Στην ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους επιμένει το ΔΝΤ, ενώ θέτει ξανά το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων της Ελλάδας.
Σε ανάρτηση στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τομέα του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν, ο Διευθυντής του Τομέα Αναλύσεων Μορίς Όμπσφελντ και ο επικεφαλής του Νομικού Τμήματος του ΔΝΤ Σόν Χέγκαν, υπογραμμίζουν ότι για να συμμετέχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα θα απαιτηθεί μια εκ των προτέρων αξιόπιστη και πλήρως καταγεγραμμένη διαδικασία ελάφρυνσης του χρέους, η οποία -όπως αναφέρεται- θα σχετίζεται με ρεαλιστικούς στόχους πολιτικής και κυρίως με πρωτογενή πλεονάσματα που θα είναι σε επίπεδα που θα βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους με την πάροδο του χρόνου και δεν θα είναι σε επίπεδα που θα διαταράσσουν την οικονομία.
Κάτι που δείχνει πως η επιστροφή της επικεφαλής του ΔΝΤ για την Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου στην Αθήνα για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση θα γίνει με όρους ΔΝΤ, όχι μόνον σε σχέση με τις διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και σε σχέση με τα πλεονάσματα και την αναδιάρθρωση του χρέους.
Στο άρθρο τους με τίτλο «Η ενασχόληση με το δημόσιο χρέος -Η Προοπτική του ΔΝΤ» οι κ.κ. Τόμσεν, Όμπσφελντ και Χέγκαν αναφέρουν τα εξής:
«Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι εφικτό, είτε πολιτικά είτε οικονομικά, το πρόβλημα να λυθεί μέσω της περαιτέρω σύσφιξης του ζωναριού (belt tightening)», σημειώνουν σχετικά και συνεχίζουν: «Οποιαδήποτε αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους πρέπει να συνοδεύεται από ρεαλιστικές παραδοχές, παρά από «ηρωικές» παραδοχές (σ.σ. το Ταμείο έχει χαρακτηρίσει έτσι τις προσπάθειες των Ελλήνων για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα) σχετικά με τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα ότι οι οικονομίες συχνά απαιτούν περισσότερο χρόνο για να ανακάμψουν από κρίσεις από ό, τι αρχικά αναμενόταν». Υπογραμμίζουν ότι όταν το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο, το νομικό πλαίσιο του ΔΝΤ αποκλείει την παροχή οικονομικής στήριξης, εκτός εάν το πρόγραμμα περιλαμβάνει ειδικά μέτρα, – όπως συνήθως αναδιάρθρωση χρέους -που αντιμετωπίζουν αξιόπιστα το πρόβλημα βιωσιμότητας του χρέους σε μεσοπρόθεσμη περίοδο. Το σκεπτικό τους είναι το εξής: «Ένα πρόγραμμα που αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει το δυσβάσταχτο χρέος είναι πιθανό να επιδεινώσει τα προβλήματα, διότι θα δημιουργήσει περαιτέρω αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον του κράτους μέλους. Η αβεβαιότητα που δημιουργεί το μεγάλος απόθεμα χρέους επηρεάζει την πολιτική στήριξη στις μεταρρυθμίσεις, καθώς οι πολίτες μπορεί να θεωρήσουν πως οι θυσίες τους, γίνονται κατά κύριο λόγο για το όφελος των πιστωτών”. Προσθέτουν επίσης ότι η αβεβαιότητα που δημιουργείται από ένα άλυτο πρόβλημα χρέους μπορεί επίσης να αποτρέψει νέες επενδύσεις στην οικονομία, και ως εκ τούτου εμποδίζει την ανάκαμψη από την οποία εξαρτάται η επιτυχία του προγράμματος. Σημειώνουν ότι εκτός εάν το πρόγραμμα παρέχει ένα μονοπάτι ώστε η χώρα να ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές μεσοπρόθεσμα, το Ταμείο δεν θα είναι σε θέση να πει ότι το πρόγραμμα αυτό αντιμετωπίζει τα βασικά προβλήματα του κράτους με ουσιαστικό τρόπο.
Αναφορικά με την Ελλάδα οι αξιωματούχοι του Ταμείου γράφουν ότι:
Η αξιολόγηση της βιωσιμότητας όσον αφορά στην ικανότητα μιας χώρας να αποκαταστήσει την πρόσβαση αγορές είναι σχετική όταν η χώρα είναι μέλος μιας νομισματικής ένωσης. Εκτός αν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που προβλέπουν δημοσιονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των μελών της νομισματικής ένωσης, η χώρα δεν δύναται να επιλύει με βιώσιμο τρόπο τα προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών εφ ‘όσον πρέπει να εξαρτάται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από την υποστήριξη των άλλων μελών της Ένωσης. Έχει σημασία η προειδοποίησή τους ότι το ΔΝΤ είναι αυτό που καθορίζει εάν ένα χρέος είναι βιώσιμο ή όχι και κανένας άλλος. Γράφουν: «Επειδή η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους του ΔΝΤ είναι κεντρικής σημασίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Ταμείου το έργο αυτό είναι ευθύνη του ΔΝΤ. Μας απαγορεύεται να το αναθέσουμε σε κάποιον άλλο».
Αναφορικά με τις δύο κύριες μεθοδολογίες που χρησιμοποιεί το ΔΝΤ για να εκτιμήσει κατά πόσον το χρέος είναι βιώσιμο, γράφουν:
Η πρώτη μεθοδολογία ρωτά αν, μέχρι το τέλος του προγράμματος του ΔΝΤ και με το χρέος εξυπηρετείται με τους αρχικούς όρους, οι δείκτες χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι αρκετά χαμηλοί ή σε μια αρκετά σαφή πτωτική πορεία για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πιστωτών και να επιτραπεί στην εκάστοτε κυβέρνηση να ξαναβγεί στις αγορές. Η δεύτερη μεθοδολογία, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική όταν το χρέος έχει μακρά περίοδο ωρίμανσης και ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, απαντά στο ερώτημα εάν οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για την πληρωμή τόκων και κεφαλαίου μπορούν εύλογα να καλυφθούν από την έξοδο της χώρας στις αγορές.
Γράφουν ακόμα ότι το Ταμείο είναι αυτό που αποφασίζει για το ύψος των πλεονασμάτων: «Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό στις προβλέψεις μας για την δυνατότητα της αποπληρωμής του χρέους, να μπορούμε ρεαλιστικά να καθορίζουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα σε επίπεδα που βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους με την πάροδο του χρόνου, παρά σε επίπεδα που θα διαταράξουν την οικονομία τόσο σοβαρά που τα φορολογικά έσοδα στην πραγματικότητα θα υποχωρήσουν και οι δημοσιονομικοί στόχοι θα εγκαταλειφθούν. Ως εκ τούτου η κρίση μας θα βασιστεί τόσο στις συνθήκες της χώρας όσο και στην εκτεταμένη εμπειρία μας. Το πλαίσιο του Ταμείου απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι κίνδυνοι για την εφαρμογή του προγράμματος, όσο και οι οικονομικές προβλέψεις». Οι κ. Τόμσεν, Όμπσφελντ και Χέγκαν σημειώνουν ότι όταν τα κρατικά χρέη είναι μη βιώσιμα, εκτός από την περίπτωση που υπάρχει διαθέσιμη χρηματοδότηση, η ελάφρυνση του χρέους σε κάποιο βαθμό, σε συνδυασμό με ένα ισχυρό, αλλά αξιόπιστο πρόγραμμα προσαρμογής, είναι το μόνο μέσο για προκύψει το καλύτερο από μια κακή κατάσταση.
«Προσποιούμενοι ότι μη βιώσιμα χρέη μπορούν να αποπληρωθούν αυτό υποσκάπτει την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών προσαρμογής του οφειλέτη, οδηγώντας τελικά όλους τους εμπλεκομένους στο να χάσουν περισσότερα από ό, τι αν είχαν αντιμετωπίσει εγκαίρως τα γεγονότα», υποστηρίζουν χαρακτηριστικά τα στελέχη του Ταμείου.
Πηγή: mignatiou.com
Σε «ανέντιμο» συμβιβασμό με μόνο δεδομένο ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δεσμευτεί εκ των προτέρων για μέτρα με συνταγή ΔΝΤ, χωρίς λύση για το χρέος, ποσοτική χαλάρωση και «απαντήσεις» για τα πρωτογενή πλεονάσματα, θα συρθεί η Αθήνα αν θέλει να κλείσει στην καλύτερη περίπτωση τον Απρίλιο τη δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος.
Την εικόνα εν όψει του σημερινού Eurogroup επισημαίνει και ο επικεφαλής του Euro Working Group Τόμας Βίζερ όταν λέει ότι το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε σήμερα είναι η καταγραφή προόδου και ένα σημείο εκκίνησης για τα μέτρα μετά το 2018, καθώς και τα εργασιακά, το οποίο θα επιτρέψει την επιστροφή των κλιμακίων στην Αθήνα. Ο ίδιος προειδοποιεί πως οι καθυστερήσεις οδηγούν τις περισσότερες φορές σε χειρότερη συμφωνία και τονίζει ότι «δεν θέλουμε ούτε να σκεφτόμαστε τη μη συμμετοχή του ΔΝΤ».
Συνεπώς, με σύμφωνη γνώμη όλων των δανειστών για να ανάψει το πράσινο φως για την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα στο τέλος του σημερινού Eurogroup, η Ελλάδα θα πρέπει να ψηφίσει τη μείωση του αφορολογήτου και την περικοπή της προσωπικής διαφοράς για τις συντάξεις. Με τον τρόπο αυτό θα καλυφθεί το «δημοσιονομικό κενό» μεταξύ ΔΝΤ και Ε.Ε., που αντιστοιχεί σε μέτρα με καθαρή δημοσιονομική απόδοση 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ. Την ίδια ώρα, με πίεση των Ευρωπαίων το ΔΝΤ φαίνεται να δείχνει διάθεση να αναθεωρήσει τις αρχικές του εκτιμήσεις για την Ελλάδα λαμβάνοντας υπόψη την υπεραπόδοση της οικονομίας το 2016. Για το λόγο αυτόν ζήτησε -και πήρε -την άδεια να έχει παρατηρητή στην καταγραφή των στοιχείων που θα στείλει στο τέλος Μαρτίου η ΕΛ.ΣΤΑΤ. στη Eurostat. Αν επαληθεύσει τα νέα στοιχεία, τότε είναι πιθανό να αναθεωρήσει -άγνωστο σε τι βαθμό- τις προβλέψεις του για την Ελλάδα. Συνεπώς η αξιολόγηση δεν υπάρχει περίπτωση να ολοκληρωθεί πριν από τις αρχές Απριλίου, αφού τότε θα οριστικοποιηθούν από το ΔΝΤ τα πρόσθετα μέτρα που θα πρέπει να πάρει η Ελλάδα.
Η ατζέντα
Η πολιτική απόφαση που θα αναζητηθεί κατά το σημερινό Eurogroup θα περιλαμβάνει, εκτός από τα μέτρα, και την επιτάχυνση όλων των καθυστερήσεων που υπάρχουν στο «βασικό πακέτο» της δεύτερης αξιολόγησης.
Συγκεκριμένα θα πρέπει:
* Να κλείσει οριστικά με συγκεκριμένα μέτρα το δημοσιονομικό κενό των 700 εκατ. ευρώ που βλέπουν οι θεσμοί για το 2018.
* Να οριστικοποιηθούν οι αλλαγές στα εργασιακά, οι οποίες θα περνούν και από τις ομαδικές απολύσεις αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το ελληνικό αίτημα για επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
* Να υπάρχουν τελικές αποφάσεις για την αποκρατικοποίηση του 17% της ΔΕΗ και της προώθησης των δημοπρασιών ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας και της περαιτέρω αποκρατικοποίησης κατά 25% του ΑΔΜΗΕ μέσω της κεφαλαιαγοράς.
* Να ψηφιστεί το ταχύτερο δυνατό και να εφαρμοστεί αμέσως μετά ο νόμος για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης μη εξυπηρετούμενων οφειλών στις επιχειρήσεις, καθώς και το αναθεωρημένο Πτωχευτικό Δίκαιο.
* Να οριστεί Δ.Σ. για το υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων και να συγκροτηθεί ως οργανισμός ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει με βάση τον ιδρυτικό του νόμο ως διαχειριστής του συνόλου της κινητής και της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου.
* Να μεταφερθούν περιουσιακά στοιχεία στο νέο Ταμείο και να αναθεωρηθεί το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων για το 2017 και το 2018.
* Να οριστικοποιηθούν και να εφαρμοστούν οι ρυθμίσεις για την αξιολόγηση και τη μόνιμη κινητικότητα στο Δημόσιο.
* Να αναθεωρηθούν τα ειδικά μισθολόγια με στόχο να προσεγγίσουν ως ύψος και ανταπόδοση τα μισθολόγια των υπουργείων.
Δικαιοσύνη – διαφθορά
Στην ουρά των υποχρεώσεων βρίσκονται μέτρα για την επιτάχυνση της απονομής Δικαιοσύνης, της καταπολέμησης της διαφθοράς, καθώς και της εμβάθυνσης της απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων (με βάση τις εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ) και υπηρεσιών.
Στον αέρα χρέος, πλεονάσματα και ποσοτική χαλάρωση
Σε ό,τι αφορά άλλα κρίσιμα θέματα του ελληνικού προγράμματος, όπως είναι το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα, φαίνεται ότι θα ρυθμιστούν με βάση τη συνταγή που θα δώσει το Βερολίνο.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Die Welt», η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, σε μια από τις πολλές επαφές που είχαν τον τελευταίο καιρό, συμφώνησαν ότι το Ταμείο θα στηρίξει πολιτικά τη σημερινή γερμανική κυβέρνηση και θα δεχθεί η λύση για το ελληνικό χρέος να έρθει όχι νωρίτερα από το 2018.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, θα πρέπει η ελληνική πλευρά να αναζητήσει τις απαραίτητες εγγυήσεις για την όσο δυνατόν ταχύτερη ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Κάτι που θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο χωρίς ένα σαφές δείγμα των προθέσεων του Eurogroup για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Το ίδιο πρόβλημα θα έχει και το ίδιο το ΔΝΤ για να πιστοποιήσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους χωρίς πρόσθετες και πιο αναλυτικές εγγυήσεις για την ελάφρυνσή του από τους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Πλεονάσματα
Το θέμα με τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι επίσης εντελώς ασαφές από την πλευρά των δανειστών. Το Βερολίνο επιμένει ότι ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να παραμένει για μία δεκαετία και ενώ οι υπόλοιποι υπουργοί Οικονομικών είναι μοιρασμένοι ανάμεσα στα 3 (οι λιγότεροι), στα 5 και τα 7 χρόνια. Εκτός όμως από τη μεσοπρόθεσμη περίοδο, θα πρέπει να διευκρινιστεί και το τι θα γίνει μετά τη «μεσοπρόθεσμη» περίοδο, αφού και αυτή θα πρέπει να επισυναφθεί και να συνυπολογιστεί στις εκθέσεις βιωσιμότητας ΕΚΤ και ΔΝΤ. Περισσότερα και για τα πλεονάσματα αλλά και τη λύση για το χρέος αναμένεται να μάθουμε από την κατ’ ιδίαν συνάντηση της κ. Λαγκάρντ με τη Γερμανίδα καγκελάριο την Τετάρτη στο Βερολίνο και τη συνάντηση που θα έχει η επικεφαλής του ΔΝΤ με τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Τα αποτελέσματα των συναντήσεων θα καθορίσουν εν πολλοίς και τους όρους της τελικής συμφωνίας που θα αναζητήσουν οι δανειστές με την Ελλάδα.
Δυσοίωνες τις προοπτικές για την Ελλάδα βλέπει ο αρθρογράφος των FT αν το ΔΝΤ αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα ενώ εκτιμά πως το Ταμείο θα γίνει πιο εχθρικό μόλις στείλει ο Ντόναλντ Τραμπ τους αντιπροσώπους.
Ενας παράγοντας στο τι συμβαίνει με το ελληνικό ζήτημα είναι η αδυναμία να ειπωθεί η αλήθεια, αναφέρει το δημοσίευμα, φέρνοντας ως παράδειγμα την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, που ανέφερε ότι το χρέος είναι μη βιώσιμο. Οι Ευρωπαίοι δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοια ωμότητα, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί, η Κομισιόν και οι Ελληνες να διαμαρτύρονται γιατί ήθελαν να κρατήσουν λίγο ακόμη το παραμύθι της βιωσιμότητας του χρέους, συνεχίζει το δημοσίευμα.
Αυτό που τους σόκαρε περισσότερο, σημειώνουν οι Financial Times, ήταν ότι το ΔΝΤ ανέφερε στην ανακοίνωσή του ότι κάποια μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου είχαν διαφορετική άποψη.
«Οταν η διοίκηση Τραμπ στείλει τους αντιπροσώπους της στο συμβούλιο του ΔΝΤ, να περιμένετε ότι το κλίμα θα γίνει πολύ πιο εχθρικό. Περιμένω ότι το Ταμείο τελικά θα αποσυρθεί από το ελληνικό πρόγραμμα, αφήνοντας ελεύθερους τους Ευρωπαίους να διαχειριστούν λάθος από μόνοι τους την ελληνική κρίση», συνεχίζει ο αρθρογράφος.
Εκτίμησή του είναι ακόμη ότι η Ελλάδα δεν θα πετύχει ποτέ πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ όπως και ότι το Βερολίνο δεν θα κουρέψει ποτέ το χρέος, σημειώνοντας ότι η εχθρικότητα πολλών Γερμανών βουλευτών έναντι της ελάφρυνσης χρέους θα είναι πολύ υψηλότερη μετά από τις εκλογές στη χώρα.
Οπως αναφέρει το TheToc, ο αρθρογράφος κάνει αναφορά και στον Αλέξη Τσίπρα, σημειώνοντας ότι «έκανε το καταστροφικό λάθος να συμμαχήσει με τους Ευρωπαίους απέναντι στο ΔΝΤ, τον μοναδικό θεσμό που στήριζε την ελάφρυνση χρέους. Ηταν πολιτικά λάθος υπολογισμός», ενώ σε άλλο σημείο γράφει ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός πίστευε ότι θα μπορούσε να συμβιβαστεί με τους Ευρωπαίους για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Επίσης υπολόγισε λάθος ότι το ΔΝΤ θα συμφωνούσε σε τέτοια συμφωνία», συμπληρώνει.
Αν τώρα αποσυρθεί το ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα, δύο πράγματα μπορεί να συμβούν καταλήγει.
«Είτε θα χρεοκοπήσει η Αθήνα το καλοκαίρι και θα αναγκαστεί να φύγει από την ευρωζώνη, είτε το Βερολίνο θα αποδεχθεί ελάφρυνση χρέους μόλις λίγους μήνες πριν από τις εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, είναι μία μάχη στην οποία κάποιος θα καταλήξει στο έδαφος».
Παρά τις τεράστιες θυσίες της Ελλάδας και την γενναιόδωρη υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων, θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο, υποστήριξαν τα περισσότερα μέλη τη ΔΣ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, μετά την ολοκλήρωση του Εκτελεστικού Συμβουλίου.
Τόνισαν δε, την ανάγκη αυτή η ανακούφιση χρέους να συνδεθεί με ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με την ικανότητά της Ελλάδας να παράγει συνεχή πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι διευθυντές υπογράμμισαν, ωστόσο, ότι η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συμπληρωθεί με την ισχυρή εφαρμογή πολιτικών για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας.
Τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν τη σημασία της ανάπτυξης ρεαλιστικών προβλέψεων και στόχων, τη σημασία εξασφάλισης επαρκούς χρηματοδότησης και ελάφρυνσης του χρέους, και την ανάληψη μιας δημοσιονομικής προσαρμογής με μέτρα υψηλής ποιότητας και με έναν ρυθμό συνεπή με την ικανότητα εφαρμογής των μέτρων από τη χώρα, και με την υιοθέτηση μιας αλληλουχίας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με βάση την ισχυρή ιδιοκτησία του προγράμματος.
Στην ανακοίνωσή του, μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Εκτελεστικού Συμβουλίου, το ΔΝΤ τονίζει ότι η χώρα μας σημείωσε σημαντική πρόοδο στη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών της από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα. Όμως, υπογραμμίζεται, η εκτεταμένη δημοσιονομική εξυγίανση και η εσωτερική υποτίμηση έχουν οδηγήσει σε υψηλό κόστος την κοινωνία, ως αποτέλεσμα της μείωσης των εισοδημάτων και της εξαιρετικά υψηλής ανεργίας.
ethnos.gr
Το ΔΝΤ εξαρχής δεν έπρεπε καν να ασχοληθεί με την Ελλάδα, τονίζει ο Ασ. Μόντι και συνεχίζει: Τον Μάρτη του 2010, με την ανησυχία πως η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της οι αγορές είχαν ταραχθεί, ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήθελαν το ΔΝΤ να μείνει μακριά. Οι Ευρωπαίοι πίστευαν πως η οικονομική βοήθεια του Ταμείου σε ένα από τα δικά τους μέλη, θα σηματοδοτούσε αδυναμία για τη νομισματική ένωση. Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ - με μια φράση που έμεινε στην ιστορία – το έθεσε ως εξής: «Αν η Καλιφόρνια είχε πρόβλημα χρηματοδότησης, οι ΗΠΑ δεν θα απευθύνονταν στο ΔΝΤ».
Παρόλα αυτά, σημειώνει, η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ αποφάσισε πως η παρουσία του ΔΝΤ ήταν το σήμα που χρειαζόταν ώστε να πειστούν οι Γερμανοί πολίτες πως η Ελλάδα έχει επείγουσα ανάγκη οικονομικής στήριξης και ότι θα επιβληθεί αυστηρή πειθαρχία στο πώς θα χρησιμοποιηθεί η εν λόγω χρηματοδότηση. Οι πολιτικές προτεραιότητες της Μέρκελ συνέπιπταν εκείνη την εποχή με τα συμφέροντα του τότε επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν, ο οποίος ήθελε απελπισμένα να βγάλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από την αφάνεια. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, το ΔΝΤ μετατράπηκε σε όργανο της Ευρώπης –κυρίως της Γερμανίας- στην Ελλάδα.
Τότε, τονίζει ο Μόντι, ήρθε το κομβικό λάθος: Στη διοίκηση του ΔΝΤ, παρά την αντίδραση αρκετών εκτελεστικών διευθυντών, οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί πίεσαν για ένα πρόγραμμα διάσωσης, ενάντια στους κανόνες του Ταμείου, που δεν επέβαλε ζημιές στους ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας. Η απόφαση στηρίχθηκε στον ψευδή ισχυρισμό πως «η αναδιάρθρωση» του ιδιωτικού χρέους θα πυροδοτούσε μια παγκόσμια οικονομική κατάρρευση.
Έτσι, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το ΔΝΤ δάνεισαν στην Ελλάδα ένα τεράστιο ποσό για να αποπληρώσει τους υφιστάμενους πιστωτές της. Το ελληνικό χρέος παρέμεινε έτσι απαράλλαχτο και βαρύ, ενώ οι πιο ευάλωτοι Έλληνες αναγκάστηκαν να δεχθούν εξοντωτική λιτότητα ώστε να αποπληρωθούν οι νέοι δανειστές. Η οικονομία γρήγορα και προβλέψιμα περιήλθε σε δίνη.
Ακόμη και όταν το ΔΝΤ αναγνώρισε το λάθος του, δεν άλλαξε κατεύθυνση. Μια εσωτερική «αυστηρά εμπιστευτική» έκθεση, που δημοσιοποιήθηκε αργότερα, αναγνώριζε πως το πρόγραμμα ήταν γεμάτο «σημαντικές αποτυχίες», μεταξύ των οποίων και η απουσία αναδιάρθρωσης ιδιωτικού χρέους, αλλά και η παρατεταμένη λιτότητα.
Όμως, επισημαίνει ο Ασόκα Μόντι, το ΔΝΤ ουδέποτε ανέλαβε την ευθύνη. Αντίθετα, απαιτούσε ακόμα περισσότερη λιτότητα το 2014. Τον Δεκέμβρη, ο λαός εξεγέρθηκε και έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, κάτι που έκανε τις απαιτήσεις του ΔΝΤ πιο επίμονες. Σε αυτό το σημείο, οι αποδείξεις πως η στρατηγική αυτή έσπρωχνε την Ελλάδα σε οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάρρευση ήταν υπερβολικά πολλές. Ήταν σαν να απαιτούσαμε από έναν τραυματία να τρέξει γύρω από το τετράγωνο πριν του προσφέρουμε φροντίδα.
Ως συνήθως όμως, η αναπόδραστη ταλαιπωρία χρεώθηκε στην απροθυμία της Ελλάδας να συνεργαστεί.
Ο Ασ. Μόντι κάνει λόγο για παραλογισμό, ο οποίος, όπως αναφέρει, έφτασε στο απόγειό του, στα μέσα του 2015 όταν το ΔΝΤ εξέδωσε μια έκθεση που ανέφερε ότι με τις τελευταίες προτάσεις λιτότητας της Ευρώπης, η Ελλάδα θα χρειαζόταν ένα θαύμα για να αποπληρώσει τα χρέη της. Εκείνη την εποχή, η έρευνα του ΔΝΤ έδειχνε πως η καλύτερη επιλογή θα ήταν η διαγραφή του χρέους και η εγκατάλειψη κάθε δημοσιονομικού μέτρου λιτότητας. Αυτό θα επέτρεπε στη χώρα κάποια ελευθερία να επιστρέψει στην ανάπτυξη και ίσως να προσελκύσει και κάποιες επενδύσεις. Από τη στιγμή που θα ξεκινούσε αυτή η διαδικασία, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ελεύθερη από τους πιστωτές της και να βασίζεται και πάλι σε ιδιώτες επενδυτές, με την σημείωση πως ήταν απόλυτα υπεύθυνοι για τα ρίσκα που έπαιρναν.
Από τότε το ΔΝΤ βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, καθώς επανειλημμένα καλεί τους Ευρωπαίους να διαγράψουν σημαντικό μέρος του χρέους. Οι Γερμανοί, παρόλα αυτά, αρνούνται οποιαδήποτε σοβαρή διαγραφή. Αντίθετα ακολουθούν μια στρατηγική ελάφρυνσης σε δόσεις, καθώς πιστεύουν πως οι Γερμανοί πολίτες δεν θα μπορέσουν να υπολογίσουν το μέγεθος της πραγματικής ελάφρυνσης. Και έτσι η λιτότητα συνεχίζεται, καταπιέζοντας την ανάπτυξη και προκαλώντας επιβάρυνση του ελληνικού χρέους – υπολογισμένο ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η τελευταία ανάλυση του ΔΝΤ, που εντάσσεται στις προετοιμασίες για τη συνάντηση της Δευτέρας, λέει πως τα επίπεδα του ελληνικού δημοσίου χρέους θα μπορούσαν και πάλι να γνωρίσουν «εκρηκτική άνοδο».
Αυτή η στρατηγική είναι εντελώς ανόητη. Οι Έλληνες έχουν βιώσει αχρείαστο πόνο. Όσοι μπορούν να φύγουν, φεύγουν, δίνοντας την εικόνα μιας χώρας γερασμένης και έρημης. Κάθε μέρα που περνά, κάνει τις πιθανότητες των δανειστών να πάρουν πίσω τα χρήματά τους και λιγότερες. Οι επενδυτές ανεβάζουν και πάλι τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, καθώς φοβούνται –και σωστά- ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμα αδιέξοδο.
Η αγωνία δεν θα τελειώσει εκτός αν το ΔΝΤ βάλει το θέμα στο τραπέζι. Το ΔΝΤ και οι βασικοί του μέτοχοι – Ευρωπαίοι και Αμερικανοί – έκαναν το αρχικό λάθος και το διαιωνίζουν. Ένα σκέτο «mea culpa» δεν είναι αρκετό: Αν θέλουν να αποδειχθούν πραγματικά υπεύθυνοι, οι μέτοχοι του ΔΝΤ απαιτείται να αποδεχθούν πραγματικές απώλειες. Αυτό σημαίνει να διαγράψουν το χρέος της χώρας στο Ταμείο και να αφήσουν Έλληνες και Ευρωπαίους να βρουν τη δική τους λύση σε αυτό το χάλι. Αν το ΔΝΤ παραμείνει εμπλεκόμενο, θα καταφέρει μόνο καταστρέψει ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία του».
ethnos.gr