Στην αποπληρωμή του ακριβού μέρους του δανείου του ΔΝΤ προχωρά η Ελλάδα. Θετική χαρακτήρισε την εξέλιξη αυτή η Κριστίν Λαγκάρντ. Αισιόδοξος ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και για το θέμα της μη μείωσης του αφορολόγητου. Ο υπουργός Οικονομικών διέψευσε πως το προτάθηκε η θέση του Ευρωπαίου επιτρόπου.
Η ελληνική κυβέρνηση θα ζητήσει σύντομα την πρόωρη μερική αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ μέσω επίσημου αιτήματος που θα καταθέσει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), όπως έκανε γνωστό ο κ. Τσακαλώτος.
click4more
Reuters: Μέσα στο Σαββατοκύριακο η συμφωνία για την πρόωρη αποπληρωμή δανείων του...
Αυτό τόνισε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος μιλώντας στους Έλληνες ανταποκριτές στην Ουάσινγκτον σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, εξηγώντας πως η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, άκουσε με ικανοποίηση τη συγκεκριμένη απόφαση, καθώς το Ταμείο θεωρεί ότι η πρόωρη αποπληρωμή του είναι μια θετική εξέλιξη.
Μάλιστα όπως τόνισε η κ. Λαγκάρντ αναγνώρισε ότι το αίτημα της Ελλάδας είναι δίκαιο, καθώς κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί στην περίπτωση της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας.
Ακόμη σε αυτό το πλαίσιο κ. Τσακαλώτος είχε την ευκαιρία να εξηγήσει ότι η χώρα μας επιθυμεί να προβεί στην πρόωρη αποπληρωμή του λεγόμενου ακριβού μέρους του δανείου του ΔΝΤ, το οποίο τοποθετείται στα 3,8 δισ. και έχει επιτόκιο 5,1%. Το συνολικό χρέος της Ελλάδας στο Ταμείο ανέρχεται στα 9,8 δισ. ευρώ.
Σχετικά με την διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, αναμένεται ότι θα υπάρξει επίσημη ενημέρωση στο Ταμείο, τον ESM, και το Eurogroup καθώς απαιτείται έγκριση από τα κοινοβούλια ορισμένων χωρών όπως για παράδειγμα η Γερμανία. Αυτή η διαδικασία πρέπει να ακολουθηθεί, καθώς ο ESM, όπως άλλωστε και το ΔΝΤ, βρίσκεται σε καθεστώς «προτιμώμενου πιστωτή», γεγονός που σημαίνει ότι τα κράτη που συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό πρέπει να δεχθούν να αποπληρωθεί το Ταμείο, χωρίς, όμως, την ίδια στιγμή να δοθεί προτεραιότητα και στα δάνεια του ESM.
Όταν, λοιπόν, ερωτήθηκε για το ενδεχόμενο να υπάρξουν αντιδράσεις σε ορισμένες χώρες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ομαλή έκβαση της πρόωρης αποπληρωμής, ο Έλληνας υπουργός επισήμανε το γεγονός ότι ο ίδιος ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, έχει υποστηρίξει επανειλημμένα τη συγκεκριμένη απόφαση.
Αναφορικά με τη μείωση του αφορολόγητου, ο κ. Τσακαλώτος υπενθύμισε ότι πριν από ένα χρόνο στην Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ είχε υποστηρίξει πως δεν θα υπάρξει μείωση των συντάξεων.
Με αυτόν τον τρόπο, άφησε να εννοηθεί πως είναι αισιόδοξος ότι και σε αυτή την περίπτωση θα μπορέσει να επιτευχθεί η αναβολή της υλοποίησης του συγκεκριμένου μέτρου.
Παρόλα όμως αυτά, δεν θέλησε να προβεί σε περαιτέρω λεπτομέρειες και να ξεκαθαρίσει για το αν θα υπάρξει σχετική πρόβλεψη για την κατάργηση του μέτρου στο επικείμενο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής για την περίοδο 2020-2023.
Οι επαφές στο ΔΝΤ
Οι εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά και η προσπάθεια μεταρρύθμισης της φορολογικής διοίκησης βρέθηκαν στο επίκεντρο των επαφών που είχε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με την Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, και με επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τομέα του Ταμείου, Πολ Τόμσεν.
Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων, αποφασίστηκε να καταρτιστεί ειδική μελέτη με απώτερο στόχο να αξιολογηθεί η αποδοτικότητα των προτεινόμενων μέτρων που εφαρμόζονται για την απομείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με τον υπουργό, η συγκεκριμένη μελέτη θα προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες, οι οποίες θα επιτρέψουν στην κυβέρνηση να ρίξει ειδικό βάρος στις λύσεις που παράγουν τα πιο δραστικά αποτελέσματα.
Όπως εξήγησε ο κ. Τσακαλώτος, η μελέτη θα εξετάσει υπό αυτό το πρίσμα την πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, τις αλλαγές στο Νόμο Κατσέλη, το εγγυοδοτικό σχήμα που δρομολογεί η ελληνική κυβέρνηση και το σχέδιο που ενδέχεται να ακολουθήσει η Eurobank για τη μείωση των δικών της μη εξυπηρετούμενων δάνειων.
Τέλος, ο υπουργός διέψευσε τις πληροφορίες που υποστηρίζουν ότι του είχε προταθεί να αναλάβει θέση Ευρωπαίου Επιτρόπου, λέγοντας απλώς ότι είχε γίνει μια συζήτηση για τη συμμετοχή του στο ευρωψηφοδέλτιο.
Τρεις προτάσεις βρίσκονται σήμερα στο τραπέζι για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων και τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Ωστόσο, και οι τρεις είναι ακανθώδεις, καθώς προϋποθέτουν κρατική στήριξη -δηλαδή επιβάρυνση του Έλληνα φορολογούμενου- ενώ επηρεάζουν σοβαρά και τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Οι πολέμιοι της πρότασης υποστηρίζουν πως μια προληπτική ανακεφαλαιοποίηση δεν θα συγκέντρωνε τη συμμετοχή των ιδιωτών μετόχων των τραπεζών και θα «κρατικοποιούσε» τις τράπεζες. Υπογραμμίζουν δε πως μια τέτοια κίνηση ουσιαστικά θα διόγκωνε το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδος και θα οδηγούσε σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Η δεύτερη πρόταση για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, είναι και αυτή που εξετάζει η κυβέρνηση, μαζί με τους θεσμούς και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτή προβλέπει την τιτλοποίηση «κόκκινων» δανείων με την εγγύηση του Δημοσίου (Asset Protection Scheme). Η λύση αυτή έχει εγκριθεί στο παρελθόν από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εφαρμόζεται ήδη από τις ιταλικές τράπεζες.
Η τιτλοποίηση με εγγύηση του Δημοσίου επιτρέπει στις τράπεζες να εκδώσουν ομόλογα διαφορετικής διαβάθμισης (senior, mezzanine και junior), ανάλογα με το ρίσκο κάθε χαρτοφυλακίου δανείων που ενσωματώνεται σε κάθε τίτλο και να τα πωλήσουν σε επενδυτές. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο για το Asset Protection Scheme το Δημόσιο θα μπορούσε να χορηγήσει εγγυήσεις 5 δισ. ευρώ για να καλύψει συνολικά χαρτοφυλάκια «κόκκινων» δανείων ύψους 15 – 17 δισ. ευρώ.
Ένα από τα προβλήματα αυτής της πρότασης έχουν να κάνουν με το κόστος που θα καταβάλουν οι τράπεζες για να λάβουν την εγγύηση του Δημοσίου, αλλά και το πώς η χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος και συνακόλουθα η μειωμένη «αξία» της εγγύησης του Δημοσίου, θα επηρεάσουν την τιμή εκάστου ομολόγου του τιτλοποιημένου χαρτοφυλακίου.
Και η συγκεκριμένη πρόταση θα έχει δημοσιονομικό αντίκτυπο, αλλά αυτός ο κίνδυνος θα εξαρτηθεί από το ύψος των εγγυήσεων που θα καταπέσουν, εάν καταπέσουν. Δηλαδή εάν και θα παρασχεθούν εγγυήσεις 5 δισ. ευρώ, αυτές δεν θα επιβαρύνουν άμεσα τα δημοσιονομικά μεγέθη. Αυτό γίνεται διότι λόγω της μεθοδολογίας διάθεσης των εσόδων στις διάφορες τάξεις των ομολογιών, η πιθανότητα κατάπτωσης της εγγύησης του Δημοσίου σε αυτό της υψηλότερης διαβάθμισης (senior) είναι περιορισμένη.
Η τρίτη πρόταση για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, είναι αυτή που έχει παρουσιάσει η Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτή επικεντρώνεται στη χρήση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (Deffered Tax Credits) των τραπεζών στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός οχήματος ειδικού σκοπού (SPV) που προσομοιάζει σε μια «κακή» τράπεζα (Asset Management Company).
Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς των τραπεζών, σε SPVs. Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην καθαρή λογιστική αξία (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβαστεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τις τιμές της αγοράς.
Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση των Εταιρειών Ειδικού Σκοπού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια της συναλλαγής).Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, οι Εταιρείες Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσουν σε έκδοση τιτλοποίησης που θα περιλαμβάνει τρεις τάξεις ομολογιακών τίτλων υψηλής (senior), μεσαίας (mezzanine) και μειωμένης εξασφάλισης (subordinated junior/equity).
Η αποτίμηση των δανείων που θα μεταβιβαστούν θα ανατεθεί σε ανεξάρτητους τρίτους φορείς, ενώ την τελική δομή της συναλλαγής θα καθορίσουν οι συντονιστές της τιτλοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά. Τη διαχείριση του σχήματος θα αναλάβουν αποκλειστικά εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.
Η ΤτΕ προτείνει στα SPVs να μεταβιβαστούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους περίπου 40 δισ. ευρώ, δηλαδή το σύνολο των καταγγελμένων δανείων, μαζί με αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ύψους 7,4 δισ. ευρώ.
Αυτή η πρόταση είναι προβληματική, διότι δημιουργεί άμεσο κεφαλαιακό άνοιγμα στις τράπεζες, καθώς τους αφαιρεί μέρος του Deffered Tax Credit που έχουν αναγνωρίσει ως κεφάλαιο. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι πως το Ελληνικό Δημόσιο θα επιβαρυνθεί με το σύνολο της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταφερθεί στα οχήματα ειδικού σκοπού και θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση. Δηλαδή το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επιβαρυνθεί με ένα ποσό ύψους 7,4 δισ. ευρώ, το οποίο θα το πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος.
Η θέση του ΔΝΤ
Το ΔΝΤ προειδοποιήσει πως τυχόν καθυστερήσεις στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα επιβραδύνουν την εξομάλυνση των τραπεζικών χορηγήσεων και θα αφήσουν το τραπεζικό σύστημα ευάλωτο σε καθοδικούς κινδύνους όπως οι αυστηρότερες οικονομικές και νομισματικές συνθήκες. Αυτό, κατά το ΔΝΤ, θα μπορούσε με τη σειρά του να οδηγήσει σε μια ανατροφοδοτούμενη κρίση, με μείωση της εμπιστοσύνης, επανεμφάνιση των προβλημάτων ρευστότητας και εξάντληση των τραπεζικών κεφαλαίων.
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω το ΔΝΤ προτείνει το «κτίσιμο» κεφαλαίων για τη στήριξη των φιλόδοξων στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, είτε μέσω αυξήσεων κεφαλαίου, είτε με έκδοση ομολόγων που δεν θα οδηγούν σε απίσχναση των παλαιών μετόχων, αλλά και προσεκτική αξιολόγηση των επιλογών εμπλοκής του κράτους στη μείωση του συνολικού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδο συστήματος. Τέτοιες στρατηγικές κατά το ΔΝΤ «μπορεί να καταστούν αναπόφευκτες» εάν οι ιδιωτικές λύσεις αποτύχουν να επιταχύνουν τη βιώσιμη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Παύση εργασιών έχει κηρύξει η κυβέρνηση λόγω Πρεσπών και ευρωεκλογών. Ποια είναι τα "καυτά" θέματα που θα πρέπει να έχουν κλείσει τις επόμενες εβδομάδες. Καμπανάκι από το ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία. Τι ζητούν από την κυβέρνηση οι δανειστές.
Η τρόικα έφυγε από την Αθήνα αφήνοντας πίσω της σχεδόν τα πάντα ανοικτά. Σε άλλες εποχές θα μιλούσαμε για σοβαρή εμπλοκή με την κυβέρνηση, αλλά οι συνθήκες άλλαξαν και επί του παρόντος γίνεται λόγος για μικρή παράταση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Η ελληνική κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη τις πολιτικές συγκυρίες (Πρέσπες και ευρωεκλογές) έχει σημάνει γενική παύση εργασιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει ούτε μία από τις 16 εκκρεμότητες του μεταρρυθμιστικού προγράμματος.
Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν ούτε δημοσιονομικό, ούτε και πολιτικό κόστος, κάτι που σημαίνει απλά αδιαφορία. Και μπορεί ο άνεμος στην παρούσα φάση να είναι ευνοϊκός για την Ελλάδα, ωστόσο το γνωρίζουν καλά στο Μέγαρο Μαξίμου ότι αυτή η αντιμετώπιση από την πλευρά των ευρωπαίων δεν θα συνεχιστεί στο διηνεκές.
Την ίδια ώρα η εκτέλεση του προϋπολογισμού για το 2018, έφερε ένα ηχηρό καμπανάκι. Υπάρχει απόκλιση. Και αν αυτό συμβαίνει σε μία χρονιά που μέχρι τον Οκτώβριο είχε στηθεί πανηγύρι για τα πλεόνασμα ρεκόρ, αντιλαμβάνεται κανείς τι θα συμβεί το 2019 που είναι μία χρονιά χαλαρότητας, σε πληρωμές φόρων, ελέγχων κλπ, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις προεκλογικές χρονιές.
Για την Ελλάδα υπάρχει χρόνος περίπου 20 – 25 ημερών που θα πρέπει να κλείσουν μία σειρά από εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα. Αυτά είναι:
120 δόσεις: δεν υπήρξε καν συζήτηση για το θέμα. Οι δανειστές εμφανίζονται διστακτικοί απέναντι στο μέτρο, όπως παραδοσιακά συμβαίνει σε τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Η Αθήνα πρέπει να τρέξει και να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και κυρίως κοστολογημένο.
Νόμος Κατσέλη: Το διάδοχο σχήμα που παρουσίασε η κυβέρνηση σε πρώτη φάση απορρίφθηκε. Εφόσον το υπουργείο Οικονομικών θέλει να αποφύγει το ενδεχόμενο νέας παράτασης θα πρέπει να βιαστεί και κυρίως να προσγειωθεί στην πραγματικότητα αν θέλει να κλείσει άμεσα το θέμα.
Κόκκινα δάνεια: εκεί τα πράγματα είναι εξαιρετικά περίπλοκα. Εκεί η κυβέρνηση πήγε πραγματικά ξυπόλητη στα αγκάθια. Κανένα σχέδιο παρά μόνο ένα περίγραμμα. Δύσκολα πάντως θα υπάρξει άμεση κατάληξη στο θέμα.
Κατώτατος μισθός: έχει ανάψει πράσινο φως η τρόικα υπό την αίρεση ότι η αύξηση θα είναι μικρότερη από αυτή που θέλει η κυβέρνηση.
Τι ζητά το ΔΝΤ
Την ίδια ώρα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φεύγοντας από την Αθήνα καταγράφει μία σειρά από σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονούν για την ελληνική οικονομία.
Το ΔΝΤ ζητά από την κυβέρνηση να θέσει ως προτεραιότητα την μείωση των συντελεστών φορολογίας σε μισθούς και κέρδη, με λεφτά που θα βρει από την μείωση του αφορολόγητου. Συστήνει και την προετοιμασία προληπτικών σχεδίων για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών κινδύνων (και από τις δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη σχετικά με βασικές συνταξιοδοτικές και μισθολογικές μεταρρυθμίσεις).
Ζητά να επανεξεταστεί ο ν. Κατσέλη αλλά και να διευκολυνθεί η αποδοτική χρήση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των εξωδικαστικών μηχανισμών. Εκτιμά ότι μπορεί να υπάρξει χρήση δημοσίων πόρων για τη στήριξη των τραπεζών, αλλά να ληφθεί υπόψη η επίδρασή της στους ισολογισμούς των τραπεζών και στα οικονομικά του κράτους.
Συστήνει επίσης ισχυρή αντίδραση σε όρους πολιτικής για να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων που έχουν γίνει πιο έντονοι. Μιλά για πιθανή μεταρρυθμιστική κόπωση (ή για ανατροπή μεταρρυθμίσεων) στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών.
Καταγράφει τους δημοσιονομικούς κινδύνους που προκύπτουν από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη, αλλά αναφέρει και ότι οι τράπεζες παραμένουν ευαίσθητες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις ρυθμιστικές αλλαγές.
Ζητά μέτρα αύξησης της παραγωγικότητας με δομικές μεταρρυθμίσεις για να αντισταθμισθεί η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και η αύξηση του κατώτατου.
Το ΔΝΤ ασκεί κριτική για την αύξηση των επενδύσεων που παραμένει άτονη και το αδύναμο επενδυτικό κλίμα και εκτιμά μεν υψηλό ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ το 2019 (2,4%) αλλά μεσοπρόθεσμα μία επιβράδυνση σε ποσοστό λίγο παραπάνω από το 1%.
Βρισκόμαστε τώρα στην περίοδο της μεταπρογραμματικής εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει επισκέψεις αποστολών αρκετές φορές το χρόνο
Καθαρά συμβουλευτικό χαρακτήρα θα έχει, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ΔΝΤ Τζέρι Ράις, η αποστολή του Ταμείου στην Αθήνα την ερχόμενη εβδομάδα. Η αποστολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θα πραγματοποιήσει την πρώτη διαβούλευση με τις ελληνικές αρχές στο πλαίσιο της νέας περιόδου της μεταπρογραμματικής εποπτείας.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Ταμείου, Τζέρι Ράις, η αποστολή του ΔΝΤ θα έχει καθαρά συμβουλευτικό χαρακτήρα και οι συζητήσεις αναμένεται να επικεντρωθούν σε ζητήματα που σχετίζονται με τις οικονομικές προοπτικές, τους δημοσιονομικούς κινδύνους, αλλά και την εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Περιγράφοντας το πλαίσιο αυτών των διαβουλεύσεων που θα λαμβάνουν χώρα κατά τη διαδικασία της μεταπρογραμματικής εποπτείας, ο κ. Ράις ανέφερε πως «δεν υπάρχει χρηματοδοτικό πρόγραμμα του ΔΝΤ που να υποστηρίζει την Ελλάδα. Βρισκόμαστε τώρα στην περίοδο της μεταπρογραμματικής εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει επισκέψεις αποστολών αρκετές φορές το χρόνο για να διαβουλευθούν με τις (ελληνικές αρχές) και να βοηθήσουν με την παροχή συμβουλών και υποστήριξης στον τομέα της ανάλυσης. Αλλά δεν υπάρχει καμία οικονομική συνιστώσα σε αυτό».
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, δεν θέλησε να εισέλθει σε λεπτομέρειες και να προκαταλάβει το περιεχόμενο της τελικής έκθεσης, αλλά όπως υποστήριξε, θα δημοσιευτεί ένα κείμενο συμπερασμάτων στο τέλος της επόμενης εβδομάδας που θα συμπεριλαμβάνει όλα τα σχετικά ευρήματα.
Αντί του 2024 που ήταν η συμβατική της υποχρέωση, η Πορτογαλία εξόφλησε πλήρως το χρέος της με σημαντικό όφελος.
Η Πορτογαλία αποπλήρωσε τα υπόλοιπα 4,7 δισεκατομμύρια ευρώ που της είχε χορηγήσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο πλαίσιο των προγραμμάτων στήριξης της οικονομίας της χώρας κατά την περίοδο της κρίσης, εξοφλώντας πλήρως το χρέος της στον διεθνή οικονομικό οργανισμό, ανακοίνωσε σήμερα ο υπουργός Οικονομικών Μάριο Σεντένο.
Χάρη σε αυτήν την πρόωρη εξόφληση των δανειακών υποχρεώσεών της, η χώρα γλίτωσε 1,16 δισεκατομμύριο ευρώ σε τόκους, πρόσθεσε, μιλώντας σε δημοσιογράφους.
Το αρχικό πρόγραμμα αποπληρωμής του δανείου, ύψους 26 δισεκατομμυρίων ευρώ (ήταν μέρος του συνολικού ποσοστού των 78 δισεκατομμυρίων που έλαβε η Πορτογαλία στο πλαίσιο του μνημονίου διάσωσης του 2011) προέβλεπε την καταβολή της τελευταίας δόσης στο ΔΝΤ το 2024.