Στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της καθολικής απαγόρευσης του καπνίσματος προτίθενται να προσφύγουν οι καταστηματάρχες στην εστίαση. Λίγες ημέρες μετά την υιοθέτηση του αντικαπνιστικού νόμου, το Πανελλήνιο Σωματείο Καταστημάτων, Καταναλωτών, Εστίασης και Διασκέδασης, που αριθμεί 35.000 μέλη, σχεδιάζει να καταθέσει προσφυγή στο ΣτΕ ζητώντας ουσιαστικά την μερική εφαρμογή του νόμου στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Όπως ξεκαθαρίζει μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο η πρόεδρος του Σωματείου, Νίκη Κωνσταντίνου, οι προτάσεις και τα αιτήματα δεν αφορούν τα εστιατόρια για τα οποία θεωρούν ότι πρέπει να εφαρμόζεται καθολική απαγόρευση του καπνίσματος, αλλά τα καφέ, τα μπαρ και τα αργιλάδικα.

«Ζητάμε εξαίρεση κάποιων χώρων από την ολική απαγόρευση, συγκεκριμένων χώρων που θα δηλωθούν και θα πληρούν τις προδιαγραφές, ώστε να μπορούν οι πελάτες μας καπνιστές να απολαύσουν και αυτοί τις υπηρεσίες μας. Δεν γίνεται σε εμάς που ανοίξαμε επιχειρήσεις πριν από 10-15 χρόνια να αλλάζουν τόσο δραματικά οι όροι εργασίας και να μην αποζημιωθούμε. Δεν μπορεί ένας επιχειρηματίας να δώσει 200.000-300.000 ευρώ για να κάνει μια επιχείρηση και τελικά επιχειρήσεις που είναι ‘παίρνω και φεύγω’ το προϊόν να συνεχίσουν να δουλεύουν κι εμείς να κλείσουμε. Υπάρχουν καταναλωτές καπνιστές, οι οποίοι δεν πρόκειται να κόψουν το τσιγάρο επειδή δεν τους αφήνουν στο δικό μας χώρο να καπνίζουν, απλά δεν θα τον επισκεφτούν. Οι επιχειρηματίες θα κλείσουν; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα», λέει η κ. Κωνσταντίνου και προσθέτει ότι ο κύκλος εργασιών διευρύνεται από καπνιστές. «Αυτό είναι σοβαρό πρόβλημα, η κατανάλωση στα δικά μας τα μαγαζιά γίνεται συνήθως από τους καπνιστές πελάτες μας. Εμάς ποιος θα μας αποζημιώσει; Τα αργιλάδικα που πήραν άδειες από τους δήμους συγκεκριμένα να λειτουργούν με αυτό το προϊόν τι θα κάνουν;» αναρωτιέται η ίδια.
www.glocal.gr

Το Συμβούλιο της Επικρατείας με αποφάσεις του ακύρωσε τις αντικειμενικές αξίες του περασμένου έτους, σε 12 περιοχές της χώρας και συγκεκριμένα σε Ζώνη των Αθηνών και συγκεκριμένα στην περιοχή της Πλάκας, στις Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄ και ΣΤ΄ Ζώνες του Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού, στην Ε΄ Ζώνη Εκάλης, στις Α΄ Ζώνη Αγίας Βαρβάρας και στην Α΄ Ζώνη Αετοφωλιάς Δήμου Τήνου και στην Ζώνη της Λιλαίας του Δήμου Δελφών.

 

Αναλυτικότερα, η μείζονα 7μελής σύνθεσης Β΄ Τμήματος του ΣτΕ με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σάρπ και εισηγητή τον πάρεδρο Ιωάννη Δημητρακόπουλο, με τις υπ΄ αριθμ. 1865-1870, 1872-1876 και 1879/2019 αποφάσεις του έκρινε παράνομο τον καθορισμό τιμών ζώνης κατά το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, που έγινε από το υπουργείο Οικονομικών το περασμένο έτος, λόγω πλημμελούς διαδικασίας κατά τον καθορισμό τους και για το λόγο αυτό έκανε δεκτές τις αιτήσεις ακυρώσεως ιδιοκτητών ακινήτων 12 περιοχών της χώρας.

Πάντως, οι αποφάσεις αυτές του ΣτΕ, δεν έχουν αναδρομική ισχύ, δηλαδή το αποτέλεσμα τους δεν ανατρέχει από την ημέρα ισχύος της σχετικής υπουργικής απόφασης, αλλά ισχύει από την ημέρα δημοσίευσης των δικαστικών αποφάσεων.

Και αυτό γιατί το ΣτΕ, όπως υπογραμμίζει, αφενός στάθμισε τα συμφέροντα των διαδίκων, αποδίδοντας μείζονα βαρύτητα στο επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, που καθίσταται ακόμα εντονότερο υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες και αφετέρου προς αποτροπή του κινδύνου διαταραχής των φορολογικών εσόδων του κράτους και των Δήμων.

Συγκεκριμένα, οι σύμβουλοι Επικρατείας ακύρωσαν την υπ’ αριθμ. ΠΟΛ. 1113/12.6.2018 απόφαση της υφυπουργού Οικονομικών κατά το μέρος εκείνο με το οποίο ορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων σε 12 Ζώνες.

Όπως είναι γνωστό, ο καθορισμός των αντικειμενικών αξιών με την επίμαχη υπουργική απόφαση έγινε σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 46 του νόμου 4509/2017, βασικό στοιχείο του οποίου είναι η σύνταξη και η υποβολή σχετικών εισηγήσεων/εκτιμήσεων από ιδιώτες, δηλαδή, από πιστοποιημένους εκτιμητές, εγγεγραμμένους στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών.

Το ΣτΕ, μεταξύ των άλλων, έκρινε, ότι ο προσδιορισμός των τιμών εκκίνησης πρέπει να διενεργείται με βάση ενιαία (για το σύνολο των περιοχών που έχουν ενταχθεί στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού), διαφανή, αρκούντως ορισμένη, πρόσφορη και επιστημονικά άρτια μεθοδολογία, ώστε να παρέχονται στους βαρυνόμενους επαρκή εχέγγυα ορθού καθορισμού της φορολογούμενης αξίας των ακινήτων τους και να τηρείται από τα αρμόδια όργανα της διοίκησης το ίσο μέτρο (γνωμοδοτικής και αποφασιστικής) κρίσης,

Ακόμη, το ΣτΕ, διευκρινίζει ότι κατά την διαδικασία προσδιορισμού των τιμών εκκίνησης δεν αποκλείεται η ανάθεση καθηκόντων συλλογής, επεξεργασίας και εκτίμησης στοιχείων της αγοράς (όπως είναι για αγοραπωλησίες και μισθώσεις ακινήτων) σε ιδιώτες (φυσικά πρόσωπα ή Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου), τα οποία διαθέτουν αποδεδειγμένα τα αναγκαία προς τούτο προσόντα και την κατάλληλη εξειδίκευση και εμπειρογνωμοσύνη.

Μάλιστα, σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι η οριζόμενη από τον κανονιστικό νομοθέτη μεθοδολογία πρέπει να είναι διαφανής, δηλαδή, αφενός, να είναι ευχερώς προσβάσιμη στους ενδιαφερόμενους και, αφετέρου, «ο τρόπος λειτουργίας της να γίνεται κατανοητός στους εφαρμοστές της, και παράλληλα να ορίζει κατά τρόπο αρκούντως ειδικό και σαφή όλα τα ουσιώδη στοιχεία της επιτέλεσης του αντίστοιχου έργου, ιδίως, δε, τα δεδομένα που πρέπει (ή/και είναι σκόπιμο) να συλλεγούν και να ληφθούν υπόψη, τον τρόπο ανάλυσης, επεξεργασίας και αξιολόγησής τους, τις συναφώς εφαρμοστέες προσεγγίσεις, μεθόδους και τεχνικές, τα κριτήρια επιλογής της προσφορότερης ή των προσφορότερων εξ αυτών».

Με αφορμή την έκδοση των αποφάσεων αυτών, ο εκ των πληρεξουσίων δικηγόρων των προσφευγόντων στο ΣτΕ, Νικόλαος Καραμέτος ,δήλωσε:

«Για πολλοστή φορά η φορολογική διοίκηση αποτυγχάνει να καθορίσει τις τιμές ζώνης των ακινήτων κατά τρόπο διαφανή, σαφή και μεθοδολογικά άρτιο, και επιβάλει φορολογικές υποχρεώσεις με βάση αυθαίρετα κριτήρια και διαδικασίες, χωρίς να τηρείται η βασική αρχή της επιβολής φορολογικών βαρών επί πραγματικών και όχι επί πλασματικών αξιών.

Σε εφαρμογή των αποφάσεων αυτών υποχρεούται το υπουργείο Οικονομικών να επανακαθορίσει τις τιμές ζώνης που ακυρώθηκαν και αφορούν σε 12 περιοχές της Ελλάδας, κατά τρόπο μεθοδολογικά άρτιο.

Ο λόγος της ακύρωσης όμως ανάγεται σε γενικότερο ζήτημα πλημμέλειας της επιλεγείσας διαδικασίας και παραβίασης των κριτηρίων που έχει κατά το παρελθόν καθορίσει το ΣτΕ για το νόμιμο καθορισμό των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, καθιστώντας ουσιαστικά παράνομο τον καθορισμό τιμών για το σύνολο των ζωνών ανά την Ελλάδα.

Ως εκ τούτου, ανοίγει ο δρόμος για την δικαστική αμφισβήτηση των αξιών των ακινήτων και της επιβολής φορολογικών βαρών και για τις υπόλοιπες περιοχές της Επικράτειας».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Στο μικροσκόπιο των νομικών αλλά και του υπουργείου Εργασίας θα βρεθεί τις επόμενες ημέρες το πλήρες κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα βασικών διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου.

Στόχος των νομικών είναι να συμβουλέψουν τους πελάτες τους σχετικά με το αν εγείρεται ή όχι θέμα αναδρομικής διεκδίκησης αποδοχών ενώ το υπουργείο Εργασίας θα προχωρήσει άμεσα στην τροποποίηση του ασφαλιστικού νόμου.

Η πρώτη αλλαγή αφορά στον τρόπο υπολογισμού των κύριων συντάξεων. Η κυβέρνηση θα πρέπει να βρει τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο για να χρηματοδοτήσει την αύξηση των συντελεστών αναπλήρωσης κυρίως για τους εργαζόμενους που έχουν περισσότερα από 25-30 χρόνια ασφάλισης. Όλοι αυτοί θα πρέπει να προσβλέπουν σε υψηλότερη σύνταξη σε σχέση με αυτή που βγάζει σήμερα ο μαθηματικός τύπος του «νόμου Κατρούγκαλου».

Η δεύτερη αλλαγή, αφορά στον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοαπασχολουμένων. Το πρόβλημα για το οικονομικό επιτελείο δεν είναι τόσο μεγάλο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Το Σ.τ.Ε θεώρησε αντισυνταγματικό το γεγονός ότι ένας μισθωτός πληρώνει το 6,67% των αποδοχών του για να εξασφαλίσει δικαίωμα στην κύρια σύνταξη και την ίδια στιγμή, ο αυτοαπασχολούμενος να δίνει το 20% του εισοδήματός του για την περίοδο από 2016 έως το 2018 και το 13,33% του εισοδήματός του από το 2019 και μετά. Η μείωση του συντελεστή για τους αυτοαπασχολούμενους είναι πιθανή. Ωστόσο, οι συντελεστές χρησιμοποιούνται μόλις για το 20% του συνόλου των αυτοαπασχολουμένων. Η μεγάλη πλειοψηφία του 80% καταβάλλει μόνο το ελάχιστο ποσό των 186 ευρώ και γι’ αυτούς το πιθανότερο είναι ότι δεν θα αλλάξει τίποτα.

Όσον αφορά στις επικουρικές συντάξεις, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα αναγνωριστεί δικαίωμα αναδρομικής καταβολής των παρανόμων κομμένων επικουρικών συντάξεων οπότε οι 260.000 συνταξιούχοι που υπέστησαν περικοπή (σ. σ πρόκειται για συνταξιούχους με άθροισμα κύριων και επικουρικών συντάξεων άνω των 1300 ευρώ οι οποίοι υπέστησαν περικοπή ακόμη και 50% στις επικουρικές συντάξεις) μπορούν να προσβλέπουν μόνο σε κατάργηση της περικοπής στην επικουρική τους σύνταξη από εδώ και στο εξής. Το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται σε περίπου 320 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.

Ο υπουργός Εργασίας, στη δήλωσή του μετά την ανακοίνωση της απόφασης του ΣτΕ επιβεβαίωσε ότι θα υπάρξουν νομοθετικές αλλαγές: «Οι δικαστικές αποφάσεις επιβεβαιώνουν την δίκαιη κριτική μας για την έλλειψη ανταποδοτικότητας και την προφανή δυσαναλογία εισφορών-παροχών του ασφαλιστικού νόμου ν.4387/16, για την απουσία της απαραίτητης αναλογιστικής μελέτης για την επικουρική ασφάλιση καθώς επίσης, και για το ύψος και τον προβληματικό τρόπο υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών. Ως πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας, με υπευθυνότητα και σύνεση, προετοιμαζόμαστε μεθοδικά, ώστε να οικοδομήσουμε πάνω στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης ένα δίκαιο, βιώσιμο και ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστημα».

Οι επόμενες κινήσεις του Υπ. Εργασίας
Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, το υπουργείο Εργασίας μελετά νέο πίνακα συντελεστών αναπλήρωσης για τον υπολογισμό των κύριων συντάξεων ο οποίος θα φέρει αυξήσεις σε όσους έχουν είτε υψηλές συντάξιμες αποδοχές (δηλαδή μεγάλο μισθό ή πολλά κέρδη) είτε πολλά χρόνια ασφάλισης. Για τις ασφαλιστικές εισφορές των αυατοαπασχολούμενων εξετάζονται διάφορα σενάρια. Η μείωση του ανώτατου πλαφόν επιβολής ασφαλιστικών εισφορών, η αποσύνδεση των εισφορών από το δηλωθέν εισόδημα αλλά και η μείωση των συντελεστών υπολογισμού από το 13,33% που είναι σήμερα.

φωτο eurokinissi

 

Μια ακόμη δημοσιονομική βόμβα… μεγατόνων πυροδοτεί απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας που εκδόθηκε τον Μάιο και με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του ν. 4472/2017, για την αναμόρφωση των ειδικών μισθολογίων των ενστόλων, τις οποίες ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 852/2019 απόφαση, με την οποία έγινε αποδεκτή προσφυγή των συνδικαλιστικών σωματείων των αστυνομικών κατά των διατάξεων του ν. 4472/2017. Λόγω, όμως, του μείζονος ενδιαφέροντος της κρινόμενης υπόθεσης αποφασίσθηκε η παραπομπή της σε συζήτηση στην Ολομέλεια του ΣτΕ, η οποία θα λάβει και την οριστική απόφαση.

Αποκατάσταση
Με την απόφαση 852/2019 αναγνωρίζεται ουσιαστικά ως συνταγματικά αποδεκτό το ύψος των συνολικών αποδοχών των στρατιωτικών, των αστυνομικών, των λιμενικών και των πυροσβεστών, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μέχρι τον Ιούλιο του 2012 με βάση τις διατάξεις του παλαιού νόμου 3205/2003. Δηλαδή με βάση την απόφαση αυτή, το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει στους ενστόλους, αναδρομικά από το 2017, ποσά που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ:

α) του ύψους των συνολικών αποδοχών όπως διαμορφώνονται μέχρι 31-12-2016 μετά την πλήρη αποκατάστασή τους βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα των περικοπών που επέφερε από τον Αύγουστο του 2012 ο ν. 4093/2012,

β) του ύψους των συνολικών αποδοχών τους, όπως διαμορφώθηκαν από το 2017 με βάση το ν. 4472/2017 για την αναμόρφωση των ειδικών μισθολογίων.

Τι προέβλεπε…
Υπενθυμίζεται ότι με το ν. 4472/2017:

* Οι συνολικές αποδοχές των στρατιωτικών, των αστυνομικών, των λιμενικών και των πυροσβεστών, καθώς και άλλων δημοσίων λειτουργών (δικαστικών, ιατρών του ΕΣΥ, πανεπιστημιακών, ερευνητών κ.λπ.) μειώθηκαν λόγω περικοπών και καταργήσεων διαφόρων επιδομάτων, όχι μόνο σε σχέση με τα επίπεδα αποδοχών όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί πριν από τις αντισυνταγματικές περικοπές του ν. 4093/2012 αλλά και σε σχέση με τα επίπεδα αποδοχών όπως είχαν διαμορφωθεί και μετά τις περικοπές αυτές.

* Χορηγήθηκαν «προσωπικές διαφορές» για να καλυφθούν οι μειώσεις που προέκυψαν σε σχέση με τα επίπεδα αποδοχών όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί μετά τις αντισυνταγματικές μειώσεις του ν. 4093/2012, δηλαδή ουσιαστικά δεν αναγνωρίστηκε η αντισυνταγματικότητα των περικοπών του νόμου εκείνου.

Ωστόσο, το 2014 και το 2016 είχαν εκδοθεί από το ΣτΕ αποφάσεις που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές των αποδοχών των ενστόλων, οι οποίες επιβλήθηκαν με το μνημονιακό νόμο 4093/2012. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, νομοθέτησε το 2017 την επιστροφή των ποσών των περικοπών μόνο για την περίοδο από την 1η-8-2012 έως τις 31-12-2016, ενώ για την περίοδο από την 1η-1-2017 δεν αναγνώρισε καμία υποχρέωση καταβολής αναδρομικών.

Η απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ, εφόσον επικυρωθεί και από την Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου, θα υποχρεώσει το Δημόσιο να καταβάλει σημαντικού ύψους αναδρομικά, τα οποία αντιστοιχούν στα ποσά των περικοπών που επιβλήθηκαν στις αποδοχές των ενστόλων και την περίοδο μετά την 1η-1-2017, είτε αυξάνοντας τις προσωπικές διαφορές που προβλέπουν οι διατάξεις του ν. 4472/2017, ώστε αυτές να καλύπτουν τα ποσά μειώσεων σε σχέση με τις αποδοχές που είχαν διαμορφωθεί βάσει του ν. 3205/2003, είτε αλλάζοντας εκ νέου όλη τη δομή των ειδικών μισθολογίων των ενστόλων.

Το σκεπτικό
Τα βασικότερα σημεία του σκεπτικού της απόφασης, το πλήρες κείμενο της οποίας αποκαλύφθηκε πρόσφατα από την Ενωση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ), έχουν ως εξής:

1 Μετά τη διάγνωση, με τις 2194-2195/2014 ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4093/2012, οι διατάξεις αυτές (του ν. 4093/2012) κατέστησαν ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, με αποτέλεσμα να αναβιώσουν και, μάλιστα, αναδρομικώς οι προϊσχύουσες διατάξεις του ν. 3205/2003. Στη συνέχεια, με τις διατάξεις του ν. 4307/2014 καταργήθηκαν και ρητώς οι αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012 και καθιερώθηκε νέο μισθολόγιο για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας αναδρομικά από 1.7.2012. Οι νεότερες αυτές διατάξεις, όμως, του ν. 4307/2014 (άρθρο 86, παρ. 2 και 3) κρίθηκαν, επίσης, με τις 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου ως αντισυνταγματικές, με αποτέλεσμα να αναβιώσουν και πάλι αναδρομικώς οι προϊσχύουσες διατάξεις του ν. 3205/2003. Αυτό είχε ως συνέπεια να υποχρεούται η διοίκηση να θεωρήσει ως ισχύουσες τις διατάξεις του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν, και να μεριμνήσει να καταβάλει στους στρατιωτικούς τις αυξημένες αποδοχές που δικαιούνταν κατ’ εφαρμογήν τους. Εν όψει των ανωτέρω, η έννοια της διάταξης του άρθρου 155 παρ. 1 του ν. 4472/2017, ερμηνευόμενη υπό το φως των ανωτέρω ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και της απορρέουσας από το Σύνταγμα υποχρέωσης συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις αποφάσεις αυτές, είναι ότι οι αποδοχές που δικαιούνταν οι λειτουργοί ή υπάλληλοι στις 31.12.2016 είναι οι αποδοχές που είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως αυτές ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014. Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που θεσπίζει, το πρώτον, ως βάση για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς, τις τακτικές αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τις οποίες αυτοί ελάμβαναν στις 31.12.2016, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014 (άρθρο 86, παρ. 2 και 3) … είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 155 του ν. 4472/2017, όπως αυτή ερμηνεύθηκε ανωτέρω…. και για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη, κατά το μέρος αυτό, πρέπει να ακυρωθεί.

2 Οπως έχει ήδη κριθεί με τις 2192-2196/2014 και τις 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών, η οποία βρίσκει έρεισμα σε πλείονες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 45, 23, παρ. 2 και 29 παρ. 3), αποτελεί πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, αλλά και δικαίωμα των στελεχών τους, το οποίο τους απονέμεται, αφενός μεν, ως αντιστάθμισμα του καθεστώτος απαγορεύσεων και περιορισμών, στο οποίο υπόκεινται κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής τους απασχόλησης, και των ειδικών συνθηκών εργασίας, οι οποίες συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα, αφετέρου δε, ως αναγνώριση της σημασίας της αποστολής τους για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη…

H μεταβολή… του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών τους, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος σε σχέση με τις επιπτώσεις που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στη λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας…

Eιδικά ως προς την κατηγορία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, η ειδική μισθολογική αντιμετώπιση των οποίων προβλέπεται διαχρονικά και πηγάζει από τους ιδιαίτερα έντονους συνταγματικούς περιορισμούς που επιβάλλονται στην άσκηση των δικαιωμάτων τους, τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης των καθηκόντων τους και τη σύνδεση με τη διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας και άμυνας, της εσωτερικής ασφάλειας και καταπολέμησης του εγκλήματος και γενικά την άσκηση αρμοδιοτήτων που εντάσσονται στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ο νομοθέτης, παρότι εξακολουθεί να διαθέτει την ευχέρεια να καταρτίζει νέο μισθολόγιο και να διαμορφώνει το επίπεδο των αποδοχών τους και είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να προβαίνει ακόμα και σε μείωση αυτών, εφόσον λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν τούτο, χωρίς η ουσιαστική του εκτίμηση να υπόκειται σε ακυρωτικό ή άλλο δικαστικό έλεγχο ως προς την ορθότητά της, υπέχει πάντως αυξημένες υποχρεώσεις τεκμηρίωσης της συγκεκριμένης επιλογής του ιδίως εν όψει του γεγονότος ότι η μείωση αυτή αντανακλά στη λειτουργία ευαίσθητων τομέων της κρατικής δράσης, το δε νέο μισθολόγιο πρέπει να πληροί τα κριτήρια που τέθηκαν με τις αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (2293-6/2014 και 1125-8/2016).

3 Oι αποδοχές των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, όπως διαμορφώνονται με το νέο μισθολόγιο που θεσπίζεται με τις διατάξεις του ν. 4472/2017, λαμβανομένης υπόψη και της προβλεπόμενης προσωπικής διαφοράς, κυμαίνονται, τελικά, σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις του ν. 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές, ταυτίζονται δε με τις αποδοχές τους όπως είχαν διαμορφωθεί με τις κριθείσες, επίσης, ως αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014 και μάλιστα υπό τον όρο της πλήρους καταβολής τους έως την 1.1.2020 και με απορρόφηση κάθε μελλοντικής αύξησης από την προσωπική διαφορά. Με τα δεδομένα αυτά, κατά τη θέσπιση του νέου μισθολογίου (ν. 4472/2017), το δημοσιονομικό κριτήριο δεν αποτέλεσε μεν το αποκλειστικό κριτήριο για τη διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, παρέμεινε, όμως, το βασικό κριτήριο, εφόσον με το μισθολόγιο αυτό επήλθε μείωση των αποδοχών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας σε επίπεδο κατώτερο εκείνων που αυτά δικαιούνταν την 31.12.2016 (βάσει των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014), με κύριο σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων.

Και ναι μεν ο νομοθέτης, κατά τα προεκτεθέντα, μπορεί να προβεί σε αναμόρφωση του μισθολογίου των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας και σε μειώσεις των αποδοχών τους, με τη θέσπιση του νέου μισθολογίου, όμως δεν πρέπει να παραβιάζεται η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, για την εφαρμογή της οποίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί με τις 2192-2196/2014 και 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου. Πλην όμως, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Στ΄ του ν. 4472/2017, το ύψος των αποδοχών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας διαμορφώθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια που καθιερώθηκαν με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις…. Περαιτέρω, δεν εκτιμήθηκε τεκμηριωμένα, εάν, με τις νέες αυτές μειώσεις, οι αποδοχές των Σωμάτων Ασφαλείας παραμένουν επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης και ανάλογες της αποστολής τους. Και ναι μεν το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται βάσει των προηγούμενων αποδοχών της συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων, αλλά βάσει των εκάστοτε ισχυουσών οικονομικών συνθηκών και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης των υπολοίπων δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών και του εν γένει ενεργού πληθυσμού της χώρας…, στην προκείμενη περίπτωση, όμως, ουδεμία εκτίμηση, με οποιαδήποτε κριτήρια, περιλαμβάνεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ή στις λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισής του ως προς το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Επιπλέον δε, ο νομοθέτης προέβη σε ανατροπή του ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος χωρίς την αναγκαία, σύμφωνα με προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις, επαρκή τεκμηρίωση σχετικά με την προσφορότητα και αναγκαιότητα της μεταβολής αυτής και χωρίς προηγούμενη εκτίμηση ούτε του δημοσιονομικού οφέλους σε σχέση με τις επιπτώσεις της εν λόγω μεταβολής στη λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων ούτε της δυνατότητας να επιτευχθεί το δημοσιονομικό αυτό όφελος με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Με τα δεδομένα αυτά, οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4472/2017, κατά το μέρος που με αυτές θεσπίζεται το νέο μισθολόγιο των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος) και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος).

Από την έντυπη έκδοση

Απορρίφθηκε από προεδρεύοντα του θερινού τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), αντιπρόεδρο Μιχάλη Πικραμένο η αίτηση προσωρινής διαταγής που είχαν καταθέσει οι κυρίες Βασιλική Θάνου και Άννα Νάκου, πρώην πρόεδρος και πρώην αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αντιστοίχως.

Τόσο η κυρία Θάνου όσο και η κυρία Νάκου με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσαν στο ΣτΕ ζητούσαν να παγώσει η διαπιστωτική πράξη έκπτωσή τους από τις θέσεις τις οποίες κατείχαν.

Επίσης, οι κυρίες Θάνου και Νάκου έχουν καταθέσει και αίτηση αναστολής, η οποία έχει προσδιοριστεί να συζητηθεί την ερχόμενη Παρασκευή 30 Αυγούστου στην Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ.

Ακόμη, έχουν υποβάλλει στο Ανώτατο Δικαστήριο και αίτηση ακύρωσης των πράξεων έκπτωσης τους από την ηγεσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Η αίτησή ακύρωσής αναμένεται να συζητηθεί στις αρχές Δεκεμβρίου από την Ολομέλεια του ΣτΕ.

Ειδικότερα, οι δυο προσφεύγουσες με την αίτηση ακύρωσης στρέφεται κατά των διαπιστωτικών πράξεων αυτοδίκαιης εκπτώσεώς τους από τις θέσεις τους. Μεταξύ άλλων στην προσφυγή τους υποστηρίζουν πως η θέσπιση του ασυμβίβαστου που εισήχθη με τον νόμο 4623/2019 της κυβέρνησης κατ’ εφαρμογήν του οποίου κηρύχθηκαν έκπτωτες εμφανίζει σωρεία παραβάσεων τόσο της κοινοτικής όσο και της εθνικής νομοθεσίας.

https://www.eleftherostypos.gr/

kalimnos

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot