Το αίτημα της Αθήνας για χαλάρωση των κανόνων για επιλέξιμα ενέχυρα και η στάση της ΕΚΤ. Η θεωρητική δυνατότητα άντλησης ρευστότητας και οι πρακτικές δυσκολίες που δημιουργεί το μίγμα NPLs, απομόχλευσης και μηδενικών νέων χορηγήσεων.
Φθηνό χρήμα στην αγορά για στήριξη κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, επιδιώκει να εξασφαλίσει η Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το νέο πρόγραμμα αναχρηματοδότησης (TLTRO), που ανακοίνωσε πρόσφατα η ΕΚΤ και θα ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο επιτρέπει σε ιταλικές και ισπανικές τράπεζες να αντλήσουν φθηνή ρευστότητα για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Στον αντίποδα, για τις ελληνικές τα οφέλη δεν είναι εξίσου προφανή καθώς όπως περιέγραψε ο νέος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας υπάρχει έλλειψη επιλέξιμων ενεχύρων. Δηλαδή, οι ελληνικές τράπεζες λόγω της έκτασης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας δεν έχουν καλής ποιότητας δάνεια για να δώσουν ενέχυρο συμμετέχοντας στο πρόγραμμα.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει θέσει ήδη θέμα τροποποιήσεων στην ΕΚΤ και οι συζητήσεις έχουν ξεκινήσει. Θα απαιτηθεί όμως χρόνος καθώς για να καταστεί επιλέξιμο μεγαλύτερο μέρος του χαρτοφυλακίου δανείων των ελληνικών τραπεζών θα πρέπει να υπάρξουν αλλαγές στους υφιστάμενους κανόνες της ΕΚΤ.
«Πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρό θέμα που απαιτεί προσεκτικούς χειρισμούς» σημειώνουν στελέχη της τραπεζικής αγοράς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νέος διοικητής της ΤτΕ ΕΛΛ -2,86% επέλεξε σε αυτό να εστιάσει την πρώτη δημόσια αναφορά του, δείχνοντας και τη σπουδαιότητα που δίνει η κεντρική τράπεζα στο ζήτημα αυτό.
Οι όποιες αποφάσεις πιστεύεται πως θα έχουν ληφθεί ως τις 18 Σεπτεμβρίου όταν και αναμένεται να διενεργηθεί η πρώτη πράξη αναχρηματοδότησης.
Θεωρητικά με βάση τις πρόνοιες του προγράμματος της ΕΚΤ, οι εγχώριες τράπεζες θα μπορούσαν να αντλήσουν σύμφωνα με την Goldman Sachs φθηνή ρευστότητα ως και 10 δισ. ευρώ βάζοντας ενέχυρο έως και το 7% των δανείων που έχουν χορηγήσει (πλην των στεγαστικών). Άλλωστε το πρόγραμμα επιδιώκει να ενισχύσει τις τράπεζες που έχουν υποστεί απομόχλευση το προηγούμενο 12μηνο, γεγονός που κατεξοχήν ισχύει για τις ελληνικές.
Πρακτικά όμως, με δεδομένη τη χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας και των εταιρειών και το γεγονός ότι περίπου το 35% των επιχειρηματικών δανείων είναι μη εξυπηρετούμενα η εύρεση ενεχύρων δυσκολεύει. Αν συνυπολογισθεί και η εξόφληση δανεισμού από τις καλές εταιρείες, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα.
Στο δίμηνο Μαΐου – Ιουνίου μεγάλες επιχειρήσεις άντλησαν από τις αγορές, μέσω εκδόσεων ομολόγων, περίπου 6,1 δισ. ευρώ. Εξ αυτών το μεγαλύτερο μέρος χρησιμοποιήθηκε για εξόφληση τραπεζικού δανεισμού.
Την ίδια στιγμή οι νέες χορηγήσεις παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλές με αποτέλεσμα το υπόλοιπο του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων να μειώνεται γρήγορα καθώς οι καλοί πελάτες εξοφλούν δάνεια, ενώ τα κόκκινα δάνεια αυξάνονται, έστω και με μικρότερο ρυθμό.
Χαρακτηριστικό της αδυναμίας των ελληνικών τραπεζών να συμμετάσχουν στα προγράμματα αναχρηματοδότησης είναι ότι στην προηγούμενη πράξη οι εγχώριες τράπεζες άντλησαν ρευστότητα μόλις 1 δισ. ευρώ.
euro2day