Τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου γιορτάζεται από τη Χριστιανοσύνη ο Άγιος Ανδρέας. Είναι ένας από τους 12 Αποστόλους, ο επονομαζόμενος και Πρωτόκλητος, επειδή πρώτος αυτός, μαζί με τον αδελφό του Πέτρο, κλήθηκε να ακολουθήσει τον Ιησού.
Ψαράς στο επάγγελμα ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ιδέ ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη ακολούθησαν τον Ιησού.
Οι πληροφορίες της Καινής Διαθήκης είναι ελάχιστες για τον Ανδρέα και ανύπαρκτες για το αποστολικό του έργο. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Απόστολος Ανδρέας κήρυξε τον Χριστιανισμό στη Σκυθία (σημερινή Νότια Ρωσία), την Ήπειρο, τη Θράκη και το Βυζάντιο, όπου ίδρυσε εκκλησία με πρώτο επίσκοπο τον Στάχυ. Συνέχεια αυτής της πρώτης εκκλησίας θεωρείται το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, που τιμά τον Απόστολο Ανδρέα ως ιδρυτή του και πρώτο επίσκοπο του Βυζαντίου.
Κατόπιν ο Απόστολος Ανδρέας μετέβη μέσω της Θεσσαλίας στην Αχαΐα, όπου ίδρυσε εκκλησία και κατόρθωσε να προσηλυτίσει στον Χριστιανισμό τη Μαξιμίλλα, σύζυγο του ανθύπατου Αιγεάτη, την οποία θεράπευσε από μία ανίατη ασθένεια. Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξοργίστηκε και διέταξε στην σταύρωση του Απόστολου Ανδρέα σε σταυρό σχήματος Χ, που ονομάστηκε από τότε «Σταυρός του Αγίου Ανδρέα».
Το λείψανό του, που ενταφιάστηκε με φροντίδα της Μαξιμίλλας και του τοπικού επισκόπου Στρατοκλή, μεταφέρθηκε το 357 στην Κωνσταντινούπολη και εναποτέθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Σταυροφόρους το 1204, τμήματα του λειψάνου του Απόστολου Ανδρέα μεταφέρθηκαν στο Αμάλφι της Καμπανίας, ενώ το 1461 ο δεσπότης του Μυστρά Θωμάς Παλαιολόγος, προ του Οθωμανικού κινδύνου, ανέθεσε τη φύλαξη της κάρας του Αγίου στον Πάπα Πίο Β’, ο οποίος την εναπόθεσε στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1964, η κάρα του Αποστόλου Ανδρέα επιστράφηκε στην Πάτρα, σε μια χειρονομία καλής θελήσεως του Πάπα Παύλου ΣΤ’ προς τους Ορθοδόξους. Στις 19 Ιανουαρίου του 1980 επιστράφηκε και ο Σταυρός του Αγίου Ανδρέα. Και τα δύο ιερά κειμήλια φυλάσσονται στο ναό του Αγίου Ανδρέα, που αποτελεί πανελλήνιο προσκύνημα.
Ο Απόστολος Ανδρέας είναι προστάτης Άγιος της Ουκρανίας, της Ρωσίας, της Ρουμανίας, του Μπαρμπέιντος και της Σκωτίας, καθώς και πολιούχος Άγιος της Πάτρας, του Αμάλφι της Ιταλίας, της Λούκα της Μάλτας και της Εσγκέιρα της Πορτογαλίας.
Η σημαία της Σκωτίας φέρει τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα. Μετά την ένωση της Σκωτίας με την Αγγλία, ο χιαστός σταυρός απεικονίζεται και στη σημαία της Μεγάλης Βρετανίας. Η σημαία του πολεμικού ναυτικού της Ρωσίας φέρει τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα, όπως και η σημαία της Συνομοσπονδίας (Νοτίων) στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Το μοναδικό θαύμα που χάρισε την όραση σε ένα τυφλό παιδάκι
Σύμφωνα με μια παλιά Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ’ ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον Απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό.
Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που ‘ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο Άγιος γονάτισε μπροστά σ’ ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό.
Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ’ εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.
Ο Απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει! Κι ο Απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία.
Ο Νοέμβριος ονομάζεται και Αντριάς, επειδή πιστεύεται ότι το κρύο «αντρειεύει» την ημέρα της εορτής του Αγίου Ανδρέα. Λέγεται και Τρυποτηγανάς, επειδή, όπως έλεγαν, τρυπούσε τα τηγάνια όσων δεν έκαναν τηγανίτες την ημέρα της γιορτής του.
Μέσα στη χορεία των δώδεκα μαθητών του Ιησού, εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος τόσο από την ορθόδοξη όσο και την καθολική παράδοση Απόστολος Ανδρέας, ο επονομαζόμενος και Πρωτόκλητος, ο οποίος από ψαράς κατέστη «ἁλιεύς τῶν ἀνθρώπων» και αναδείχθηκε σε μέγα διδάσκαλο του μηνύματος του Χριστού.
Πρωτόκλητος γιατί πρώτος αυτός, μαζί με τον αδελφό του Πέτρο, κλήθηκε να ακολουθήσει τον Ιησού και να κηρύξει τον λόγο του και στον ελλαδικό χώρο, ιδρύοντας εκκλησίες, εκχριστιανίζοντας τον πληθυσμό και αλλάζοντας τον ρου της Ιστορίας.
Μετά την καρποφόρα και ασίγαστη ιεραποστολική περιοδεία του μέσα σε εθνικούς, ιουδαίους και ειδωλολατρικές φύλες, κατέληξε στην Πάτρα, την οποία θα μετέτρεπε σε ορμητήριό του για τον εκχριστιανισμό του αχαϊκού πληθυσμού.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ανδρέας ή Ανδρεύς ή Ανδρείας γεννιέται στη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας ως γιος ενός ψαρά ονόματι Ιωνάς (ή Ιωάννης). Ήταν αδελφός του Σίμωνα Πέτρου, Αποστόλου Πέτρου αργότερα, και έφερε ελληνικό όνομα, γεγονός καθόλου σπάνιο μεταξύ των ελληνιζόντων εβραίων της εποχής. Δεν αναφέρεται εξάλλου πουθενά εβραϊκό ή αραμαϊκό όνομά του.
Ο νεαρός ψαράς μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση και ψάρευε με τον πατέρα και τον αδελφό του Πέτρο στη δυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδας (Γεννησαρέτ). Η οικογένεια φαίνεται να είχε οικονομική επιφάνεια, καθώς αμφότερα τα αδέλφια μαθήτευαν δίπλα στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, κάτι που προδίδει καλή οικονομική κατάσταση αλλά και πνευματικές ανησυχίες.
Ως μέλη του κύκλου του Ιωάννη λοιπόν θα συναντήσουν μια μέρα τον Ιησού, τον οποίο θα προλογίσει ο Πρόδρομος στον Ανδρέα και τον Πέτρο: «Ίδε ο Αμνός του Θεού». Τα δύο αδέλφια γοητεύτηκαν από τον λόγο του Χριστού και αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν, για να συνομιλήσουν μαζί του και όχι για να γίνουν φυσικά μαθητές του.
Αυτό δεν θα συνέβαινε παρά αργότερα, μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του Προδρόμου Ιωάννη, όταν ο Χριστός τους διαμήνυσε «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων».
Ο Ανδρέας και ο Πέτρος γίνονται οι πρώτοι μαθητές του Θεανθρώπου και αναλαμβάνουν να κηρύξουν τον λόγο του στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες της Καινής Διαθήκης είναι ελάχιστες για τον Ανδρέα και ολότελα ανύπαρκτες για το αποστολικό του έργο, χριστιανοί λόγιοι και εκκλησιαστικοί ιστορικοί θα ανασυγκροτήσουν αργότερα τη διακονία του.
Από τις Γραφές ξέρουμε πάντως πως ο Ανδρέας παρευρίσκεται στη θεραπεία της πεθεράς του Πέτρου στην Καπερναούμ, στην τέλεση του θαύματος του χορτασμού των πεντακισχιλίων και στη συνάντηση του Ιησού με τους Έλληνες, όπου, μαζί με τον φίλο του Φίλιππο, μεταφέρουν στον Χριστό την επιθυμία των προσύλητων Ελλήνων να τον γνωρίσουν. Ο ευαγγελιστής Μάρκος παρουσιάζει τον Απόστολο Ανδρέα μαζί με άλλους τρεις μαθητές να ρωτά τον Σωτήρα για το πότε θα εκπληρωθεί η προφητεία της καταστροφής του Ναού του Σολομώντα της Ιερουσαλήμ, ενώ αναφέρεται και από τον Ματθαίο και από τον Λουκά.
Στους καταλόγους των δώδεκα μαθητών αναφέρεται πάντοτε μαζί με τον αδελφό του Πέτρο. Για τελευταία φορά συναντάται στις Πράξεις των Αποστόλων μετά την Ανάληψη του Ιησού, όπου βρίσκεται πλάι στους άλλους μαθητές στο υπερώο της Ιερουσαλήμ. Οι τέσσερις ευαγγελιστές δεν συμφωνούν μάλιστα αν ο Ανδρέας ήταν μεταξύ του στενού κύκλου των μαθητών του Ιησού (Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης), ο Μάρκος τον συμπεριλαμβάνει πάντως στον στενό πυρήνα του Ναζωραίου.
Τη δράση του Ανδρέα συμπληρώνουν πληροφορίες από τα απόκρυφα Ευαγγέλια, τις Πράξεις και τα Μαρτύρια, αλλά και πολύ μεταγενέστερες πηγές και λαϊκές διηγήσεις, που καλύπτουν τα κενά με μυθιστορηματικό συχνά τρόπο. Πλάι στη χριστιανική παράδοση, υπάρχουν οι μαρτυρίες του αιρετικού Λευκίου, των ιστορικών Ευσέβιου και Νικηφόρου αλλά και του μοναχού Επιφάνιου (10ος αιώνας), ο οποίος έγραψε το «Περί του βίου, των πράξεων και της τελευτής του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου»…
Ο Πρωτόκλητος και το μήνυμα του χριστιανισμού
Ο βίος του Ανδρέα μέχρι τα Θεία Πάθη και την Ανάσταση του Ιησού ακολουθεί το ίδιο σχεδόν μοτίβο της δράσης και των άλλων μαθητών. Μετά τον σχηματισμό της πρώτης εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε με τον αδελφό του Πέτρο στη Βιθυνία, τον Εύξεινο Πόντο και τη Σινώπη.
Μαζί με άλλους μαθητές ίδρυσε μια εκκλησία στην Αμισό (Σαμψούντα), όργωσε τα εδάφη του Πόντου, της Ιβηρίας και της Παρθίας και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ πιθανότατα το 34 μ.Χ. για τον εορτασμό του εβραϊκού Πάσχα με τον κύκλο των μαθητών του Ιησού. Στο δεύτερο ιεραποστολικό του ταξίδι, περνά από Αντιόχεια, Έφεσο, Λαοδικεία και Φρυγία και κηρύττει παντού, από τη Μυσία και τη Νίκαια μέχρι και τα πέρατα της Βιθυνίας, τη Νικομήδεια, τη Χαλκηδόνα και αλλού.
Επιστρέφει στη Σαμψούντα, περιοδεύει στα γύρω εδάφη και φέρεται να ιδρύει, κατά τους κατοπινούς χριστιανούς συγγραφείς, την εκκλησία του Βυζαντίου, τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία δηλαδή, αν και το γεγονός αμφισβητείται πλέον. Για τη χριστιανική πάντως παράδοση, ο Ανδρέας χειροτόνησε στον Βύζαντα τον Στάχυ, ο οποίος ήταν ένας από τους εβδομήντα Αποστόλους και πρώτος επίσκοπος της πόλης. Με αυτό τον τρόπο, έγινε ο ιδρυτής της τοπικής Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία από τον 4ο αιώνα εξελίχθηκε στο πρώτο Πατριαρχείο της Ανατολής, ο δε επίσκοπός της μετατράπηκε από τον 7ο αιώνα σε Οικουμενικό Πατριάρχη. Γι’ αυτό και ο Ανδρέας ο Πρωτόκλητος είναι ο ιδρυτής και προστάτης της Εκκλησίας της Πόλης.
Επίσης, σύμφωνα με τη μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση, του αποδίδεται ο εκχριστιανισμός αρκετών αρχαίων λαών όπως οι Αλανοί, οι Αβασγοί, οι Ζηκχοί, οι Βοσπορινοί και οι Χερσονίτες.
Αφού μεταδώσει τον λόγο του Ιησού και σε Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, Ήπειρο και Στερεά Ελλάδα, ιδρύσει εκκλησίες και χρίσει ιερείς, καταλήγει στην Αχαΐα, μια περιοχή που όπως μας παραδίδεται θα σφραγίσει με τη δράση του αλλά και θα σφραγιστεί από αυτή.
Σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση και τις διασωθείσες συναξαριακές πηγές, ο Άγιος Ανδρέας έδρασε κυρίως στις χώρες παρά τη Μαύρη Θάλασσα, τη Σκυθία, τη Γοτθία, την Κριμαία και την Ιβηρία (σημερινή Γεωργία), καθώς και στην Καππαδοκία, τη Γαλατία και σε όλη σχεδόν τη δυτική Μικρά Ασία (Φρυγία, Μυσία, Βιθυνία). Σύμφωνα μάλιστα με το Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως, κήρυξε στη Σεβαστούπολη, την Αμισό (Σαμψούντα), την Τραπεζούντα, την Ηράκλεια, την Αμάστριδα, τη Σινώπη και το Βυζάντιο.
Στη ρωσική ορθόδοξη παράδοση η διάδοση του χριστιανισμού συνδέεται ευθέως με τον πρωτόκλητο μαθητή, ο οποίος εμφανίζεται να κηρύττει ακόμα και στο Κίεβο. Χριστιανοί συγγραφείς του 4ου αιώνα μ.Χ. γράφουν για τη δράση του Αποστόλου στην Ήπειρο, αλλά και το μαρτύριο του στην Αχαΐα…
Οι περιπέτειες στην Πάτρα και το φριχτό τέλος
Ο Ανδρέας επηρέασε πολύ τον αχαϊκό πληθυσμό και η μετάδοση του χριστιανικού του μηνύματος πρέπει να έτυχε ευρείας υποδοχής, ειδικά στην Πάτρα. Μέσα σε όλα, οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί μάς λένε πως θεράπευσε πολλούς με θαυματουργό τρόπο, πλάι στις εκκλησίες που ίδρυσε.
Τα σπάργανα της θαυματουργής δράσης του εντοπίζονται ήδη από την εποχή που με ορμητήριο τη Σινώπη εκχριστιάνιζε τους πληθυσμούς, όταν μεταξύ άλλων του αποδίδεται και η ανάσταση ενός παιδιού. Όντας στην Πάτρα, μια πόλη με πλούσια ειδωλολατρική παράδοση, φιλοξενείται στο σπίτι του Σωσσίου, ο οποίος πάσχει από ανίατη ασθένεια. Ο Ανδρέας τον θεράπευσε θαυματουργά και το γεγονός μεταδόθηκε σε ολόκληρη την πόλη, φτάνοντας και στα αυτιά του ανθύπατου Λέσβιου, ο οποίος τον χαρακτηρίζει «μάγο και απατεώνα».
Ο Λέσβιος, μας λέει η εκκλησιαστική παράδοση, ήθελε να τον συλλάβει και να τον θανατώσει, αρρώστησε όμως βαριά και αναζήτησε τη βοήθειά του. Ο Ανδρέας τον θεράπευσε κι αυτόν και πλέον απολάμβανε σεβασμού και κύρους στην Πάτρα, καθώς πολλοί έφερναν τους αρρώστους τους στον Ανδρέα, ο οποίος «ἐπιθείς τάς χεῖρας ἐφ’ ἑκάστῳ αὐτῶν παρευθύ πάντας ἰάσατο».
Μέσω των θαυμάτων αλλά και του παθιασμένου του κηρύγματος, μετέστρεψε πολλούς στον χριστιανισμό και η Πάτρα διέθετε πια μια καλή πρωτοχριστιανική κοινότητα. Ο Λέσβιος μεταστράφηκε κι αυτός στον χριστιανισμό, γι’ αυτό και αντικαταστάθηκε από τον σκληροπυρηνικό Αιγεάτη.
Η σύζυγός του Μαξιμίλλα ακολούθησε όμως το δόγμα του Ανδρέα, μετά την περιβόητη συνάντησή τους αλλά και την επίσης θαυματουργή ίασή της από τα χέρια του Πρωτόκλητου. Στον χριστιανισμό μετέστρεψε επίσης και τον αδελφό του ανθύπατου, Στρατοκλή, κάτι που θα επισύρει τη μήνη του ρωμαίου ηγεμόνα. Ο Αιγεάτης τον συλλαμβάνει και τον κατηγορεί πως διαδίδει μια νέα θρησκεία, την οποία «οἱ Ρωμαῖοι βασιλεῖς ἐξαφανίσαι ἐκέλευσαν».
Ο Ανδρέας φυλακίζεται, μέσα από το κελί χειροτονεί ωστόσο τον Στρατοκλή επίσκοπο Πατρών. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής του Αιγεάτου, ο οποίος θα τον υποβάλλει στο φρικτό βασανιστήριο της σταύρωσης, έπειτα από τη σύμφωνη γνώμη -ή την παρότρυνση, κατά κάποιες πηγές- του τοπικού ειδωλολατρικού ιερατείου.
Στις τρεις μέρες του μαρτυρίου του, κήρυττε συνεχώς τον λόγο του Ιησού στους εκχριστιανισμένους ακολούθους του: «Ἀποτάξασθε πάσας τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας, ἀποτινάξασθε τήν ραθυμίαν καί τόν ζόφον ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν καί γίνεσθε καθαροί καί τέλειοι, ἄμεμπτοι καί ἀνεπίληπτοι τῷ καθαρῷ Θεῷ ἡμῶν».
Ο ηλικιωμένος απόστολος μάς παραδίδεται ότι κατέληξε την 30ή Νοεμβρίου του 66 μ.Χ., πιθανότατα στα χρόνια των χριστιανικών διωγμών του αυτοκράτορα Νέρωνα. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς μάς λένε πως το λείψανό του έθαψε με ευλάβεια ο πρώτος επίσκοπος Πατρών, Στρατοκλής, αν και οι επίγειες περιπέτειές του δεν είχαν τελειώσει ακόμα.
Στα μέσα του 4ου αιώνα (357 μ.Χ.), με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β’, μεταφέρθηκε το λείψανο του Αγίου Ανδρέα στον Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι σαφές από τις πηγές αν μεταφέρθηκε όλο το λείψανο του Αγίου ή μόνο η κάρα του, καθώς πολλές παραδόσεις μιλούν για μετακομιδή κάποιων λειψάνων του στη Σκοτία, το Αμάλφι της Ιταλίας, ακόμα και στη Ρωσία.
Όταν η Πόλη έπεσε στους Φράγκους, το άγιο λείψανο μεταφέρθηκε από τους Σταυροφόρους στη Ρώμη. Σύμφωνα με άλλες πηγές, η κάρα του Πρωτόκλητου είχε αποσταλεί ήδη στην Πάτρα από τον πατέρα του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα (867-886), και φυλασσόταν στην αχαϊκή πρωτεύουσα μέχρι λίγο μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας (1453), όταν εξαιτίας του τουρκικού κινδύνου παραδόθηκε το 1462 από τον ηγεμόνα του Μυστρά στη Ρώμη και τον ίδιο τον Πάπα Πίο Β’, ο οποίος τοποθέτησε το σεπτό λείψανο στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου.
Αιώνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 26 Σεπτεμβρίου 1964, η Τιμία Κάρα του Αποστόλου επέστρεψε τελικά στην Πάτρα, όπου φυλάσσεται ως τα σήμερα στον ομώνυμο Ναό του Αγίου Ανδρέα.
Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος, είναι ιδρυτής και ευαγγελιστής της πόλεως των Πατρών. Μαρτύρησε στον τόπο, όπου σήμερα υψώνονται οι δύο περικαλλείς προς τιμήν του Ναοί.
O νέος Ιερός Ναός του Αγίου Ανδρέα εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1974 από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σεραφείμ. Το έργο της αγιογραφήσεώς του, ξεκίνησε το 1985 επί αρχιερατείας του Μητροπολίτου Πατρών Νικόδημου, διακόπηκε για περίπου δεκατρία έτη και με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσοστόμου η αγιογράφηση ξεκίνησε και πάλι.
Ο ναός του πολιούχου της πόλης φέρει Σταυρό ύψους πέντε μέτρων και δώδεκα καμπαναριά. Έχει 60 μέτρα μήκος, 52 πλάτος και 46 ύψος, ενώ το συνολικό εμβαδόν της Εκκλησίας είναι 2500 τ.μ. και η χωρητικότητά του είναι άνω των 8000 ατόμων. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ναούς των Βαλκανίων.
Ο παλιός Ναός του Αποστόλου Ανδρέα οικοδομήθηκε στο διάστημα 1836-1843 στη θέση όπου μαρτύρησε ο Άγιος. Ακριβώς δίπλα στον παλιό ναό υπάρχει το πηγάδι του Αγίου Ανδρέα. Ήταν ο τόπος όπου δίδασκε ο Απόστολος Ανδρέας και σύμφωνα με την παράδοση εκεί σταυρώθηκε. Η μνήμη του Αγίου Ανδρέα τιμάται από την Εκκλησία στις 30 Νοεμβρίου και είναι αργία για την πόλη της Πάτρας.
Ο Άγιος Ανδρέας, τη μνήμη του οποίου τιμά η Εκκλησία στις 30 Νοεμβρίου έκαστου έτους, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.
Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.
Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ (βλέπε 31 Οκτωβρίου) κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.
Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.
Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το ‘θαψαν με μεγάλες τιμές.
Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.
Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.
Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.
Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.
Πηγή: dogma.gr