Τη Ρόδο, την Κω και την Τήλο, επισκέφθηκε την περασμένη εβδομάδα, ο Αντιπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Philippe Leclerc, προκειμένου να διαπιστώσει και ο ίδιος από κοντά, τις συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν και να καταγράψει τα προβλήματα που παρουσιάζονται.
Ο κ. Leclerc αρχικά συναντήθηκε με εκπροσώπους τοπικών φορέων με τους οποίους και συζήτησε το θέμα της υποδοχής και φιλοξενίας των προσφύγων και μεταναστών, ενώ πριν να έρθει στα νησιά μας, πραγματοποίησε συνάντηση με τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και τον Αναπληρωτή Υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιώργο Κουμουτσάκο τους οποίους ενημέρωσε για τον ρόλο της Ύπατης Αρμοστείας στην Ελλάδα, θέτοντας τα θέματα που χρήζουν άμεσων παρεμβάσεων.
Στη συνέντευξή του παρακάτω στην εφημερίδα “ΡΟΔΙΑΚΗ”, ο Aντιπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα αναλύει ποια είναι η σημερινή κατάσταση που επικρατεί στα νησιά, αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα αναφορικά με τους πρόσφυγες.
Ποιος ο σκοπός της επίσκεψής σας στην περιοχή μας;
Έχουν περάσει σχεδόν δυο χρόνια από την τελευταία φορά που επισκέφτηκα το κέντρο υποδοχής προσφύγων στην Κω, ενώ αντίθετα έχω βρεθεί αρκετές φορές στη Σάμο και τη Λέσβο. Μέχρι πρόσφατα, ο αριθμός των αιτούντων άσυλο στα κέντρα υποδοχής σε Κω και Λέρο ήταν διαχειρίσιμος, ενώ οι αρμόδιες αρχές (λιμενικό, αστυνομία, υπηρεσία υποδοχής και ταυτοποίησης, υπηρεσία ασύλου), με την υποστήριξη των τοπικών γραφείων της Ύπατης Αρμοστείας και τη συνεργασία μη κυβερνητικών οργανώσεων, όπως η Μετάδραση, η Άρσις και το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, είχαν ξεκινήσει σταδιακά να ομαλοποιούν τις διαδικασίες και τις συνθήκες για τους πρόσφυγες σε αυτά τα δύο νησιά.
Από τον Μάιο του 2019, ωστόσο, η κατάσταση έχει γίνει ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς έχουν αυξηθεί οι αφίξεις και έχουν μειωθεί οι μεταφορές στην ενδοχώρα, με αποτέλεσμα να υπάρχει υπερσυνωστισμός στο κέντρο στο Πυλί, το οποίο σήμερα φιλοξενεί σχεδόν τρεις φορές παραπάνω κόσμο από τη χωρητικότητά του. Συνεπώς, οι συνθήκες διαβίωσης για τους αιτούντες άσυλο έχουν επιδεινωθεί σημαντικά, με ακατάλληλες συνθήκες υγιεινής, έλλειψη τουαλετών, περιορισμένη ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη και αργές διαδικασίες ασύλου.
Εδώ και αρκετό καιρό, επίσης, ήθελα να βρω την ευκαιρία να πραγματοποιήσω μια συμβολική επίσκεψη στην Τήλο και να συναντηθώ με τη Δήμαρχο του νησιού, Μαρία Καμμά, ώστε να την ευχαριστήσω για τη συνεπή της στάση απέναντι στους πρόσφυγες και τη φιλοξενία που τους προσέφερε κατά τη δύσκολη περίοδο των μεγάλων αφίξεων, το 2015 και το 2016. Σκοπός μου επίσης ήταν να συζητήσουμε την εξέλιξη της συνεργασίας μας για την παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες, όχι πλέον σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, αλλά στο πλαίσιο αναζήτησης ευκαιριών συμμετοχής των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων στην οικονομική και κοινωνική ζωή του νησιού, μέσα από την απασχόλησή τους σε ένα μικρό τυροκομείο. Η αυτονόμηση και η κοινωνική ένταξη των προσφύγων μπορεί να γίνει πραγματικότητα σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, ακόμα και σε ένα νησί 700 κατοίκων όπως είναι η Τήλος.
Τι αποκομίσατε από αυτή σας την περιοδεία σε Ρόδο, Κω και Τήλο;
Δυστυχώς η κατάσταση στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) στην Κω έχει επιδεινωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, εξαιτίας των αυξημένων αφίξεων σε συνδυασμό με τις περιορισμένες μεταφορές στην ενδοχώρα. Είδα από πρώτο χέρι τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που υφίστανται, για μήνες ολόκληρους, εκατοντάδες άντρες, γυναίκες, παιδιά, άτομα με ιδιαίτερες ανάγκες, καθώς δεν υπάρχουν κατάλληλα καταλύματα για όλους ούτε πρόσβαση σε βασικές υποδομές και υπηρεσίες. Ο αριθμός των ασυνόδευτων παιδιών έχει επίσης αυξηθεί: αυτή τη στιγμή στο ΚΥΤ στην Κω διαμένουν 88 ασυνόδευτα παιδιά σε ακατάλληλες συνθήκες και εκτεθειμένα σε αυξημένους κινδύνους. Στο ΚΥΤ είδα επίσης από κοντά τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι αρχές της υπηρεσίας υποδοχής, η αστυνομία, το προσωπικό της Μετάδρασης και της Άρσις, καθώς και οι συνάδελφοί μου στην Ύπατη Αρμοστεία, που βρίσκονται καθημερινά στο πεδίο προσπαθώντας να βοηθήσουν. Επισκέφτηκα επίσης το προαναχωρησιακό κέντρο της Κω, το οποίο από τον Μάιο του 2019, αν και χώρος κράτησης, χρησιμοποιείται και για την υποδοχή νέων αφίξεων. Ανάμεσά τους γυναίκες και ευάλωτα άτομα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δεν πραγματοποιείται ο απαραίτητος ιατρικός έλεγχος, εξαιτίας ελλείψεων στο προσωπικό.
Είχα την ευκαιρία να συζητήσω με τις αρχές και τους φορείς που λειτουργούν στο πεδίο για τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν και την υποστήριξη που χρειάζονται. Σκοπός μου είναι να συνεχίσω αυτές τις συζητήσεις με τις κεντρικές αρχές ενθαρρύνοντας την ανάληψη στοχευμένης και ταχείας δράσης για τα νησιά που αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα – και σε αυτά περιλαμβάνεται και η Κως. Είναι σαφές ότι αυτό που πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν πιο άμεσα είναι η αποσυμφόρηση των ΚΥΤ στα νησιά αλλά και η ανακούφιση του πληθυσμού που είναι αναγκασμένος να διαμένει στα κέντρα αυτά. Χρειάζονται μια σειρά άμεσων μέτρων, όπως περισσότερο προσωπικό για την ενίσχυση των υπηρεσιών, μικρές τεχνικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση των καταλυμάτων και των συνθηκών υγιεινής, παροχή υλικής βοήθειας. Είναι επίσης επείγον και ουσιαστικό να αυξηθούν οι θέσεις για τη φιλοξενία προσφύγων στην ενδοχώρα και να ενισχυθεί η δυνατότητα καταγραφής και διεκπεραίωσης των αιτημάτων ασύλου, έτσι ώστε να μπορούν οι αιτούντες να μεταφέρονται γρήγορα στην ενδοχώρα. Καθώς όμως δεν είναι εύκολο να δημιουργηθούν επαρκείς θέσεις υποδοχής στην ενδοχώρα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα επαναφέρω τις προτάσεις μας για εναλλακτικές λύσεις, όπως είναι η παροχή μετρητών για την εξεύρεση στέγης (cash for shelter).
Στη Ρόδο, η κατάσταση στα Σφαγεία, κοντά στο λιμάνι, όπου έχουν βρει καταφύγιο περίπου 75 άνθρωποι, συνεχίζει να είναι πολύ δύσκολη και επικίνδυνη. Η εξεύρεση εναλλακτικής λύσης παραμένει εδώ και καιρό βασική ανάγκη, έτσι ώστε οι πρόσφυγες να μπορέσουν να απομακρυνθούν από αυτόν τον τελείως ακατάλληλο χώρο. Το ζητούμενο είναι όσοι καταφθάνουν στο νησί (ας μην ξεχνάμε ότι η Ρόδος είχε περισσότερες από 110 αφίξεις από την αρχή του χρόνου) να φιλοξενούνται σε συνθήκες ανθρωπιάς και αξιοπρέπειας για όσο διάστημα χρειαστεί να περιμένουν τη μεταφορά τους σε κάποιο από τα κέντρα υποδοχής στα Δωδεκάνησα που να πληροί τις βασικές προδιαγραφές.
Κατά την επίσκεψή μου, είχα επίσης την ευκαιρία να συναντηθώ με έναν πρόσφατα αναγνωρισμένο πρόσφυγα, ο οποίος εργάζεται στην Κω και φροντίζει ταυτόχρονα τη γυναίκα του και το ενός έτους μωρό τους. Ήταν αισιόδοξος για το μέλλον της οικογένειάς του και ανυπόμονος να προσφέρει στην κοινότητα του νησιού και τους ανθρώπους που τον υποστήριξαν από την πρώτη στιγμή. Στο νησί της Τήλου, η δήμαρχος και ο ντόπιος πληθυσμός ανυπομονούν με τη σειρά τους να καλωσορίσουν και πάλι πρόσφυγες στη μικρή κοινότητά τους και να τους δώσουν την ευκαιρία να βρουν δουλειά και να χτίσουν το σπιτικό και τη ζωή τους εκεί. Αυτοί οι άνθρωποι ενίσχυσαν την πεποίθησή μου ότι η κοινωνική ένταξη δεν είναι ουτοπία αλλά πραγματικότητα, ακόμα και σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που υποφέρει ακόμα από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Φτάνει όλοι μαζί – κεντρικές και τοπικές αρχές, τοπικές κοινότητες, πρόσφυγες, κοινωνία των πολιτών, ιδιώτες – να δείξουμε τη θέληση και να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν στους πρόσφυγες όχι απλά να επιβιώσουν, αλλά να ευημερήσουν.
Ποια είναι η πραγματική κατάσταση για το προσφυγικό/μεταναστευτικό σήμερα (στα νησιά μας και γενικότερα στη χώρα); Πιστεύετε ότι βρίσκεται σε «έξαρση»; (Και αν ναι, που πιστεύετε ότι οφείλετε αυτό);
Παρατηρούμε μια αύξηση των αφίξεων το φετινό καλοκαίρι, κυρίως στη Λέσβο αλλά και στην περιοχή των Δωδεκανήσων, συμπεριλαμβανομένων των μικρότερων νησιών όπως η Σύμη, το Φαρμακονήσι και το Καστελόριζο. Ο Ιούλιος ήταν ο μήνας με το μεγαλύτερο αριθμό αφίξεων από την εφαρμογή της δήλωσης Ε.Ε. – Τουρκίας (Μάρτιος 2016), κάτι που συνέπεσε με τις εκλογές και την ανάδειξη νέας κυβέρνησης. O πληθυσμός των προσφύγων και μεταναστών στα νησιά του Αιγαίου ξεπερνά αυτή τη στιγμή τις 21.000. Η συντριπτική πλειοψηφία – τρεις στους τέσσερις – βρίσκονται στα πέντε ΚΥΤ, που έχουν συνολική χωρητικότητα μόνο 5.400 θέσεων. Οι συνθήκες, ιδίως στη Σάμο, παραμένουν δεινές λόγω του υπερσυνωστισμού και χιλιάδες άνθρωποι, ανάμεσά τους οικογένειες με μικρά παιδιά, παραμένουν εκτεθειμένοι σε πολλούς κινδύνους. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κατάσταση για τα 810 ασυνόδευτα παιδιά που μένουν στα κέντρα υποδοχής χωρίς πρόσβαση σε επαρκή φροντίδα και ασφάλεια.
Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι άνθρωποι που συνεχίζουν να φτάνουν στην Ελλάδα διαφεύγουν από πόλεμο, διώξεις και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχουν δηλαδή ένα προσφυγικό προφίλ. Προέρχονται κυρίως από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, την Παλαιστίνη και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, περιοχές όπου επικρατούν η ανασφάλεια και η βία. Αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται διεθνή προστασία και θα πρέπει να έχουν άμεση πρόσβαση στην επικράτεια και τις διαδικασίες ασύλου, και να εξετάζεται το αίτημά τους για άσυλο με τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τις άλλες εθνικότητες που φτάνουν στην Ελλάδα, ώστε να κρίνεται αν μπορούν να μείνουν ή όχι στη χώρα. Δυστυχώς, οι ανάγκες ξεπερνούν τη δυνατότητα ανταπόκρισης της Υπηρεσίας Ασύλου με αποτέλεσμα να υπάρχουν ακόμα σημαντικές καθυστερήσεις στη διαδικασία, όπως για παράδειγμα στο ΚΥΤ της Κω, όπου χρειάζονται τουλάχιστον 3-4 μήνες για την αρχική καταγραφή του αιτήματος ασύλου και ακόμα περισσότεροι για τη διεκπεραίωσή του. Σε συνδυασμό με την έλλειψη θέσεων φιλοξενίας στην ενδοχώρα, αυτό συμβάλει στον υπερπληθυσμό των ΚΥΤ στα νησιά, όπου βλέπουμε ανθρώπους, οι οποίοι έχουν βιώσει πολλές φορές τραυματικά περιστατικά, να περιμένουν για πολύ καιρό αντιμέτωποι με πολύ ακατάλληλες συνθήκες και κάθε είδους κίνδυνο.
Στην ενδοχώρα, η δυνατότητα υποδοχής έχει αυξηθεί σημαντικά από το 2015 (από 1.000 θέσεις τότε σε πάνω από 50.000 σήμερα) με τους πρόσφυγες να μένουν σε όλη την επικράτεια σε κέντρα φιλοξενίας, διαμερίσματα και, πιο προσωρινά, σε ξενοδοχεία. Παρά την εν λόγω πρόοδο, το σύστημα υποδοχής της Ελλάδας είναι στα όριά του. Οι αρχές θα πρέπει να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για να βρεθούν καταλύματα, να αντιμετωπίσουν τον υπερσυνωστισμό, να ενισχύσουν τις υπηρεσίες σε τομείς όπως η υγεία και να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης.
Στο πλαίσιο ενός προγράμματος που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ύπατη Αρμοστεία στηρίζει την Ελλάδα παρέχοντας 25.000 θέσεις στέγασης σε διαμερίσματα για τους πλέον ευάλωτους αιτούντες άσυλο. Αυτές βρίσκονται σε 20 πόλεις κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας και στην Κρήτη. Επίσης, πάνω από 350 θέσεις στέγασης σε διαμερίσματα για ευάλωτους αιτούντες άσυλο διατίθενται στη Ρόδο, την Κω, τη Λέρο και σύντομα στην Τήλο. Με το πρόγραμμα παροχής μηνιαίας οικονομικής βοήθειας με προπληρωμένες κάρτες, στηρίζονται περίπου 70.000 αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες σε όλη τη χώρα στην κάλυψη των βασικών τους αναγκών. Η Ύπατη Αρμοστεία εμπλέκεται ενεργά στην προετοιμασία των κρατικών αρχών με σκοπό να αναλάβουν σταδιακά αυτά προγράμματα στέγασης και οικονομικής στήριξης το 2020 και 2021.
Πέρα από την κάλυψη των πιο άμεσων ανθρωπιστικών αναγκών, βασικό στοιχείο της προσφυγικής ανταπόκρισης θα πρέπει να αποτελεί η υιοθέτηση μέτρων ένταξης. Ώστε οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες να γίνονται αυτόνομοι και ανεξάρτητοι και να μπορούν να αποχωρήσουν από το σύστημα υποδοχής, κάτι που θα δώσει χώρο για στέγαση σε πληθυσμό που τόσο το έχει ανάγκη περιμένοντας σε συνθήκες υπερπληθυσμού. Η εύρεση βιώσιμων λύσεων σημαίνει ότι, παράλληλα με τα μέτρα επείγουσας ανακούφισης, θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα σε πολιτικές ένταξης για όσους τελικά μείνουν στη χώρα, καθώς και να διευκολύνονται οι διαδικασίες οικογενειακής επανένωσης για όσους έχουν συγγενείς σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει επανειλημμένως τονίσει ότι χώρες όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. και δέχονται το μεγαλύτερο αριθμό αφίξεων, χρειάζονται έμπρακτη αλληλεγγύη από τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Όχι μόνο μέσω χρηματοδότησης, αλλά και με ουσιαστικούς μηχανισμούς διαμοιρασμού της ευθύνης, όπως είναι η μετεγκατάσταση αιτούντων άσυλο συμπεριλαμβανομένων των παιδιών που είναι ασυνόδευτα ή χωρισμένα από τις οικογένειές τους.
Πριν από περίπου δύο χρόνια που είχαμε κάνει την πρώτη μας κουβέντα, είχατε αναφερθεί στο κέντρο LEDU το οποίο τότε βρισκόταν στην αρχή της λειτουργίας του. Τι έχει αλλάξει στα προγράμματα εκπαίδευσης των παιδιών προσφύγων;
Τα κέντρα όπως το LEDU στη Λέρο και το KEDU– ένα αντίστοιχο σχολείο που άνοιξε στη συνέχεια στην Κω και είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ αυτές τις μέρες – είναι πολύ σημαντικά για τα παιδιά πρόσφυγες και τους έφηβους καθώς τους βοηθούν να επανακτήσουν μια αίσθηση κανονικότητας και να έρθουν σε επαφή μετά από καιρό, ή ακόμα και για πρώτη φορά, με την εκπαιδευτική διαδικασία. Σε αυτά τα άτυπα σχολεία τα περίπου 300 παιδιά που παρακολουθούν μαθήματα καθημερινά, έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν βασικές δεξιότητες ζωής, να μάθουν ελληνικά και αγγλικά, να αλληλεπιδράσουν με τους συνομήλικούς τους.
Σε αντίθεση με την ενδοχώρα, όπου τα περισσότερα παιδιά πρόσφυγες παρακολουθούν το τυπικό σύστημα εκπαίδευσης, στα νησιά έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος όσο αφορά στην εγγραφή στο σχολείο για τα χιλιάδες παιδιά που ζουν σε συνθήκες υπερπληθυσμού στα πέντε ΚΥΤ. Πάνω από το 75% από τα περίπου 4.600 παιδιά αιτούντες άσυλο σχολικής ηλικίας που βρίσκονται στα κέντρα υποδοχής στα ελληνικά νησιά δεν πηγαίνουν σχολείο. Η εκπαίδευση αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και κάθε παιδί θα πρέπει να έχει πρόσβαση στο εθνικό σύστημα εκπαίδευσης όσο το δυνατό αμεσότερα. Μέχρι αυτό να γίνει πραγματικότητα για όλα τα παιδιά πρόσφυγες στην Ελλάδα, τα σχολεία και τα προγράμματα μη τυπικής μάθησης, όπως το LEDU και το KEDU, θα συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο καλύπτοντας το κενό και προετοιμάζοντας τα παιδιά για την ένταξή τους εντέλει στο εθνικό σύστημα εκπαίδευσης. Γι αυτό το λόγο, παράλληλα με τις προσπάθειες και τις πιέσεις μας στον τομέα των πολιτικών, που συνεχίζουμε με τον αδερφό οργανισμό μας, τη UNICEF, σκοπεύουμε να ενισχύσουμε τη δυναμικότητα αυτών των δύο κέντρων στην Κω και τη Λέρο και να αναλάβουμε αντίστοιχες πρωτοβουλίες και σε άλλα νησιά.
Τι πιστεύετε ότι είναι αναγκαιότητα να γίνει για το προσφυγικό/μεταναστευτικό από τη νέα κυβέρνηση;
Η νέα κυβέρνηση έχει ανακοινώσει κάποιους στόχους για τις πολιτικές που αφορούν τον τομέα των προσφύγων και είναι θετικό το ότι αναγνωρίζει την ανάγκη για δράση σε μια σειρά θεμάτων. Έχω ήδη συναντηθεί με τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και τον Αναπληρωτή Υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιώργο Κουμουτσάκο και τους έχω ενημερώσει για το ρόλο της Ύπατης Αρμοστείας στην Ελλάδα, θέτοντας τα θέματα που χρήζουν άμεσων παρεμβάσεων. Η πιο επείγουσα ανθρωπιστική ανάγκη είναι αναμφίβολα η αποσυμφόρηση των ΚΥΤ στη Σάμο, τη Λέσβο και την Κω, φροντίζοντας να μην υπάρξει αντίστοιχος υπερπληθυσμός στη Χίο και τη Λέρο. Συμφωνούμε με την κυβέρνηση για την ανάγκη ταχείας δράσης για την προστασία των ασυνόδευτων παιδιών και τη στέγασή τους σε κατάλληλες δομές και θα συνεχίσουμε να βοηθούμε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί η κατάσταση στην ενδοχώρα, όπου η δυνατότητα στέγασης υστερεί σε σχέση με τις ανάγκες, ενώ οι συνθήκες σε κάποια κέντρα φιλοξενίας είναι προβληματικές και σημειώνονται εντάσεις.
Η κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να επενδύσει στην ενίσχυση της δυνατότητας καταγραφής και επεξεργασίας αιτημάτων ασύλου από την Υπηρεσία Ασύλου σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), κάτι που σημαίνει περισσότερο προσωπικό. Σκοπός είναι να προστατευθεί η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία του συστήματος ασύλου, ώστε να μην αναγκάζονται να περιμένουν οι άνθρωποι για μήνες, αν όχι για χρόνια. Να μπορεί να κινηθεί η διαδικασία τόσο για όσους αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες όσο και για όσους απορρίπτεται το αίτημά τους – για τους πρώτους προς την κατεύθυνση της ένταξης, για τους υπόλοιπους προς τη διαδικασία επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους. Είναι κρίσιμο η διαδικασία ασύλου να παραμένει δίκαιη και ποιοτική σε όλη αυτή την πορεία.
Η κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να δώσει έμφαση στην ένταξη των αναγνωρισμένων προσφύγων και να μεταφράσει την εθνική στρατηγική για την ένταξη σε απτές δράσεις. Με μέτρα όπως μαθήματα γλώσσας, προγράμματα απασχόλησης, επαγγελματικής εκπαίδευσης και ουσιαστικής συμμετοχής στο εθνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας. Είναι τέλος σημαντικό, να συνεχίσει η Ελλάδα να διαχειρίζεται τα σύνορά της με τρόπο που να διασφαλίζει την προστασία της ζωής όσων ανθρώπων επιχειρούν να τα διασχίσουν και την πρόσβαση στην επικράτεια για αυτούς που χρήζουν διεθνούς προστασίας. Επαναλαμβάνουμε την έκκλησή μας στις ελληνικές αρχές να διερευνήσουν επαρκώς τις πολυάριθμες αξιόπιστες μαρτυρίες που έχει λάβει η Ύπατη Αρμοστεία για αναγκαστικές άτυπες επιστροφές στην περιοχή του Έβρου. Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι τέτοιες πρακτικές θα σταματήσουν άμεσα, καθώς παραβιάζουν απευθείας το διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό δίκαιο. Παραμένουμε στη διάθεση των αρχών συνεχίζοντας να παρέχουμε τη στήριξή μας στο να βρεθούν και να υλοποιηθούν λύσεις για τις τρέχουσες προκλήσεις. Με στόχο να διασφαλιστεί η ασφάλεια και η ευημερία τόσο των προσφύγων όσο και του τοπικού πληθυσμού – δύο σκοποί που δεν είναι αντιφατικοί αλλά αντίθετα συμπληρωματικοί.
Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός αφίξεων προσφύγων και μεταναστών στα νησιά μας έχει καταστήσει την κατάσταση στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης στα νησιά μας, ασφυκτική. Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι ενέργειες που πρέπει να γίνουν για την ομαλοποίηση της;
Πράγματι, μια από τις πιο επείγουσες προτεραιότητες αυτή τη στιγμή για την κυβέρνηση και κάθε δημόσιο φορέα που εμπλέκεται στην προσφυγική ανταπόκριση, θα πρέπει να είναι η αποσυμφόρηση στα υπερπλήρη κέντρα υποδοχής – Σάμο, Λέσβο και Κω κυρίως. Επείγοντα μέτρα χρειάζονται για την μείωση του υπερπληθυσμού, τη βελτίωση των συνθηκών, την πρόσβαση σε υπηρεσίες, τη μετακίνηση σε καλύτερες δομές στέγασης, ιδιαίτερα για τους πιο ευάλωτους, και την επιτάχυνση των μεταφορών στην ενδοχώρα. Ο ρυθμός των μεταφορών έχει μειωθεί κυρίως λόγω της ανεπαρκούς δυνατότητας υποδοχής στην ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν περιμένουμε βέβαια μια συνεχή επέκταση του συστήματος υποδοχής προσφύγων της Ελλάδας, κάτι που δεν είναι βιώσιμο, αλλά είναι ζωτικής σημασίας να αναπτύξει η χώρα μια εξορθολογισμένη, ρεαλιστική και αποτελεσματική πολιτική υποδοχής, με τη στήριξη της Ε.Ε., ώστε να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες ανάγκες. Η ευρωπαϊκή υποστήριξη θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει μέτρα αλληλεγγύης, όπως η μετεγκατάσταση από την Ελλάδα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με έμφαση στους πιο ευάλωτους, δηλαδή τα ασυνόδευτα παιδιά και τα άτομα με ιδιαίτερες ανάγκες. Δεν είναι φυσικά εύκολο το να οδηγήσεις μια «ασφυκτική» κατάσταση στην κανονικότητα, ούτε είναι αρμοδιότητα ενός μόνο φορέα ή οργάνου. Απαιτούνται επείγοντα μέτρα και ευέλικτες διαδικασίες, αλλιώς ο αγώνας για να «αναπνεύσει» το σύστημα και οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε αυτό, θα γίνεται όλο και πιο δύσκολος.
Πηγή: Η ΡΟΔΙΑΚΗ