Αποκαλυπτική η έρευνα της ΑΔΙΠ - Κατασκευές, διοίκηση επιχειρήσεων και νομικές σπουδές, τέχνες και ανθρωπιστικές επιστήμες οι πρώτες τρεις επιλογές
Το 2017, πάνω από το ένα πέμπτο του συνόλου των εγγεγραμμένων φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της ΕΕ28 επέλεξε τις επιστήμες διοίκησης επιχειρήσεων και νομικών σπουδών (22,18%). Η δεύτερη συνηθέστερη επιλογή για τους φοιτητές ήταν οι επιστήμες μηχανικής, των κατασκευών και της δόμησης (15,33%). Ακολουθούν: οι επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας (13,63%), οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές επιστήμες (12,12%), οι κοινωνικές επιστήμες, η δημοσιογραφία και η πληροφόρηση (9,71%), οι φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και η στατιστική (8,15%), η εκπαίδευση (7,41%), οι επιστήμες πληροφορικής και επικοινωνιακών συστημάτων (4,49%), οι υπηρεσίες (3,38%) και,τέλος, η γεωπονική επιστήμη, η δασοπονία, η ιχθυοκαλλιέργεια και η κτηνιατρική (1,86%).
Στην Ελλάδα οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν τις επιστήμες της μηχανικής, των κατασκευών και της δόμησης (21,84%) ενώ στη δεύτερη θέση, σε αντίθεση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, έρχονται οι επιστήμες της διοίκησης επιχειρήσεων και των νομικών σπουδών (20,44%).
Οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές επιστήμες (13,08%) αποτελούν την τρίτη επιλογή των Ελλήνων φοιτητών (τέταρτη επιλογή στην Ευρώπη) και ακολουθούν: οι κοινωνικές επιστήμες, η δημοσιογραφία και η πληροφόρηση (12,67%), οι φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και η στατιστική (9,69%), οι επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας (7,84%), η εκπαίδευση (4,54%), οι γεωπονικές επιστήμες, η ιχθυοκαλλιέργεια και η κτηνιατρική (3,83%), οι επιστήμες πληροφορικής και επικοινωνιακών συστημάτων (3,29%) και οι υπηρεσίες (2,78%).
Η μεγαλύτερη απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στις προτιμήσεις των Ελλήνων αποφοίτων εντοπίζεται στις επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, οι οποίες βρίσκονται στην 6η θέση στη σειρά προτίμησης των Ελλήνων σε αντίθεση με την 3η θέση στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αναφορικά με το φύλο, στο σύνολο των εγγεγραμμένων φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα (735.027), οι γυναίκες υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών σε πέντε από τις δέκα κατηγορίες με βάση το αντικείμενο σπουδών ως εξής: στις επιστήμες της διοίκησης επιχειρήσεων και των νομικών σπουδών (10,31% γυναίκες, 10,13% άνδρες), στις τέχνες και τις ανθρωπιστικές επιστήμες (8,75% γυναίκες, 4,33% άνδρες), στις κοινωνικές επιστήμες, τη δημοσιογραφία και την πληροφόρηση (7,14% γυναίκες, 5,53% άνδρες), στις επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας (5,08% γυναίκες, 2,76% άνδρες) και στην εκπαίδευση (3,53% γυναίκες, 1,01% άνδρες).
Οι άνδρες υπερτερούν αριθμητικά των γυναικών στις επιστήμες της μηχανικής, των κατασκευών και της δόμησης (16,05% άνδρες, 5,79% γυναίκες), στις φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και τη στατιστική (5,57% άνδρες, 4,12% γυναίκες), στη γεωπονική επιστήμη, τη δασοπονία, την ιχθυοκαλλιέργεια και την κτηνιατρική (2,22% άνδρες, 1,60% γυναίκες), στις επιστήμες της πληροφορικής και των επικοινωνιακών συστημάτων (2,19% άνδρες, 1,10% γυναίκες) και στις υπηρεσίες (1,64% άνδρες, 1,14% γυναίκες).
Αυτό αναφέρει η ετήσια έκθεση της ΑΔΙΠ την οποία ο πρόεδρός της Π. Κυπριανός παρέδωσε στην υπουργό Παιδείας Ν. Κεραμέως, στον πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και τον πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων . Τονίζεται ότι η ΑΔΙΠ είχε διατυπώσει επιφυλάξεις για τις συγχωνεύσεις των Πανεπιστημίων με τα ΤΕΙ.
Tην ίδια ώρα η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του ΟΟΣΑ τόσο στην απασχόληση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-64 (72%) όσο και των νέων αποφοίτων ηλικίας 25-34 (68%) (επίπεδα 5-8) απέχοντας 16 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Δεδομένης της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη απώλεια στην απασχόληση των νέων αποφοίτων από 80% το 2007 σε 68% το 2017. Εκτός από την Ελλάδα, σημαντική μείωση στην απασχόληση των νέων πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εμφανίζουν η Ισπανία (-8%) από 85% σε 77%, η Σλοβενία (-6%) από 90% σε 84%, η Σλοβακία (-6%) από 83% σε 77%, η Ιταλία (-5%) από 71% σε 66% και η Τουρκία (-4%) από 79% σε 75%. Αύξηση παρουσιάζει η Ιαπωνία (+6%) από 80% το 2007 σε 86% το 2017, το Ισραήλ (+3%) από 84% σε 87% και οριακά κατά +1% η Πορτογαλία, η Ισλανδία, η Λετονία, ο Καναδάς και η Κορέα.
Η Ελλάδα εμφανίζει τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης στους πτυχιούχους ανώτατης εκπαίδευσης, τόσο συνολικά όσο και ανά επίπεδο εκπαίδευσης (πτυχίο 71%, μεταπτυχιακό 83%, διδακτορικό 85%). Σε σύγκριση με τους κατόχους πρώτου πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης, οι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου σπουδών στην Ελλάδα έχουν κατά 17% ή 20% αντίστοιχα περισσότερες πιθανότητες απασχόλησης.
Ανάλογη είναι η κατάσταση στην Ιταλία και τη Σλοβακία, με τη διαφορά υπέρ των κατόχων μεταπτυχιακού τίτλου να ανέρχεται σε 10% και στις δύο χώρες, ενώ για τους κατόχους διδακτορικού τίτλου σπουδών στο 13% για τη Σλοβακία και στο 20% για την Ιταλία. Συγκριτικά με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα είχε, το 2018, μακράν το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (19,9%) στους πτυχιούχους ΑΕΙ ηλικίας 25-39, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ΕΕ 28), ο οποίος υπολογιζόταν στο 4,8%.
Η υψηλή ανεργία συνδέεται άμεσα με το φαινόμενο της διαρροής επιστημονικού δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain), το οποίο οφείλεται, εν μέρει, στη διαχρονικά περιορισμένη ζήτηση για υψηλής εκπαίδευσης προσωπικό στην Ελλάδα. Μετά την Ελλάδα, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας εμφάνισε η Ισπανία (10,5%) και ακολουθούν η Ιταλία (9,9%) η Κροατία (8,7%) και η Κύπρος (8,6%). Από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες υψηλή ανεργία παρατηρείται στη Βόρεια Μακεδονία 22%, το Μαυροβούνιο 16,4% και την Τουρκία 11,7%.
Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας στους πτυχιούχους ΑΕΙ 25-39 εμφανίζουν: η Τσεχία μόλις 1,4%, η Ουγγαρία 1,6%, η Μάλτα 1,7%, το Ηνωμένο Βασίλειο 2,1%, η Ολλανδία 2,1%, και η Ρουμανία 2,3%. Πάντως, επισημαίνει η ΑΔΙΠ, το 2018 οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναλογούσαν στο 39% του συνόλου των ανέργων της χώρας, ποσοστό ελαφρώς αυξημένο σε σχέση με το 38%, το οποίο καταγράφηκε την προηγούμενη χρονιά Την περίοδο 2014-2018, το ποσοστό των ανέργων πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επί του συνόλου των εγγεγραμμένων ανέργων της χώρας παρουσίασε αύξηση κατά 4%, από 35% το 2014 σε 39% το 2018.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΑΔΙΠ:
Η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών αυξάνει τις πιθανότητες απασχόλησης κατά 12%, σε σύγκριση με τους αποφοίτους προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, ενώ η κατοχή διδακτορικού τίτλου κατά 14%.
Όσον αφορά στις αποδοχές των πτυχιούχων, η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά χαμηλή θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ απέχοντας 14 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο.Η ανεργία των πτυχιούχων στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των χωρών της ΕΕ28,παρόλο που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ετών 2014-2018.
Η ανεργία πτυχιούχων γυναικών στην Ελλάδα τείνει σε διπλάσιο ποσοστό απ’ αυτό των ανδρών.Στην ΕΕ των 28, οι εγγεγραμμένοι φοιτητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσηςτο 2017 ανέρχονταν σε 19.773.238.
Από αυτούς,οι 1.457.288,δηλαδή το 7,37% του συνόλου,παρακολουθούσε σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βραχείας ή διετούς διάρκειας, οι 12.071.562, δηλαδή το 61,05%, ήταν φοιτητές πρώτου κύκλου, οι 5.485.096, δηλαδή το 27,74%, ήταν μεταπτυχιακοί και οι 759.292, δηλαδή το 3,84%, ήταν διδακτορικοί φοιτητές.
Οι σπουδές που οδηγούν στην απόκτηση πτυχίου, μεταπτυχιακού διπλώματος και διδακτορικού τίτλου συναντώνται σε όλα τα κράτη μέλη.
Αντίθετα, η τριτοβάθμια εκπαίδευση βραχείας διάρκειας συναντάται μόνο σε ορισμένα κράτη μέλη, ενώ, συνήθως, συνδέεται με την πρακτική άσκηση, η οποία στοχεύει στην προετοιμασία των σπουδαστών για την είσοδό τους στην αγορά εργασίας.Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται η κατανομή των φοιτητών ανά επίπεδο σπουδών και φύλο στην Ευρώπη.
Η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα απέχοντας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 23 μονάδες. Επισημαίνεται ότι το πλήθος των διδασκόντων σε σύγκριση με άλλες πληθυσμιακά παρόμοιες χώρες της Ευρώπης βρίσκεται στο ίδιο σχεδόν επίπεδο. Ωστόσο η αναλογία αποβαίνει δυσμενής λόγω του υπεράριθμου σχετικά φοιτητικού πληθυσμού,ο οποίος περιλαμβάνει τους μη ενεργούς φοιτητές.
Επιπλέον,η Ελλάδα παρουσιάζεικαιτη δυσμενέστερη αναλογία διδακτικού προσωπικού ανδρών/γυναικών στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών.Η δημόσια χρηματοδότηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ,σύμφωνα με στοιχεία της EUA,με ταυτόχρονη αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού. Η ανάκαμψη από τη γενικότερη τάση μείωσης της χρηματοδότησης αρχίζει να εμφανίζεται από το 2017 σε αρκετά συστήματα ανώτατης εκπαίδευσης της Ευρώπης. Αναμένεται η τάση αυτή να καταγραφεί και για την Ελλάδα στο επόμενο χρονικό διάστημα
Συγχωνεύσεις ΤΕΙ με Πανεπιστήμια
Η απόφαση για την πραγματοποίηση μιας συγχώνευσης προϋποθέτει επαρκή τεκμηρίωση η οποία να περιλαμβάνει στοιχεία ποιότητας των συγχωνευόμενων μονάδων, ξεκάθαρο όραμα, ισχυρή δέσμευση και επάρκεια από την πλευρά της διοίκησης, ενδιαφέρον για το προσωπικό και τη συμμετοχή των φοιτητών στη διαδικασία, λεπτομερή σχεδιασμό της βημάτων της διαδικασίας και των πόρων που θα απαιτηθούν και συστηματική παρακολούθηση της προόδου.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Για τις συγχωνεύσεις στην Ελλάδα , στην έκθεση αναφέρονται τα εξής:
Στην Ελλάδα η πολυετής οικονομική κρίση έγινε αφορμή για μεταρρυθμίσεις σε αρκετούς τομείς, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της ανώτατης εκπαίδευσης.
Το 2011 το Υπουργείο Παιδείας, στο πλαίσιο εξορθολογισμού του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας, ανέπτυξε το σχέδιο Αθηνά το οποίο προωθούσε ενοποιήσεις γνωστικών αντικειμένων και συγχωνεύσεις ιδρυμάτων και τμημάτων.Το Σχέδιο Αθηνά98αποσκοπούσε στη θεραπεία μακροχρόνιων στρεβλώσεων οι οποίες σχετίζονταν με τον κατακερματισμό γνωστικών αντικειμένων, την αναντιστοιχία προγραμμάτων σπουδών με το διδακτικό προσωπικό, τη γεωγραφική διασπορά ακαδημαϊκών μονάδων, την ανορθολογική ανάπτυξη των υποδομών και την ανακολουθία γνωστικών αντικειμένων τμημάτων με περιφερειακά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η ΑΔΙΠ είχε εκφραστεί κατ’αρχήν θετικά ως προς τους στόχους του Σχεδίου Αθηνά (π.χ. ανάπτυξη θεματικών θυλάκων αριστείας, επίτευξη οικονομιών κλίμακας, προώθηση έρευνας και καινοτομίας, ανταγωνιστικότητα ανθρώπινου δυναμικού) αλλά σημείωνε και πολλές αδυναμίες, όπως η απουσία εθνικής αναπτυξιακής στοχοθεσίας ή/και εθνικής στρατηγικής έρευνας και καινοτομίας και η μη συνεπής και ομοιόμορφη εφαρμογή κριτηρίων, η οποία θεωρούνταναπαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της συναίνεσης και ενεργού συμμετοχής των Ιδρυμάτων.
Στο πλαίσιο του σχεδίου Αθηνά, το 2013, συγχωνεύτηκαν το ΤΕΙ Πατρών και το ΤΕΙ Μεσολογγίου σε ένα νέο ίδρυμα (ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας) και το Πανεπιστήμιο Πατρών απορρόφησε το Πανεπιστήμιο Δυτικής Ελλάδας.Πέντε χρόνια αργότερα,το 2018,νομοθετήθηκε (α) η ίδρυση (ν.4521/2018) του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής,το οποίο προήλθε από τη συγχώνευση του ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά, (β) η απορρόφηση (ν.4559/2018) του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και τουΤΕΙ Ηπείρου από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε και το 2019 με την απορρόφηση (α) του ΤΕΙ Θεσσαλίας από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, (β) του ΤΕΙΣτερεάς Ελλάδας από το Εθνικό και ΚαποδιστριακόΠανεπιστήμιο Αθηνών, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, (γ) των ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας, ΤΕΙ Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και ΤΕΙ Θεσσαλονίκης από το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος, (δ)τουΤΕΙ ΔυτικήςΜακεδονίας από τοΠανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, (ε) τουΤΕΙ Πελοποννήσου από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσουκαι (στ) τουΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και το Πανεπιστήμιο Πατρών.Η ΑΔΙΠ είχε διατυπώσει επιφυλάξεις για τις συγχωνεύσεις των Πανεπιστημίων με τα ΤΕΙ.
Συγκεκριμένα, σε ειδική συνεδρίαση, το Συμβούλιο της Αρχής είχε προσδιορίσει εκείνες τις προϋποθέσεις στις οποίες έπρεπε να βασίζονται οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης.Ειδικότερα,είχε επισημάνει την ανάγκη εκπόνησης επιστημονικής μελέτης για τις ακαδημαϊκές, οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους που συνδέονται με τις αλλαγές αυτές.
Η μελέτη αυτή έπρεπε να έχει ως αντικείμενο:τη διερεύνηση διατήρησης ή αναβάθμιση της τεχνολογικής εκπαίδευσης, την ενδεχόμενη διεύρυνση του πανεπιστημιακού τομέα, τη συσχέτιση των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας σε σχέση με την παραγόμενη γνώση από τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο τα υφιστάμενα προγράμματα σπουδών καλύπτουν το βάθος και το εύρος των επιστημονικών περιοχών, τη βιωσιμότητα των προγραμμάτων σπουδών, την εξέταση υπερπροσφοράς σε ορισμένα γνωστικά αντικείμενα και τη σχέση αναγκών της αγοράς εργασίας με τα προσόντα των αποφοίτων. Επιπλέον, τα συμπεράσματα από τις προηγούμενες αξιολογήσεις θα έπρεπε να αποτελέσουν χρήσιμη εισροή στη μελέτη.Επίσης, για την οποιαδήποτε ένταξη προγραμμάτων σπουδών ΤΕΙ σε Πανεπιστήμιο έπρεπε να έχει προηγηθεί η αξιολόγηση όλων των δομικών στοιχείων των προγραμμάτων σπουδών (π.χ. φυσιογνωμία, σκοπός, διάρθρωση σε μαθήματα, διαθέσιμο διδακτικό προσωπικό, δομές και υπηρεσίες).Αυτή η αξιολόγηση έπρεπε να πραγματοποιηθεί από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες για την κάθε επιστημονική περιοχή, υπό την εποπτεία και οργάνωση της ΑΔΙΠ