Αὐτὲς οἱ τέσσερις λέξεις ποὺ παραδίδονται ἀπὸ τὸν εὐαγγ. Λουκᾶ στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῶν Πράξεων εἶναι τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν ὅμιλο τῶν μαθητῶν του πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη καὶ ἀποτελοῦν τμῆμα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος ποὺ διαβάζεται κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτή.
Ὁλόκληρη ἡ φράση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: «οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθεντο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήμψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλὴμ καὶ πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς».
Διαβάζοντάς την ἐντοπίζουμε πολλὰ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα ποὺ σχετίζονται, μάλιστα, μὲ τὴν ἐπὶ θύραις Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ Χριστὸς ὑπόσχεται στοὺς μαθητές Του ἐνίσχυση ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο θὰ κατέλθει στὸν κόσμο μας γιὰ νὰ φωτίσει καὶ νὰ στηρίξει τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν παρουσία τους στὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή τους θὰ εἶχαν (καὶ ἔχουν ἀκόμη) νὰ ἀντιμετωπίσουν πολλὰ καὶ βασανιστικὰ προβλήματα.
Δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς μοιάζουμε νὰ λησμονοῦμε αὐτὴ τὴν εὐεργετικὴ παρουσία καὶ δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ ζωή μας καὶ ἠθελημένα ἢ ἀθέλητα τὸ παραμερίζουμε ἂν καὶ ἡ παρουσία του εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντική. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει νὰ προσεγγίσουμε τὴν Σύνοδο εὐελπιστώντας ὅτι θὰ κυριαρχήσει ἡ διαλεκτικὴ τῆς Ἀγάπης μὲ ἐμπιστοσύνη στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ ὑπερβαίνει τὰ προβλήματα καὶ νὰ θεραπεύει τὶς ἀνθρώπινες ἀτέλειες καὶ ἀδυναμίες.
Ἀντ᾿ αὐτοῦ, λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἄριστη εὐκαιρία γιὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συζήτηση, μὲ φίλους καὶ ἀδελφούς, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει προκαλέσει συγκίνηση σὲ ὅλους, κάποιοι «τραβοῦν τὸ σχοινὶ» πρὸς τὴν κατεύθυνση ποὺ νομίζουν ὅτι τοὺς συμφέρει ὥστε νὰ ἀποκομίσουν αὐτὸ ποὺ μικρονοϊκὰ ἐπιμένουν νὰ θεωροῦν ὀφελός τους.
Ἕνα ἄλλο πολὺ ἐνδιαφέρον σημεῖο τοῦ κειμένου εἶναι ἡ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου ὅτι μετὰ τὴ λήψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας θὰ γίνουν μάρτυρες τοῦ Κυρίου. Πράγματι, ὅταν ἀνοίγουμε τὸ στόμα μας ἢ ἐπιλέγουμε τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη στάση δίνουμε στοὺς γύρω μας μία μαρτυρία. Μία μαρτυρία ποὺ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐξυπνάδα ἢ τὶς δυνατότητές μας, ἀλλὰ μὲ τὸ ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα μαρτυροῦμε Χριστό. Μαρτυρία Χριστοῦ δὲν ἔδωσαν μόνο οἱ μάρτυρες καὶ οἱ Ἅγιοι, ἐν γένει, ἀλλὰ δίνουμε καὶ ἐμεῖς σὲ κάθε στιγμή, σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας.
Ἀντιλαμβανόμαστε ἄραγε πόσο θλιβερὴ γίνεται ἡ ὕπαρξή μας ὅταν ἡ μαρτυρία αὐτὴ ἀλλοιώνεται καὶ ἐπηρεάζεται ἀπὸ ἰδιοτελεῖς σοβαροφανεῖς ἐπιδιώξεις ὅπως φαίνεται νὰ πράττουν οἱ ἱεραρχίες κάποιων Ἐκκλησιῶν;
Ποιά θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀρτιώτερη καὶ εὐγενέστερη μαρτυρία Χριστοῦ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κοινὴ προσευχὴ στὴν Κρήτη τὴν Ἁγία ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν ἐν ἀγάπῃ καὶ ἀληθείᾳ συμμετοχὴ στὶς διαδικασίες τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔχει προετοιμαστεῖ ἐντατικά, προσεκτικὰ καὶ μεθοδικά;
Τί τὸ κακὸ θὰ μποροῦσε νὰ προέλθει ἀπὸ τὴ συζήτηση ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν;
Ἀκόμη καὶ τὰ προβλήματα δικαιοδοσιῶν, ποὺ ἀναμφίβολα εἶναι σημαντικά, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν πιὸ ἤπια, πιὸ ἀπαλά, λιγότερο ἐνοχλητικά, μὲ τὴ συζήτηση, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἐξαλειφθοῦν πλήρως κάποτε;
Τὸ Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, ὅπως ἀποδεδειγμένα ἔχει πράξει μὲ ἐπιτυχία καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν θὰ διακονοῦσε τὶς ἀδελφές Ἐκκλησίες καὶ σὲ αὐτὸ τὸ πεδίο.
Τὸ τρίτο σημεῖο ποὺ τραβᾶ τὴν προσοχή μας στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου, πρὶν τὴν Ἀνάληψή Του, εἶναι ἡ κατακλείδα.
Ἡ μαρτυρία θὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν Ἰερουσαλήμ, ἀλλὰ δὲν θὰ περιοριστεῖ οὔτε σὲ αὐτὴ οὔτε στὴν Ἰουδαία οὔτε στὴ Σαμάρεια. Θὰ ξεπεράσει τὴ κάθε γνωστὸ ὅριο καὶ θὰ φθάσει «. . . ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς».
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ ἀκούστηκε κάπως, ἐπιτρέψτε μου, τρομακτικὸς στὰ αὐτιὰ τῶν μαθητῶν. Ἡ ἀντίληψη ποὺ ἐπικρατοῦσε ἀκόμη ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ὅτι πέρα ἀπὸ τὰ γνωστὰ ὅρια Μεσόγειος, Βόρεια Γερμανία-Βρετανία, Ἰνδία ὑπῆρχαν φοβερές συνθῆκες, τέρατα καὶ καταστάσεις ποὺ θὰ ἀπειλοῦσαν τὴ ζωή ὅσων προσπαθοῦσαν νὰ τὰ ὑπερβοῦν. Παρὰ ταῦτα, ὁ Χριστὸς μὲ τὴ φράση αὐτὴ θέτει τὶς βάσεις γι᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ συμβεῖ στοὺς κατοπινοὺς αἰῶνες ὅταν ἡ χριστιανικὴ ἱεραποστολὴ θὰ ἄνοιγε δρόμους βαδίζοντας σὲ ἄγνωστους τόπους, σὲ «ἀχαρτογράφητες» χῶρες καὶ οἱ μαθητὲς ἀκολουθοῦν δυναμικὰ κάνοντας πράξη τὸ λόγο Του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀναφέρεται μόνο στὶς περιοχὲς ποὺ κατοικοῦνταν ἢ ποὺ νόμιζαν τότε ὅτι κατοικοῦνταν, ἀλλὰ ὡς ὅριο θέτει τὴν ἴδια τὴ γῆ, ὁλόκληρο τὸν πλανήτη μας.
Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ ἐντοπίσουμε τὴν κύρια συνεισφορὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸν κόσμο μας: εἶναι αὐτὸ ποὺ προϊόντος τοῦ χρόνου καὶ δεδομένων τῶν πολιτικῶν καὶ τῶν λοιπῶν συνθηκῶνἀνέλαβε νὰ κάνει πράξη τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ μεταφέρει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας « . . . ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς».
Εἶναι δὲ ἐντυπωσιακὸ ὅτι αὐτὴ τὴν πρωτοκαθεδρία ἀποδέχθηκαν καὶ ἀποδέχονται δίχως καμία τάση ἀμφισβήτησης τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων – μὰ καὶ ὅσες Ἔκκλησίες ἀνακηρύχθηκαν στὴ νεώτερη ἐποχή, τὰ ὁποῖα ἄσκησαν καὶ ἀσκοῦν τὴν πολύπευρη προσφορά τους σὲ συγκεκριμένα, ἀμοιβαῖα σεβαστὰ -παρὰ κάποιες πρόσκαιρες ἀντιπαραθέσεις- τοπικὰ ὅρια.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀντιθέτως -ὅπως πανορθοδόξως εἶναι ἀποδεκτὸ- δὲν ἔχει οὔτε τοπικὰ οὔτε ἐθνικὰ ὅρια. Τὸ πεδίο δράσης του καὶ τὸ ὅριο τῆς εὐθύνης του εἶναι τὸ «ἔσχατον τῆς γῆς». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ μὲ συνείδηση τῶν ὑποχρεώσεων του καὶ μὲ γενναιόφρονα ἀποδοχὴ τῆς εὐθύνης, ποὺ ἀπὸ αἰῶνες φέρει, ποιμαίνει τὴν Οἰκουμένη μὲ μαρτυρικὴ διαθεση καὶ φιλάδελφο πνεῦμα ἱδρύοντας συνεχῶς νέες Μητροπόλεις καὶ στελεχώνοντάς τες μὲ ἱκανοὺς ἱεράρχες καὶ κληρικούς, οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουν, κατηχοῦν, διδάσκουν, διαλέγονται, ἁγιάζουν καὶ ἐν τέλει σώζουν νέους καὶ παλαιοὺς πιστοὺς καὶ κάνουν πράξη τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς μαθητὲς καὶ πρὸς ὅλους μας.
Μέσα ἀπὸ τὴ μελέτη τῆς περικοπῆς τῶν Πράξεων καὶ τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου γιὰ κήρυξη τοῦ εὐαγγελίου στὰ πέρατα τῆς γῆς σβήνουν μπροστὰ ἀπὸ τὰ μάτια μας καὶ ξεθωριάζουν σιγὰ σιγὰ οἱ μικρόψυχες καὶ ὑστερόβουλες, ἐκ τῶν ὑστέρων, αἰτιάσεις, ἐνστάσεις καὶ ἀντιδράσεις, ὅσων συγχέουν τὸ « . . . ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» μὲ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ οἴκου, τῆς σκέψης καὶ τῆς καρδιᾶς τους.
Ἂς εὐχηθοῦμε, λοιπόν, ὁ σαρωτικὸς λόγος τοῦ Κυρίου, ποὺ διαλύει τὰ ὅρια καὶ σπάζει τὰ δεσμά, νὰ μᾶς πείσει νὰ θέσουμε τέλος στὴ λογικὴ τῶν διαιρέσεων καὶ ὁμαδοποιήσεων, νὰ ἐπικρατήσει ἡ πάγια πρακτικὴ καὶ ἡ ἀπὸ αἰῶνες ἐκπεφρασμένη ἐπιθυμία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ φέρει τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «. . . ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» καὶ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ διακηρύξει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀληθεία τῆς Ἐκκλησίας στὰ περάτα τῆς οἰκουμένης.