η θέσπιση ενός νέου σχολικού συστήματος -σε βάθος χρόνου- βασικός στόχος του οποίου θα είναι η ενίσχυση του Λυκείου, ώστε να μπορεί να εισάγεται κάποιος σε ένα πανεπιστημιακό τμήμα βάσει του βαθμού του, επιδιώκει το αρμόδιο υπουργείο, όπως εξήγησε, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM», ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, Γιάννης Παντής.
«Θα υπάρξει σύντομα μια πρόταση -ελπίζω μέσα στη χρονιά- που θα είναι πάνω στην εντολή που έχουμε από τον υπουργό. Θα πάμε δηλαδή, μέσω του σχολικού συστήματος, να μπαίνουν τα παιδιά στα πανεπιστήμια. Δεν θα χρειάζεται παράλληλο σύστημα. Θα αναβαθμιστεί ο ρόλος του Λυκείου. Με το απολυτήριο του Λυκείου και τον βαθμό ουσιαστικά θα μπορεί κάποιος να πηγαίνει στις σχολές εκείνες που θα έχει τη δυνατότητα λόγω του βαθμού να μπει» εξήγησε ο κ. Παντής.
Σημείωσε δε: «Αυτό είναι κάτι που οφείλουμε, να κάνουμε το Λύκειο, ένα Λύκειο που λειτουργεί». Πρόσθεσε πως «αυτή τη στιγμή η τρίτη λυκείου δεν λειτουργεί, πηγαίνουν κάποιες ώρες (οι μαθητές) και εξαντλούν τις απουσίες για να πηγαίνουν στα φροντιστήρια».
Ο γγ του υπουργείου Παιδείας αναφέρθηκε, επίσης, στην ανάγκη προσαρμογών στο εκπαιδευτικό σύστημα -ιδιαίτερα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης- ανά κάποια χρόνια, φέροντας ως παράδειγμα την ανάγκη ενός τμήματος τουρισμού -σημαντικού τομέα της οικονομίας- στα πανεπιστήμια.
«Καθώς τα χρόνια περνούν, οι αναπτυξιακές κατευθύνσεις και οι δυνατότητες των οικονομιών μεταβάλλονται. Θα πρέπει να προσαρμόζεται η ανώτατη εκπαίδευση για να μπορεί να έχει και καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση αυτός που βγαίνει (από το πανεπιστήμιο), αλλά κυρίως να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της κοινωνίας» ανέφερε ο κ. Παντής.
Θυμίζουμε εδώ την πρόταση για το νέο σύστημα εισαγωγής
Μετά από επισταμένη μελέτη των πρωτογενών στατιστικών στοιχείων σειράς ετών, η ειδική επιτροπή κατέληξε σε μια πρόταση που βασίζεται στην αρχή ότι οι νέοι, εφόσον έχουν ολοκληρώσει το Λύκειο, έχουν το δικαίωμα να πραγματοποιήσουν τις σπουδές που επιθυμούν. Επομένως τον καινούργιο τρόπο εισαγωγής τον ενδιαφέρει τι θέλουν να σπουδάσουν τα παιδιά. Δίνει πρωταρχική αξία σ΄αυτό, θεωρώντας ότι αν αγαπήσουν τις σπουδές και το τμήμα τους, και η απόδοσή τους θα βελτιωθεί, και πιο γρήγορα θα τις περατώσουν.
Η αρχή δηλαδή του συστήματος είναι απλή και δημοκρατική.
Εισάγει έναν συντελεστή βαρύτητας ο οποίος γίνεται αποφασιστικότερος όσο περισσότερο ώριμοι και αποφασισμένοι είναι οι νέοι να σπουδάσουν αυτό που επιθυμούν.
Η εφαρμογή του συγκεκριμένου συντελεστή κατάταξης των υποψηφίων, επί του γενικού βαθμού πρόσβασης, ή άλλων κριτηρίων επίδοσης, εξασφαλίζει σε ΑΕΙ και ΤΕΙ φοιτητές με γενική αλλά και ειδική επάρκεια.
Από τη στιγμή που έχει ολοκληρωθεί το Νέο Λύκειο, ο συντελεστής βαρύτητας μπορεί να εφαρμοστεί επί του Εθνικού Απολυτηρίου και έτσι να περάσουν οι πανελλήνιες εξετάσεις στην ιστορία. Ωστόσο η υιοθέτηση του συντελεστή μπορεί να γίνει από τις επόμενες εισαγωγικές εξετάσεις.
Η πρόταση αυτή ανατρέπει το κυριότερο ελάττωμα που εμφανίζει το ελληνικό εξεταστικό σύστημα, επιτρέπει την όσο το δυνατό 12 μεγαλύτερη σύμπτωση ανάμεσα στο τι θέλει να σπουδάσει κανείς και στο τι τελικά σπουδάζει. Μειώνει τη σημασία της βαθμοθηρίας, και επομένως το χρόνο και την ένταση προετοιμασίας για τα μαθήματα. Επιτρέπει τέλος την ομαλότερη κατανομή των σπουδαστών στα τμήματα των ΤΕΙ και των Πανεπιστημίων
Βασική πρόβλεψη της πρότασης εισαγωγής στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση της επιτροπής Λιάκου είναι εφαρμογή τελεστή βαρύτητας ανά επιλογή και πλήθος επιλογών του υποψηφίου. Με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά θα επιβρανεύεται με διαφοροποιημένο ποσοστό η σειρά επιλογής (1η, 2η 3η έως και 10η επιλογή) και το πλήθος των 10 πρώτων επιλογών των υποψηφίων.
Μετά την 10η επιλογή οι επιλογές δεν επιβραβεύονται (η τιμή του συντελεστή θα είναι μηδενική).
Ωστόσο,η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι από το προτεινόμενο σύστημα ανακύπτουν σημαντικά προβλήματα:
1. Πώς θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η αντικειμενικότητα στη βαθμολόγηση;
Η Επιτροπή απαντά ότι αυτό θα εξασφαλίζεται μέσω του αναμορφωμένου λυκείου. Η πιστοποίηση του γενικού βαθμού πρόσβασης του αναμορφωμένου λυκείου σε συνδυασμό την ως τότε τετραετή εφαρμογή του συντελεστή βαρύτητας πιθανό να περιορίσει την ανάγκη εισαγωγικών μόνο στα τμήματα υψηλής ζήτησης.
2. Θα ισχύσουν μεταβατικές διατάξεις, ποιες είναι και ποιο το εύρος τους;
Η υιοθέτηση του συντελεστή μπορεί να γίνει από τις επόμενες εισαγωγικές εξετάσεις.
3. Πότε θα ολοκληρωθεί το νέο σύστημα μετάβασης;
Αφενός με τη δημιουργία του Νέου Λυκείου και αφετέρου με το να επιτρέψει το Πανεπιστήμιο, στους φοιτητές να έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν, υπό όρους, κατεύθυνση σπουδών, να αποκτούν πτυχίο από συνδυασμούς επιστημών, και να αποκτούν πρωτεύουσα και δευτερεύουσα ειδικότητα.
Με την αλλαγή των εξετάσεων και μεταρρύθμιση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (4 γυμνάσιο και 2 λύκειο) και την καθιέρωση της κινητικότητας στο Πανεπιστήμιο, μεταμορφώνεται εντελώς το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Το σκεπτικό
Σύμφωνα με το σκεπτικό της Επιτροπής που οδήγησε στη διατύπωση της συγκεκριμένης πρότασης «εως το 1964, όταν η μαζική εκπαίδευση δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί, οι υποψήφιοι φοιτητές, μικρό ποσοστό των συνομιλήκων κάθε χρονιάς, έδιναν εξετάσεις χωριστά στο καθένα από τα λίγα πανεπιστημιακά τμήματα των δύο μόνο πανεπιστημίων της επικράτειας.
Η καθιέρωση πανελλαδικών εξετάσεων για τα ΑΕΙ, βοήθησε στη μετάβαση προς τη μαζική εκπαίδευση.
Η κεντρικότητα και η λειτουργικότητα του θεσμού των εξετάσεων επέτρεψαν την μακροβιότητά του, πάνω από πέντε δεκαετίες, και του χάρισαν την υπόληψη ενός από τους πλέον αδιάβλητους θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας».
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο σκεπτικό της Επιτροπής το κοστος ήταν και είναι βαρύτατο, τόσο οικονομικά, όσο και ψυχολογικά για όλη την οικογένεια.
Επιπλέον, κάθε χρόνο, εξαιτίας των εξετάσεων χάνονται τουλάχιστον δυο μήνες από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή αφαιρείται ένας ολόκληρος χρόνος διδασκαλίας σε κάθε παιδί. Εκείνη όμως η βαθμίδα που θυσιάζεται κυριολεκτικά στον Μολώχ των εξετάσεων είναι το Λύκειο.
Μια από τις πιο σημαντικές βαθμίδες της εκπαίδευσης, καταστρέφεται εντελώς»
.
Τα μέλη της Επιτροπής σημειώνουν ότι «βρισκόμαστε στην ιστορικά παράδοξη θέση να θεωρούμε επιτυχές ένα σύστημα το οποίο έχει αποδειχτεί πολλαπλώς καταστροφικό. Πώς διαφορετικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα σύστημα στο οποίο οι οκτώ στους δέκα φοιτητές δεν σπουδάζουν αυτό που θέλουν και έχουν κοπιάσει;
Και πώς μπορεί να λειτουργήσει η πανεπιστημιακή εκπαίδευση όταν στην μεγάλη πλειοψηφία των τμημάτων της, λιγότεροι από ένας στους δέκα, έχει επιλέξει το τμήμα που παρακολουθεί;»
Μάλιστα, με συγκεκριμένα παραδείγματα η Επιτροπή επισημαίνει ότι το σύστημα λειτουργεί επαρκώς μόνο για το ένα τέταρτο περίπου των υποψηφίων που μπορεί να πραγματοποιήσει τις πρώτες του επιλογές. «Το κόστος λειτουργίας του όμως είναι δυσανάλογα μεγάλο και βαραίνει συνολικά και στη σταδιοδρομία των νέων, και στην εκπαίδευση και στην κοινωνία. Δημιουργείται κάθε χρόνο ένα ντόμινο με τη μορφή χιονοστιβάδας. Αυτή η χιονοστιβάδα η οποία δημιουργείται από τους αποτυχόντες των τμημάτων υψηλής βαθμολογίας, κατρακυλά στα τμήματα χαμηλότερης βαθμολογίας, διώχνοντας από εκεί όσους τα είχαν προτιμήσει. Η χιονοστιβάδα διογκώνεται με νέους αποτυχόντες και κατρακυλώντας προς τα τμήματα χαμηλής βαθμολογίας διώχνει όσους επιθυμούν να σπουδάσουν σε αυτά, τοποθετώντας τυχαίως άλλους που αδιαφορούν πλήρως για αυτά.
Παράδειγμα:
Α. Σχολές υψηλής ζήτησης: Στο ΕΜΠ, Τμήμα μεταλλειολόγων: Το τμήμα πρόσφερε 63 θέσεις. Ως πρώτη επιλογή το είχαν επιλέξει 19 υποψήφιοι, ως δεύτερη 30, και ως τρίτη 31 (σύνολο 80 υποψήφιοι). Συνολικά όμως το τμήμα συγκέντρωνε 1362 προτιμήσεις από το μηχανογραφικό. Από αυτούς που τελικά φοίτησαν στο τμήμα, στις τρεις πρώτες προτιμήσεις τους το είχαν θέσει μόλις οι 18, και υπόλοιποι 45 επιτυχόντες προήλθαν από τη χιονοστιβάδα του μηχανογραφικού (22 εκ των οποίων είχαν δηλώσει το τμήμα από 7η και πέρα επιλογή).
Β. Σχολές χαμηλής ζήτησης: Στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας: Το τμήμα πρόσφερε 144 θέσεις. Ως πρώτη επιλογή το είχαν επιλέξει 20 υποψήφιοι, ως δεύτερη 56, και ως τρίτη 54 (σύνολο 130 υποψήφιοι). Συνολικά όμως το τμήμα συγκέντρωνε 4.470 προτιμήσεις από το μηχανογραφικό. Από αυτούς που τελικά φοίτησαν στο τμήμα, στις τρεις πρώτες προτιμήσεις τους το είχαν θέσει μόνο 11 φοιτητές, και από τη χιονοστιβάδα του μηχανογραφικού προήλθαν οι υπόλοιποι 133 επιτυχόντες. (120 εκ των οποίων είχαν δηλώσει το τμήμα από 7η και πέρα επιλογή). Δηλαδή δεν σπούδασαν εκεί 130 από όσους το είχαν δηλώσει στις τρεις πρώτες τους επιλογές, και τελικά εισήχθησαν 120 που είχαν συμπεριλάβει το τμήμα μόνο για να συμπληρώσουν το μηχανογραφικό».
www.alfavita.gr