Το «πράσινο φως» άναψε την Τρίτη η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας για την επένδυση στο Ελληνικό Αττικής, στο λεγόμενο μητροπολιτικό πάρκο Ελληνικού-Αγίου Κοσμά.

Ανοίγει ο δρόμος για την επένδυση στο Ελληνικό καθώς η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας επικύρωσε με την υπογραφή της τη νομιμότητα του Προεδρικού Διατάγματος για το σχέδιο ολοκληρωμένης ανάπτυξης (ΣΟΑ) του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά, συνολικής εκτάσεως 6.008.076 τ.μ. αλλά και τους όρους για την προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

 

Το ανώτατο δικαστήριο το οποίο ήδη με απόφασή του έχει κρίνει νόμιμο το Διάταγμα για το Ελληνικό, έρχεται τώρα με δύο αποφάσεις της Ολομελείας του και άρει εμπόδια που είχαν υψωθεί και εμπόδιζαν πέραν των άλλων την υλοποίηση της επένδυσης.

Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με δύο αποφάσεις της έκρινε ότι νόμιμα έχει προβλεφθεί από το Προεδρικό Διάταγμα η ανέγερση έξι εμβληματικών κτιρίων στο Ελληνικό, κτίρια που θεωρούνται τοπόσημα, η αγγλιστί Landmarks, δηλαδή διακριτά κτίρια, το ύψος των οποίων φθάνει τα 200 μέτρα. Επίσης με τις αποφάσεις της η Ολομέλεια έλυσε θέματα που είχαν προβληθεί από κατοίκους και φορείς της περιοχής, που ισχυρίζονταν ότι υπάρχουν θέματα για υποβάθμιση της ποιότητας της παράκτιας ζώνης με την επένδυση του Ελληνικού καθώς και θέματα που σχετίζονταν με την αρχαιολογική υπηρεσία, δηλαδή κατά πόσον έχει αρμοδιότητα να εξετάζει και να καθορίζει τα της διαμορφώσεως του τοπίου.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας, ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις, έκριναν πως ο αριθμός των έξι ειδικών κτιρίων είναι εύλογος προκειμένου αυτά να επιτελούν την αρχιτεκτονική τους λειτουργία ως τοποσήμων υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι από τις συνοδευτικές του σχεδίου αρχιτεκτονικές μελέτες θα εξαρτηθεί αν θα εξαντληθεί το μέγιστο προβλεπόμενο ύψος των 200 μ.

Την ίδια ώρα, οι δικαστές αποφάνθηκαν πως καμία από τις νομοθετικές διατάξεις , με τις οποίες κυρώθηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Φλωρεντίας για το τοπίο δεν υπάγει στην αρμοδιότητα της αρχαιολογικής αρχής την έγκριση χωρικού σχεδίου για λόγους προστασίας του τοπίου. Συνεπώς, κατέληξαν κατά πλειοψηφία, «είναι απορριπτέοι οι λόγοι ακυρώσεως, σύμφωνα με τους οποίους η πρόβλεψη των συγκεκριμένων υψών κτιρίων είναι αντίθετη με τη συνταγματική επιταγή (άρθρο 24 παρ. 1 Συντ.) της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, μέρος του οποίου αποτελεί το τοπίο και, εν προκειμένω, το αττικό, καθώς και ο λόγος ότι μη νομίμως εκδόθηκε το διάταγμα χωρίς την έγκριση της ΥΠΠΟ».

Με τις αποφάσεις τους, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν πως με το Προεδρικό Διάταγμα δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις που αφορούν το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον ενώ απέρριψαν τις αιτιάσεις ότι το σχέδιο επιφέρει υποβάθμιση του περιβάλλοντος και επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης στις όμορες περιοχές, με 10 δικαστές να καταγράφουν μειοψηφία ειδικά ως προς το παράκτιο μέτωπο της επίμαχης έκτασης.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας έβαλε οριστικό φρένο στα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων καθώς ζουν σε «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης» – Τι υποστήριξε η μειοψηφία
Οι σύμβουλοι Επικρατείας μίλησαν με τη σκληρή ξύλινη γλώσσα τους στους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς οριστικά «έκλεισαν την πόρτα» (κατάργηση) στη χορήγηση των δώρων-επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής άδειας τους (13ος και 14ος μισθός), ξεχνώντας τις αποφάσεις του Μισθοδικείου και ειδικά τις τελευταίες για τις μισθολογικές ωριμάνσεις και τα χρονοεπιδόματα των δικαστών και εισαγγελέων, όπως έλεγαν δικηγόροι, οι οποίοι κάνουν λόγο, με νόημα, για δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων που κυμαίνεται από τα 780 ευρώ έως και 1.092 ευρώ, ακόμη και μετά την κατάργηση των τριών επίμαχων επιδομάτων, εξασφαλίζει «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο» και η περικοπή του 13ου και 14ου μισθού ήταν αναγκαία σύμφωνα με τα δημοσιονομικά δεδομένα.

Από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κατά πλειοψηφία και αφού αντικαταστάθηκαν εισηγητές και τακτικά μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου με αναπληρωματικά μέλη (με δικαίωμα ψήφου), αναστράφηκαν κατά 180 μοίρες οι θετικές για τους δημοσίους υπαλλήλους αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ, που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων-δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012.

Υπενθυμίζεται ότι το ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει ότι η κατάργηση των δώρων-επιδομάτων αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

Τώρα η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητές οι σύμβουλοι Επικρατείας, Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννης Σπερελάκης (αρχικά εισηγήτρια ήταν η Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) με μια σειρά αποφάσεων της (1307-1316/2019) έκρινε κατά πλειοψηφία (μειοψήφησαν 2 αντιπρόεδροι και 4 σύμβουλοι Επικρατείας), μεταξύ των άλλων, ότι η κατάργηση των τριών επιδομάτων, «τεκμηριώνεται επαρκώς» και δεν παρίσταται απρόσφορο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για «την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος».

Περαιτέρω, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου», ο νομοθέτης «είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει:

α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011,

β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα)».

Κατά συνέπεια, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο».

Επιπλέον, σημειώνουν οι δικαστές του ΣτΕ, «η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του».

Σε άλλο σημείο οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι «το ίδιο μέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα».

Παράλληλα, η πλειοψηφία αντέκρουσε την άποψη της μειοψηφίας ότι με τις το ΣτΕ «μεταστρέφει τη νομολογία του ως προς τον ν. 4093/2012, τον οποίο συστηματικά κρίνει αντίθετο στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με το επιχείρημα ότι, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του νόμου αυτού, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι, ανεξάρτητα από το ότι σε αυτόν περιλαμβανόταν πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά, πάντως αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο».

Η μειοψηφία

Σύμφωνα με τη μειοψηφία, με τον ίδιο ν. 4093/2012 και με τα ίδια ακριβώς κριτήρια, τα οποία με προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν καθ’ εαυτά απρόσφορα, ανεπαρκή και, συνεπώς, ακατάλληλα να στηρίξουν περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, έλαβε χώρα και η επίδικη ήδη κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας των εν ενεργεία λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου.

Και στην περίπτωση, όμως, αυτή, όπως και στις προηγηθείσες περιπτώσεις, ούτε στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης αυτού περιέχεται, σε σχέση με την κατάργηση των εν λόγω παροχών, οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά, εκτίμηση ή άλλη αιτιολογία, η οποία, πάντως, ήταν ιδιαιτέρως επιβεβλημένη, δεδομένου ότι πρόκειται περί παροχών, οι οποίες, όπως δηλώνεται στην ονομασία τους και συνάγεται από τη μακρά ιστορική τους επιβίωση συνδέονται αμέσως με την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 2, 5, παρ. 1 και 21) κοινωνική και οικογενειακή ζωή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην ελληνική πραγματικότητα τα τελευταία τουλάχιστον 60 χρόνια.

Εξάλλου, δεν αρκεί ούτε στην περίπτωση του επίμαχου μέτρου η επίκληση του δημοσιονομικού οφέλους και μόνον ούτε η χρονίζουσα αδυναμία προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών, που αποτέλεσαν τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου που επέφερε η επίμαχη πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας.

Πέραν αυτού, «απαιτείτο και στην προκείμενη περίπτωση η προηγούμενη εξέταση τυχόν εναλλακτικών επιλογών και η εκτίμηση της προσφορότητας και αναγκαιότητας της επίμαχης κατάργησης υπό το φως των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης συμμετοχής στα δημόσια βάρη, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι τα καταργηθέντα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, συνολικού ετησίου ύψους 1.000 ευρώ, χορηγούνταν μόνο στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους του Δημοσίου που είχαν μικτές μηνιαίες αποδοχές (συμπεριλαμβανομένων και των ως άνω δώρων και επιδόματος αδείας) μέχρι 3.000 ευρώ, σύμφωνα με τους νόμους 4875/2010 και 4024/2011».

«Οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν ήδη υποστεί αλλεπάλληλες μειώσεις τόσο των αποδοχών τους, όσο και του εν γένει εισοδήματός τους βάσει των διαφόρων νομοθετημάτων της περιόδου της κρίσης. Εξάλλου, οι επίμαχες καταργήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ειδικότερα ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών».

Βασικές σκέψεις των αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ

Μερικές από τις βασικές σκέψεις των αποφάσεων του ΣτΕ έχουν ως εξής:

«Με τις παραπάνω αποφάσεις της, εκδοθείσες κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010 (Α΄213), η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε επί του το ζητήματος της αντίθεσης ή μη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 5, 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ της διάταξης της περίπτωσης 1, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία επήλθε πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας για τους υπαλλήλους του Δημοσίου,.

Το Δικαστήριο, υπενθύμισε, αρχικώς, την παγιωθείσα πλέον νομολογία του, κατά την οποία από τον συνδυασμό των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, άρθρο 79 παρ. 1, 106 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση ιδίως όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και την αξίωση του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, από τις οποίες συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων, από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών. Επίσης, υπενθύμισε την ευχέρεια του νομοθέτη, κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και της δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή, την ευχέρεια δε αυτή σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής αναγνωρίζει και το ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ. Προσέθεσε, όμως, ότι στις περιπτώσεις αυτές, το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει.

Ακολούθως, το Δικαστήριο προέβη α) στην επισκόπηση της εξέλιξης του θεσμού των επιδομάτων εορτών και αδείας διαχρονικά τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, β) στην παράθεση των κανόνων του πρωτογενούς και παραγώγου ενωσιακού δικαίου σχετικά με την υποχρέωση των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και γ) στα μέτρα περιστολής του μισθολογικού κόστους που ελήφθησαν από τον εθνικό νομοθέτη στο πλαίσιο τόσο της διαδικασίας διαπίστωσης και διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και της υλοποίησης των πολιτικών του πρώτου μνημονίου συνεργασίας (ν. 3845/2010), στα οποία (μέτρα) περιλαμβανόταν η περικοπή των ως άνω επιδομάτων, όσο και της διαδικασίας υλοποίησης των συμφωνηθέντων με το δεύτερο μνημόνιο συνεργασίας (ν. 4046/2012), στην οποία εντάσσεται η επίμαχη κατάργηση των ίδιων επιδομάτων. Συναφώς, υπενθύμισε ότι τα μέτρα που ελήφθησαν στην αρχή της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ενόψει της εκτίμησης του νομοθέτη ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας, δεν παρίσταντο, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, ούτε μη αναγκαία, για την αποτροπή του ως άνω κινδύνου.

Ως προς την επίμαχη πλήρη κατάργηση των ως άνω επιδομάτων, το Δικαστήριο, παραπέμποντας στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε., έκρινε, περαιτέρω, κατά πλειοψηφία, ότι αυτή α) συνιστά άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την υποκείμενη σε οριακό έλεγχο εκτίμηση του νομοθέτη, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, β) συνδέεται και με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οι οποίες δεν καθιστούν, κατά το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προδήλως αδικαιολόγητη τη λήψη μέτρων εξοικονόμησης δαπανών, γ) θεσπίστηκε, όπως και ολόκληρο το ως άνω πρόγραμμα, στη βάση της από Ιουλίου 2012 μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών με τίτλο «Επισκόπηση δαπανών Γενικής Κυβέρνησης 2013- 2016», στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν δαπάνες, η περικοπή των οποίων συμβάλλει σε «αποτελεσματικό και βιώσιμο περιορισμό των ελλειμμάτων», μεταξύ των οποίων και η μισθολογική, η οποία κρίθηκε υψηλή ειδικά σε σύγκριση με τα άλλα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης, διαπίστωση στην οποία προέβησαν και οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε., δ) πλήττει παροχές που δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια, αντιθέτως δικαιολογείται για τους ως άνω λόγους γενικού συμφέροντος και ανταποκρίνεται στους σκοπούς που επιδιώκει η Ε.Ε, δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών- μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε, κατά πλειοψηφία, στο συμπέρασμα ότι το επίδικο μέτρο τεκμηριώνεται επαρκώς με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος. Περαιτέρω, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011, β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα). Κατά συνέπεια, οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο. Επιπλέον, η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του. Τέλος, το ίδιο μέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα. Εξάλλου, η πλειοψηφία αντέκρουσε την άποψη της μειοψηφίας ότι με τις ως άνω σκέψεις το Δικαστήριο μεταστρέφει τη νομολογία του ως προς τον ν. 4093/2012, τον οποίο συστηματικά κρίνει αντίθετο στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με το επιχείρημα ότι, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του νόμου αυτού, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι, ανεξάρτητα από το ότι σε αυτόν περιλαμβανόταν πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά, πάντως αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο».

πηγή protothema.gr

Συνταγματικές κρίθηκαν, σύμφωνα με πληροφορίες, από την Oλομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι περικοπές των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος θερινής άδειας των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, υπαλλήλων ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, κ.ά.

Σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών οι Ανώτατοι Δικαστές κατέληξαν κατά πλειοψηφία στην παραπάνω κρίση, η οποία είναι αντίθετη τόσο με την εισήγηση της εισηγήτρια Ελένης Παπαδημητρίου όσο και με εκείνη της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ που είχε κρίνει παλαιότερα αντισυνταγματικές τις συγκεκριμένες περικοπές που έγιναν με το νόμο 4093/2012.

Η αντισυνταγματικότητα κατά το ΣΤ΄ Τμήμα έγκειτο στο ότι οι περικοπές των δώρων-επιδομάτων αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

Της Άννας Κανδύλη

πηγή enikos.gr

Ειδικότερα, το έτος 2005, εκδοτικές εταιρείες και εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης είχαν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζητούσαν να ακυρωθεί μερικά, η από 29.7.2005 κοινή υπουργική απόφαση για τη διαφήμιση και χορηγία καπνού.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι είναι συνταγματική η απαγόρευση διαφήμισης προϊόντων καπνού στα μέσα μαζικής ενημέρωση και ειδικά στον έντυπο Τύπο, η οποία επιβλήθηκε με υπουργική απόφαση το έτος 2005.

Ειδικότερα, το έτος 2005, εκδοτικές εταιρείες και εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης είχαν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζητούσαν να ακυρωθεί μερικά, η από 29.7.2005 κοινή υπουργική απόφαση για τη διαφήμιση και χορηγία καπνού. Η επίμαχη υπουργική απόφαση, απαγόρευε κάθε είδους διαφήμιση προϊόντων καπνού από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ειδικά τα έντυπα, εκτός από τα έντυπα εκείνα που προορίζονται για τους επαγγελματίες του εμπορίου καπνού και τα έντυπα που έχουν προορισμό τρίτες χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

To Δ΄ τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, 14 χρόνια από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης ακύρωσης, δημοσίευσε την υπ’ αριθμ. 857/2019 απόφασή του, με την οποία απέρριψε ως αβάσιμους, όλους τους λόγους που προβάλλονται στην αίτηση ακύρωσης.

Συγκεκριμένα, στην δικαστική απόφαση αναφέρεται ότι το μέτρο της απαγόρευσης, «υπό το φως και τις διατάξεις του άρθρου 21 του Συντάγματος από τις οποίες γεννάται ευθεία υποχρέωση του κράτους για τη λήψη θετικών μέτρων για την προστασία της υγείας των πολιτών, δεν αντίκειται στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος ως θεμιτός περιορισμός της επαγγελματικής ελευθερίας των επιχειρήσεων κυκλοφορίας εντύπων μέσων, ούτε εξάλλου κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, το μέτρο αυτό είναι από τη φύση του προδήλως απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή της προστασίας της δημόσιας υγείας και συνεπώς δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας».

Νόμιμη και συνταγματική κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας η εξαίρεση, από το υπουργείο Εργασίας, σειράς επαγγελμάτων από την κατηγορία των βαρέων και ανθυγιεινών, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι σε αυτά να χάνουν επιδόματα και πρόσθετες παροχές.

Στο ανώτατο δικαστήριο είχαν προσφύγει κατά σχετικής απόφασης του υπουργείου Εργασίας, ομοσπονδίες και σωματεία εργαζομένων στην υαλουργία, τσιμεντοβιομηχανία, διακίνηση τσιμέντου, λατομεία, χημική βιομηχανία, κατεργασία ελαστικών και πλαστικών, ζητώντας να ακυρωθεί η εξαίρεσή τους από τα βαρέα και ανθυγιεινά.

Ομως η επταμελής σύνθεση του Α’ Τμήματος του ΣτΕ, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο του ΣτΕ Αναστάσιο Γκότση και εισηγήτρια τη σύμβουλο Παρασκευή Μπραϊμη, απερρίψε τις αιτήσεις των ομοσπονδιών και των σωματείων.

Οπως αναφέρεται στις αποφάσειες του ΣτΕ, στο υπουργείο Εργαςίας συστάθηκε ειδική επιτροπή για να κρίνει ποιοί εργαζόμενοι με τα σημερινά δεδομένα πρέπει να υπάγονται στα βαρέα και ανθυγιεινά.

Στις δικαστικές αποφάσεις του ΣτΕ αναφέρεται ακόμα πως το 2010, με αφορμή την δημοσιονομική κρίση, προβλέφθηκαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τον περιορισμό των βαρέων και ανθυγιεινών, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε το νέο ασφαλιστικό σύστημα, (νόμος 3863 του 2010) που καθόρισε τον κατάλογο των βαρέων και ανθυγιεινών, αφού απόψεις εξέφρασαν τόσο η ΓΣΕΕ όσο και η ΓΕΣΕΒΕΕ.

Επίσης το ανώτατο δικαστήριο, απέρριψε τόσο τους ισχυρισμούς των Σωματείων περί παράβασης των συνταγματικών αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας και της κρατικής μέριμνας στην κοινωνική ασφάλιση, λόγω θέσπισης αυστηρότερων κριτηρίων για τον καθορισμό του ποιός εργαζόμενος υπάγεται στα βαρέα και ανθυγιεινά.

πηγή kathimerini.gr

 

Πηγή:www.dimokratiki.gr

kalimnos

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot