την δόση του μήνα που θα εφαρμοσθεί το μέτρο. Σημειώνεται ότι τον Ιούλιο πραγματοποιήθηκε η πρώτη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Για παράδειγμα εάν η εφαρμογή του προγράμματος ξεκινήσει τον Ιανουάριο το κράτος θα επιδοτήσει την διαφορά που θα προκύπτει από τον Ιούλιο μέχρι τον Ιανουάριο.
Οι επιδοτήσεις θα είναι κλιμακωτές. Το πρώτο τρίμηνο του έτους η επιδότηση θα καλύπτει το 100% της αύξηση των δανείων από την άνοδο των επιτοκίων. Για παράδειγμα εάν η αύξηση του δανείου από τον Ιούλιο μέχρι τον Ιανουάριο είναι 100 ευρώ η κρατική επιδότηση θα είναι 100 ευρώ. Για το δεύτερο τρίμηνο του 2023 η κρατική επιδότηση θα είναι στο 75% της αύξησης του δανείου, δηλαδή 75 ευρώ, στο τρίτο τρίμηνο θα μειώνεται στο 50%, δηλαδή 50 ευρώ και στο τέταρτο τρίμηνο του έτους η κρατική επιδότηση θα περιορίζεται στο 25%.
Οι κρατικές επιδοτήσεις δεν θα έχουν αναδρομικότητα. Δηλαδή θα ισχύουν μόνο για τις τρέχουσες δόσεις από την στιγμή που θα ισχύσει το μέτρο.
Θα υπάρχει περίοδος επιτήρησης από 6 έως 12 μήνες των δανειοληπτών μετά την λήξη του προγράμματος. Όσοι δανειολήπτες λάβουν την κρατική ενίσχυση θα πρέπει να πληρώσουν κανονικά το δάνειό τους για διάστημα έως και έναν χρόνο μετά την λήξη του προγράμματος, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να επιστρέψουν το σύνολο των ενισχύσεων που έχουν λάβει.
Το πρόγραμμα θα αφορά και σε όσους έχουν ενταχθεί στον νόμο Κατσέλη
Όσοι έχουν δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση, θα μπορούν να ρυθμίσουν τα δάνειά τους ή να πληρώσουν τις δόσεις που οφείλουν και στην συνέχεια να μπουν και εκείνοι στο πρόγραμμα.
Δεν επιδοτούνται τα δάνεια που λήφθηκαν με κρατική εγγύηση ή που ήδη επιδοτούνται στο πλαίσιο άλλου προγράμματος.
Για όσους έχουν εξυπηρετούμενα δάνεια τα εισοδηματικά κριτήρια είναι τα εξής:
Το ατομικό εισόδημα να μην ξεπερνά τις 24.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 18.000 ευρώ για τον/την σύζυγο και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος (έως 3 μέλη), με το μέγιστο ποσό να μην ξεπερνά τα 57.000 ευρώ.
Η αξία της κύριας κατοικίας να μην ξεπερνά τις 300.000 ευρώ.
Το υπόλοιπο του δανείου να μην ξεπερνά τις 300.000 ευρώ.
Η συνολική ακίνητη περιουσία της οικογένειας να μην ξεπερνά τις 600.000 ευρώ.
Οι καταθέσεις της οικογένειας να μην ξεπερνούν τις 40.000 ευρώ.
Για όσους έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια (καθυστέρηση πληρωμής άνω των 90 ημερών) τα εισοδηματικά κριτήρια είναι τα εξής:
Το ατομικό εισόδημα να μην ξεπερνά τις 17.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 13.000 ευρώ για τον/την σύζυγο και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος (έως 3 μέλη), με μέγιστο ποσό τα 45.000 ευρώ.
Η αξία της κύριας κατοικίας να μην ξεπερνά τις 250.000 ευρώ.
Το υπόλοιπο του δανείου να μην ξεπερνά τις 250.000 ευρώ.
Οι καταθέσεις της οικογένειας να μην ξεπερνούν τις 25.000 ευρώ.
Η συνολική ακίνητη περιουσία της οικογένειας να μην ξεπερνά τις 500.000 ευρώ.