Ο Κρόιφ γεννήθηκε στο Άμστερνταμ και έκανε μεγάλη καριέρα στον Άγιαξ από το 1964 έως το 1973.
Με τον «Αίαντα» ως ποδοσφαιριστής πήρε οκτώ πρωταθλήματα Ολλανδίας, πέντε Κύπελλα της χώρας, τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ κι ένα Διηπειρωτικό.
Επόμενος σταθμός της λαμπρής καριέρας του ήταν η Μπαρτσελόνα, καταφέρνοντας στην πενταετία που αγωνίστηκε με τον ιστορικό σύλλογο της Βαρκελώνης να κατακτήσει ένα πρωτάθλημα κι ένα Κύπελλο.
Εν συνεχεία ο «ιπτάμενος Ολλανδός» μετακόμισε στις ΗΠΑ πριν επιστρέψει στην Ευρώπη για να ολοκληρώσει την καριέρα του αγωνιζόμενος κατά σειρά στη Λεβάντε, στον αγαπημένο του «Αίαντα» και στη Φέγενορντ, με την οποία κέρδισε ένα πρωτάθλημα κι ένα Κύπελλο.
Με την εθνική ομάδα της Ολλανδίας έφθασε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974, δίχως να κατακτήσει το τρόπαιο, ενώ κατέλαβε με τους «οράνιε» την τρίτη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1976.
Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας έγινε προπονητής, καταφέρνοντας να καθίσει στους πάγκους των δύο μεγάλων ομάδων, τις οποίες αγάπησε κι από τις οποίες αγαπήθηκε: του Άγιαξ και της Μπαρτσελόνα.
Με τον «Αίαντα» πήρε δύο Κύπελλα κι ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, ενώ με τους «μπλαουγκράνα» κέρδισε τέσσερα πρωταθλήματα, ένα Copa del Rey, τρία Σούπερ Καπ της χώρας της Ιβηρικής, ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ κι ένα Κύπελλο Κυπελλούχων.
Έφθασε στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων του 1991 και του Champions League του 1994, χωρίς να καταφέρει να κατακτήσει το τρόπαιο στις τελευταίες δύο περιπτώσεις.
Όσον αφορά στις προσωπικές του διακρίσεις, αναδείχθηκε καλύτερος Ολλανδός ποδοσφαιριστής της χρονιάς κατά τα έτη 1968, 1972 και 1984, ενώ υπήρξε τρεις φορές κάτοχος της χρυσής μπάλας (1971, 1973, 1974). Παράλληλα, κέρδισε τη χρυσή μπάλα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, ενώ συμπεριελήφθη και στην καλύτερη ενδεκάδα του τουρνουά. Το 1994 ήρθε ακόμη μία διάκριση, καθώς είδε το όνομά του να φιγουράρει στην καλύτερη ενδεκάδα όλων των εποχών σε Παγκόσμια Κύπελλα.