Ηταν Πρωτοχρονιά του 2002 όταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, μπροστά στις κάμερες, έκανε την πρώτη ανάληψη από ΑΤΜ σε ευρώ.
Ηταν ο πρώτος πολίτης της χώρας που «σήκωσε» ευρώ» αντί για δραχμές.
Το κλίμα ήταν πανηγυρικό. Το ευρώ αντικαθιστά εκείνη την ημέρα τη δραχμή ως νομισματική μονάδα του ελληνικού κράτους. Τα δύο νομίσματα παραμένουν σε παράλληλη κυκλοφορία έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002, οπότε από την επομένη η δραχμή αποτελεί παρελθόν, ύστερα από 169 χρόνια κυκλοφορίας.
Δύο χρόνια νωρίτερα, στην αυγή της νέας χιλιετίας (9 Μαρτίου 2000), ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης είχε υποβάλει αίτηση στα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ένταξη της χώρας στη ζώνη του Ευρώ.
Η ιστορία του ελληνικού νομίσματος
Ο φοίνικας, η δραχμή και το ευρώ είναι τα τρία νομίσματα (νομισματικές μονάδες), που κυκλοφόρησαν διαδοχικά από τη σύσταση του ελληνικού κράτους.
Γρόσι
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης επικρατούσε νομισματική αναρχία στον ελλαδικό χώρο. Οι συναλλαγές γίνονταν με οθωμανικά νομίσματα, όπως το γνωστό μας γρόσι, αλλά και με διάφορα ξένα νομίσματα (ισπανικό δίστηλο, τάλιρο της Μαρίας Θηρεσίας, χρυσό τσεκίνι Βενετίας κ.ά.).
Η ιδέα κοπής ελληνικού νομίσματος ερρίφθη κατά πρώτον το 1822. Στις 5 Μαρτίου ψηφίστηκε από το Βουλευτικό ο νόμος 6, με τον οποίο καθοριζόταν η κοπή αναμνηστικού αργυρού νομίσματος σε 80 κομμάτια, τα οποία θα περιέρχονταν στα μέλη της. Ένα μήνα αργότερα, με το νόμο 9 της 5ης Απριλίου, αποφασίστηκε να κοπούν νομίσματα για τις ανάγκες των συναλλαγών. Ο νόμος προέβλεπε τη συγκέντρωση του χρυσού και του αργύρου, που βρισκόταν σε μοναστήρια και εκκλησίες, καθώς και την απαγόρευση εξαγωγής χρυσού και αργύρου, όχι μόνο έξω από την επικράτεια, αλλά και από επαρχία σε επαρχία. Το σχέδιο, όμως, σύντομα εγκαταλείφθηκε λόγω εγγενών αδυναμιών.
Φοίνικας του 1828
Η συνεχιζόμενη, όμως, νομισματική ανωμαλία ανάγκασε τον πρώτο κυβερνήτη της ελεύθερης Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, να επισπεύσει τη δημιουργία εθνικού νομίσματος. Πράγματι, στις 28 Ιουλίου 1828 η Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους αποφάσισε να προτείνει στον Κυβερνήτη ως νομισματική μονάδα τον «φοίνικα», με υποδιαίρεση το λεπτό. Ελλείψει ρευστού και μηχανημάτων, ο Καποδίστριας συνήψε δάνειο 1,5 εκατομμυρίων ρουβλίων από τη Ρωσία και με τα χρήματα αυτά αγόρασε από τη Μάλτα μία μεταχειρισμένη νομισματοκοπική μηχανή, που εγκαταστάθηκε στην αυλή του σπιτιού του στην Αίγινα. Εκεί τυπώθηκαν τα πρώτα νομίσματα της ελεύθερης Ελλάδας, που ήταν ο αργυρός φοίνιξ και τα χάλκινα: δεκάλεπτο, πεντάλεπτο και μονόλεπτο. Το μέταλλο αποκτήθηκε από τις νηοπομπές του ελληνικού στόλου (άργυρος) και από τα τουρκικά κανόνια (χαλκός). Στις 17 Ιουνίου 1831 τυπώθηκε και το πρώτο χάρτινο χρήμα με απόφαση του Κυβερνήτη, χωρίς όμως επιτυχία.
Δραχμή του 1833
Μετά την ενθρόνιση του Όθωνα το 1833 τα νομίσματα που είχαν εκδοθεί και κυκλοφορήσει επί Καποδίστρια αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία. Στις 8 Φεβρουαρίου εισήχθη νέα νομισματική μονάδα, η δραχμή (νόμισμα του αρχαίου ελληνικού κόσμου) αντί του φοίνικα. Με το ίδιο διάταγμα, τα νέα νομίσματα διαιρέθηκαν σε τρεις κατηγορίες: αργυρά, χρυσά και χάλκινα. Οι πρώτες δραχμές τυπώθηκαν στο Μόναχο και από το 1836 έως το 1858 τυπώνονταν στο Νομισματοκοπείο Αθηνών. Με το βασιλικό διάταγμα της 12ης Ιουλίου 1843 το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης χαρτονομισμάτων δόθηκε στη νεοσυσταθείσα Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία διατήρησε το προνόμιο αυτό έως το 1928, οπότε ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Στις πρώτες μέρες της Κατοχής, οι κατακτητές έθεσαν σε κυκλοφορία παράλληλα με τη δραχμή, το Μάρκο Κατοχής, τη λιρέτα Κατοχής, τη μεσογειακή δραχμή, το βουλγαρικό λέβα και το αλβανικό φράγκο (29 Απριλίου 1941). Τα νομίσματα αυτά ήταν χωρίς αντίκρυσμα και γρήγορα αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία (18 Ιουλίου 1941).
Πηγή: sansimera.gr
Τον Αύγουστο του 1940 ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κόντευε να συμπληρώσει ένα χρόνο.
Η Ελλάδα, την οποία κυβερνούσε δικτατορικά ο Ιωάννης Μεταξάς, μπορεί να τηρούσε ουδέτερη στάση, αλλά ήταν εμφανές ότι βρισκόταν στο πλευρό της Αγγλίας, που εκείνη την περίοδο δοκιμαζόταν σοβαρά από τις αεροπορικές επιθέσεις της «Λουφτβάφε».
Η φασιστική Ιταλία, σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας, με τον ισχυρό στόλο της διεκδικούσε την πρωτοκαθεδρία στις θάλασσες της Μεσογείου από τη Μεγάλη Βρετανία.
Η διαταγή για τον τορπιλισμό της «Έλλης», ενός ελαφρού καταδρομικού πλοίου («ευδρόμου» με την ορολογία του μεσοπολέμου), δόθηκε από του διοικητή των Δωδεκανήσων Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι, ηγετικό στέλεχος του Φασιστικού Κόμματος της Ιταλίας και πρέπει να ήταν σε γνώση του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι.
Το ιταλικό υποβρύχιο «Ντελφίνο» με διοικητή τον υποπλοίαρχο Τζουζέπε Αϊκάρντι ξεκίνησε από τη ναυτική βάση στο Παρθένι της Λέρου το βράδυ της 14ης Αυγούστου, με αποστολή να πλήξει εχθρικά πλοία στην Τήνο, τη Σύρο και στη συνέχεια να αποκλείσει τη Διώρυγα της Κορίνθου.
Τις πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου το ιταλικό υποβρύχιο βρέθηκε έξω από το λιμάνι της Τήνου «εν καταδύσει», με σκοπό να τορπιλίσει τα επιβατικά πλοία «Έλση» και «Έσπερος», που μετέφεραν προσκυνητές, αλλά οι Ιταλοί τα θεωρούσαν οπλιταγωγά και συνεπώς εχθρικά. Από το περισκόπιο ο Αϊκάρντι είδε να καταφθάνει στο λιμάνι ένα πολεμικό και δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, όπως δήλωσε μετά τον πόλεμο. Επρόκειτο για το καταδρομικό «Έλλη», που κατέπλεε στην Τήνο για τις εορταστικές εκδηλώσεις της Μεγαλόχαρης.
Στις 8.25 π.μ., λίγη ώρα πριν από τη λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας κι ενώ στην παραλία υπήρχε πολύς κόσμος, το «Ντελφίνο» έπληξε με τρεις τορπίλες το ελληνικό πολεμικό πλοίο. Η μία μόνο τορπίλη βρήκε στόχο, αλλά έπληξε καίρια το ελληνικό πλοίο στο μηχανοστάσιο και τις δεξαμενές πετρελαίου. Μία ώρα αργότερα, το «Έλλη» βυθίστηκε, παρά τις προσπάθειες του πληρώματος να το κρατήσουν στον αφρό. Οι άλλες δύο τορπίλες αστόχησαν και εξερράγησαν στην προκυμαία. Από την επίθεση του «Ντελφίνο» σκοτώθηκαν ένας υπαξιωματικός και οκτώ ναύτες του «Έλλη», ενώ οι τραυματίες ανήλθαν στους 24. Μία γυναίκα, που βρισκόταν στην παραλία, πέθανε από καρδιακή προσβολή μετά την έκρηξη της δεύτερη τορπίλης στην προκυμαία.
Μετά την εκτέλεση της αποστολής του, το «Ντελφίνο» απομακρύνθηκε χωρίς να γίνει γνωστή η ταυτότητά του. Έπειτα από λίγες ώρες κατέπλευσε στη Σύρο, αλλά αναχώρησε αμέσως άπρακτο, καθώς δεν υπήρχε κανένα πλοίο στο λιμάνι του νησιού. Το «Ντελφίνο» επέστρεψε εσπευσμένως στη Λέρο με διαταγή των ιταλικών αρχών, ακυρώνοντας την αποστολή του στην Κόρινθο.
Η επιχείρηση δεν φαίνεται να ήταν σε γνώση των πολιτικών αρχών της Ρώμης (πλην ίσως του Μουσολίνι). Ο υπουργός Εξωτερικών, Γκαλεάτσο Τσιάνο, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι η βύθιση του ελληνικού πλοίου οφείλεται στη θρασύτητα του Ντε Βέκι.
Η έρευνα που διενήργησαν δύτες του Πολεμικού Ναυτικού, έδειξε ότι η τορπίλες ήταν ιταλικές και επομένως η επίθεση έγινε από ιταλικό υποβρύχιο. Η κυβέρνηση Μεταξά τήρησε απόλυτα μυστικό το πόρισμα της έρευνας, για να μην προκαλέσει την Ιταλία και διαταράξει την ουδετερότητα της Ελλάδας.
Τελικά, δημοσιοποιήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1940, δύο ημέρες μετά την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Παρά ταύτα, από την πρώτη στιγμή η ελληνική κοινή γνώμη δεν είχε καμία αμφιβολία για την εθνικότητα του υποβρυχίου.
Το 1950, στο πλαίσιο των πολεμικών επανορθώσεων, η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα το ελαφρύ καταδρομικό «Ευγένιος της Σαβοίας» (Eugenio Di Savoia), το οποίο μετονομάστηκε σε «Έλλη» τον Ιούνιο του 1951 και ύψωσε την ελληνική σημαία.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 το ναυάγιο του «Έλλη» ανελκύστηκε τμηματικά και πουλήθηκε για παλιοσίδερα (σκραπ). Το 1985 Έλληνες δύτες ανακάλυψαν στο βυθό της Τήνου τα απομεινάρια της ιταλικής τορπίλης που βύθισε το «Έλλη». Το εύρημα εκτίθεται στο Ναυτικό Μουσείο Πειραιά.
Πηγή: sansimera.gr
Σαν σήμερα, το 1944 οι Γερμανοί κατακτητές καταστρέφουν το Δίστομο και σκοτώνουν 218 κατοίκους του. Είναι ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα των ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Το πρωί της 10ης Ιουνίου 1944 γερμανική στρατιωτική φάλαγγα των Ες-Ες ξεκίνησε από τη Λιβαδειά για την Αράχωβα, με σκοπό την εκκαθάριση της περιοχής από τις αντάρτικες δυνάμεις.
Στο Δίστομο ενώθηκε με άλλη γερμανική ομάδα που είχε ξεκινήσει από την Άμφισσα και προχώρησαν προς το Στείρι. Οι κάτοικοι έλαβαν εντολή να μην απομακρυνθούν από το χωριό, μέχρι την επιστροφή των γερμανικών δυνάμεων.
Στη θέση Καταβόθρα οι Γερμανοί δέχθηκαν επίθεση από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Μετά από σύντομη, αλλά σφοδρή μάχη, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 15 νεκρούς και άλλους τόσους τραυματίες. Οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν σε 6 νεκρούς και 15 τραυματίες.
Οι Γερμανοί απέδωσαν την επίθεση του ΕΛΑΣ σε ειδοποίηση των κατοίκων του Διστόμου και επέστρεψαν στο χωριό για να εκδικηθούν.
Με διαταγή του διοικητή τους, υπολοχαγού Χανς Ζάμπελ, το Δίστομο πυρπολήθηκε και 218 κάτοικοι (114 γυναίκες και 104 άνδρες) εκτελέστηκαν απάνθρωπα. Μεταξύ των νεκρών, 45 παιδιά και έφηβοι και 20 βρέφη.
Η πρωτοφανής θηριωδία έγινε αμέσως γνωστή μέσω του BBC στο εξωτερικό και προκάλεσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης.
Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, το Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου μπόρεσε να ανακαλύψει τον υπεύθυνο της Σφαγής, Χανς Ζάμπελ, ο οποίος είχε καταφύγει στο Παρίσι και είχε συλληφθεί. Οι γαλλικές αρχές τον παρέδωσαν στις ελληνικές, οι οποίες τον προφυλάκισαν.
Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του.
Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζάμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του.
Πηγή: sansimera.gr
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ' όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.
Το Βυζάντιο σ' εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών του, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μία απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Η τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (γαλλική μινιατούρα, 15ος αιώνας)Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία».
Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».
Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Η είσοδος του Μωάμεθ Β στην Κωνσταντινούπολη (πίνακας του Ζαν-Ζοζέφ Μπενζαμέν Κονστάντ, 19ος αιώνας)Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού.
Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.
Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. Με τη βοήθεια ενός ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, περίπου 70 πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.
Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.