Ο Φιλίπ Πετί είναι ένας Γάλλος ισορροπιστής που ονειρεύτηκε να κάνει έναν… «περίπατο» ανάμεσα στους Δίδυμους Πύργους του World Trade Center της Νέας Υόρκης, στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Ακροβατώντας πάνω σ’ ένα συρμάτινο σκοινί! Αυτή είναι η ιστορία του. Και είναι αληθινή! Είναι εξαιρετικό αυτό που κάνει ο Ρόμπερτ Ζεμέκις σε τούτη την ταινία, σε τόσα πολλά επίπεδα. Από πού να το πρωτοπιάσεις; Ναι, υπάρχει το ντοκιμαντέρ «Man on Wire» του Τζέιμς Μαρς, με το ίδιο ακριβώς θέμα, το οποίο κέρδισε το Όσκαρ στην κατηγορία του το 2009. Κάποιοι θα προσπαθήσουν να συγκρίνουν αυτά τα δύο. Αδίκως. Η «Βόλτα στο Κενό» είναι σινεμά μυθοπλασίας, δεν θέλει να παραστήσει το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ.
Τι κάνει, λοιπόν, ο Ζεμέκις για να διαχωρίσει τη θέση του; Μας αφηγείται την ίδια ιστορία, όσο πιο κινηματογραφικά γίνεται, μετατρέποντάς της σε… παραμύθι. Με τον κεντρικό χαρακτήρα (που υποδύεται ο Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ) να εμφανίζεται και, σχεδόν, να μας παίρνει από το χεράκι για να μας ανεβάσει μέχρι τους Δίδυμους Πύργους, περνώντας από κάθε σημαδιακή φάση της ζωής του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Όπως ένας γονιός που διαβάζει ένα παραμύθι στο ανήλικο παιδί του για να το βάλει να κοιμηθεί! Διότι αυτό που έκανε πραγματικότητα ο Φιλίπ Πετί το καλοκαίρι του 1974, καμία ανθρώπινη φαντασία δεν θα μπορούσε να το πλάσει, πόσω μάλλον ο κινηματογράφος…
Ερχόμαστε, λοιπόν, στην ουσία του κινηματογραφικού μέσου, που θέλει να μας αφηγηθεί μια ιστορία η οποία ξεπερνά το ρεαλιστικό, αγγίζει το εξωπραγματικό και θα μας φέρει στα όρια του καθίσματός μας, όταν ο ήρωας - Πετί θα βρεθεί στο κενό για να περάσει… απέναντι. Κατά κάποιον τρόπο, οι Δίδυμοι Πύργοι εκφράζουν μια διπολική σύγκρουση ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, κάτι που θα βιώσει εντονότερα ο θεατής της «Βόλτας στο Κενό» που δεν έχει δει το ντοκιμαντέρ του Μαρς και μάλλον αγνοούσε ακόμη και την ύπαρξη αυτού του συμβάντος. Το ντοκιμαντέρ αντιπροσώπευε την τεκμηρίωση, το φιλμ αντιπροσωπεύει την ψυχαγωγία. Το πρώτο μας κοινοποίησε την ιστορία δίχως εντυπωσιακά πλάνα ή ντοκουμέντα κινούμενης εικόνας από την εποχή εκείνη, το δεύτερο μας καλεί να το παρακολουθήσουμε στην πράξη, σαν ένα «παραμυθένιο» στιγμιότυπο της κινηματογραφικής φαντασίας. Κι αυτό το ψέμα είναι που θα στιγματίσει στη μνήμη μας περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το… πραγματικό κατόρθωμα του Πετί.
Θα μας μετατρέψει σε αυτόπτες μάρτυρες, με το ταλέντο του Ζεμέκις και εκείνη τη θαυμάσια ψευδαίσθηση που στην αληθινή ζωή αποκαλούμε σινεμά. Ο Γκόρντον-Λέβιτ θα γίνει ο Πετί κι εμείς… από κάτω, στο κάθισμα του σινεμά, θα έχουμε την καλύτερη θέα σε κάτι που θα φανταζόμαστε ότι είναι «παραμύθι», που θα μας κάνει να κλείνουμε τα μάτια ή να τιναζόμαστε από τη θέση μας, που θα «βλέπουμε» με άλλη ματιά όταν η συνειδητοποίηση του βιώματος στην αίθουσα μας φέρει πιο κοντά στην αλήθεια τού πραγματικού συμβάντος. Εκείνη η στιγμή είναι συγκινητική.
Η «Βόλτα στο Κενό» φυσικά (και μάλλον πάνω απ’ όλα) είναι και ένα τεχνολογικό επίτευγμα, αφού το urban τοπίο που απεικονίζει στην κορύφωση του φιλμ αποτελεί ένα - δυσάρεστο - παρελθόν, πια. Δεν το θυμίζει, όμως. Καθόλου δεν την προσανατολίζει σ’ εκείνη την κατεύθυνση ο Ζεμέκις. Ούτε σαν «ειρωνεία», ούτε σαν «φόρο τιμής». Ο ήρωας εδώ είναι πάντοτε ο Πετί και το κατόρθωμά του, μέσα σε ένα κινηματογραφικό κάδρο που σοκάρει με τη φυσικότητα της φωτογραφίας τού Ντάριους Βόλσκι, την ψηφιακή και λειτουργικότατη 3D αναπαράσταση κτηρίων και περιβάλλοντος χώρου, αλλά και την ερμηνευτική άνεση του Γκόρντον-Λέβιτ, ο οποίος σε πείθει ότι κάνει αυτό που βλέπεις! Ο τελευταίος δέχεται αρκετά επικριτικά σχόλια για τη διγλωσσία των διαλόγων του ή την προβλέψιμα «σπασμένη» (και ιδιαίτερα γραφική στο ξεκίνημα του φιλμ) αγγλική προφορά του (λόγω της εθνικότητας του ήρωα). Ο Ζεμέκις τον υπερασπίζεται διαρκώς, με το «άλλοθι» της επιθυμίας του Πετί να μιλά αγγλικά με όλους τους βοηθητικούς χαρακτήρες, ώστε να εξασκεί τη γλώσσα για το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη, να μας πείθει σταδιακά και να ξεχνάμε τα όποια... ηχητικά ζητήματα μαζί του. Επιπλέον, καθώς ο ρόλος τού αφηγητή μάς γίνεται όλο και πιο οικείος στην πορεία του φιλμ, από ένα σημείο και μετά αδιαφορούμε πλήρως για το πώς και σε ποια γλώσσα μιλάει!
Το τελευταίο ημίωρο είναι ένα χάρμα οφθαλμών, ένα φινετσάτο «ακροβατικό» που εντυπωσιάζει, από έναν σοβαρό τεχνίτη του Χόλιγουντ. Που αποκτά και μια θαυμάσια, ποιητική διάσταση, καθώς αγγίζει και την πλευρά τού καλλιτέχνη, την ψυχή κάθε υπερβατικού καλλιτέχνη ο οποίος αφοσιώνεται τόσο στην ιδέα της δημιουργίας του, που δεν κατανοεί τα όρια της πιθανής αυτοθυσίας, της απώλειας της λογικής και του στοιχήματος με τη ζωή (ας έλειπε και η στιγμή με το περιστέρι, διάβολε!).
Εκεί ο θεατής παραδίδει τα όπλα, ξεχνά μικρές αφέλειες ή αδυναμίες στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, αδιαφορεί για το πόσο εγωκεντρικός ή «καβαλημένος» μπορεί να ήταν ο Πετί, και απογειώνεται μαζί με το έργο σε ένα θριαμβευτικό φινάλε που θα ήθελες να χειροκροτήσεις λες και βρισκόσουν εκεί, κάτω από τους Δίδυμους Πύργους, τον Αύγουστο του 1974. Το συναίσθημα υπερνικά την αμφιβολία, τον κυνισμό, την όποια αβεβαιότητα ότι το φιλμ που παρακολούθησες ήταν ένα «τρικ» που πήγε να σε ξεγελάσει. Αισθάνεσαι κάτι τόσο όμορφο, που θα θελήσεις να κρατήσεις για πάντα. «Forever», εύχεσαι (ή διερωτάσαι;) κι εσύ. Την τελική απάντηση σου τη δίνει ο Ζεμέκις. Με σοκαριστική απλότητα, μα με βαθιά αντίληψη σκέψης, καθώς η εικόνα χάνεται μπροστά από τα μάτια σου. Κι εκεί δακρύζεις.