Η ώρα είναι 5.30 τα ξημερώματα στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Το σκοτάδι είναι βαθύ. Το ίδιο και η ομίχλη.
Το πλήρωμα του «Αγιου Ευστράτιου», του περιπολικού ανοιχτής θαλάσσης του Λιμενικού, σφίγγει τα δόντια. Το ραντεβού του με την Ιστορία βρίσκεται μεσοπέλαγα. Εκεί που τα πρώτα υπερφορτωμένα με μετανάστες φουσκωτά έχουν αρχίσει τα «δρομολόγια θανάτου».
Τα ραντάρ είναι ανοιχτά. Οι φωτεινές κουκκίδες δείχνουν τις βάρκες. Μοναδική τους αποστολή να σώσουν ανθρώπινες ψυχές. Ο καπετάνιος Αργύρης Φραγκούλης συντονίζει με ακρίβεια και μονολογεί: «Βλέπω τη βούλα στο ραντάρ και τρέμω. Τρέμω τι θα αντικρίσω. Ζούμε άγριες καταστάσεις. Η εικόνα ενός νεκρού παιδιού δεν σε εγκαταλείπει ποτέ. Υπάρχουν στιγμές που δεν μπορείς να φας. Δεν μπορείς να κοιμηθείς. Μπορεί να πίνεις καφέ και να σου έρχονται εικόνες στο μυαλό. Ενας βαθύς αναστεναγμός ακολουθεί. Κουβαλάς την απώλεια. Νιώθεις τύψεις».
Το ταξίδι του «Ε.Τ.» της Κυριακής ξεκίνησε από το λιμάνι της Μυτιλήνης και κατέληξε στον Μόλυβο. Με το πρώτο φως του ήλιου άρχισαν να φαίνονται δεξιά και αριστερά τα φουσκωτά. Μετανάστες με φωσφορούχα σωσίβια σηκώνουν τα χέρια. Αλλοι απλά χαιρετούν. Αλλοι ζητάνε βοήθεια.
Σε μία βάρκα χωρητικότητας 20 ατόμων στοιβάζονται 50. Οι «καραβοφάναρες» -όπως λένε οι λιμενικοί τις ακυβέρνητες λέμβους- μένουν χωρίς μηχανή λόγω του υπερβολικού βάρους. Ο αρχικελευστής Γιώργος Λάφης βλέπει μία από αυτές και αμέσως δίνει συντεταγμένες. Ο καπετάνιος δίνει εντολή για αλλαγή πλεύσης.
Η βάρκα με τους 50 μετανάστες έχει πάρει νερά. Δύο μωρά βλέπουν τους λιμενικούς από μακριά και περιμένουν τη λύτρωση. «Τα μωρά πρώτα. Τα μωρά. Μετά τη γιαγιά που δεν μπορεί να κουνηθεί», φωνάζει με βραχνάδα ο καπετάνιος. Ενας ένας μετανάστης ανεβαίνει την ανεμόσκαλα και πατάει στον «Αγιο Ευστράτιο», την «προμετωπίδα» του Λιμενικού στη Λέσβο που σώζει καθημερινά κατά μέσο όρο 200 ψυχές.
Τα πόδια των θαλασσοπνιγμένων μεταναστών έχουν μουδιάσει. Στα πρώτα τους βήματα πάνω στο σκάφος παραπατούν. Αλλοι απλά αφήνονται στα χέρια των λιμενικών και άλλοι πέφτουν κάτω. Ενας από αυτούς έχει λιποθυμήσει μέσα στο φουσκωτό. Η υποθερμία τον κάνει να τρέμει. Δίπλα του δύο μωρά κουνάνε τα χέρια τους για να ζεσταθούν. Μια γιαγιά δεν μπορεί να κάνει βήμα και στήνεται επιχείρηση για την επιβίβασή της. Οι Σύροι που προλαβαίνουν να ανέβουν στο σκάφος φυλάνε το κατάστρωμα. Αγκαλιάζονται. Ευχαριστούν τον Θεό που είναι ζωντανοί.
e-typos.com