"Όταν την είδα να πέφτει νεκρή και να μην ανασαίνει άλλο, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως να εξαφανίσω το πτώμα της.
Τα παιδιά ήταν στο διπλανό δωμάτιο και από τις φωνές της ευτυχώς δεν είχαν ξυπνήσει ενώ οι γονείς μου που μένουν στο κάτω διαμέρισμα επίσης δεν είχαν αντιληφθεί το παραμικρό"
Έτσι ξεκινά ο δολοφόνος της 37χρόνης κοπέλας να εξιστορεί στους αστυνομικούς πως αφού έπνιξε τη γυναίκα του προσπάθησε να εξαφανίσει τα ίχνη της.
Ατάραχος και απόλυτα ψύχραιμος συνεχίζει να περιγραφεί:
Την τύλιξα με μια κουβέρτα του σπιτιού και τη κουβάλησα στο υπόγειο κλειστό γκαράζ όπου ήταν σταθμευμένο το φορτηγάκι μου. Θυμήθηκα ότι μέσα στο αυτοκίνητο είχα ένα φτυάρι. Επίσης, θυμήθηκα ότι στο χωράφι μου τις προηγούμενες ημέρες, προσπαθώντας με ένα γεωργικό μηχάνημα να βγάλω ένα μεγάλο βράχο είχε μείνει μια τρύπα στο έδαφος. Έβαλα το πτώμα της γυναίκας μου στο αυτοκίνητο και πήγα στο χωράφι χωρίς όμως να περάσω από το κέντρο του χωριού για να μην με δει κάποιος εκείνη την ώρα. Την έθαψα πρόχειρα με το φτυάρι και την άλλη μέρα πέρασα με φρέζα το χωράφι για να μην καταλάβει κανένας τίποτα.
Οι αστυνομικοί στην Κοζάνη τον άκουγαν να μιλά με ηρεμία για το πως έβαλε τα χέρια του γύρω από το λαιμό της 37 χρονης και την έπνιξε ενώ τη μόνη στιγμή που είπε ότι μετάνιωσε για όσα έκανε ήταν όταν στο τέλος οι αστυνομικοί του διάβασαν την απολογία του που περιλαμβάνεται πια στη δικογραφία.
Η 37χρονη κατάγεται από τον Πειραιά και γνώρισε τον σύζυγο και δολοφόνο της όταν σπούδαζε στα ΤΕΙ Κοζάνης.