Ιάπωνες και Αμερικανοί νευροεπιστήμονες κατάφεραν να επαναφέρουν στον εγκέφαλο ποντικιών, μνήμες που φαίνονταν οριστικά χαμένες λόγω σοβαρής αμνησίας. Το επίτευγμα μπορεί μελλοντικά να βοηθήσει στη θεραπεία ανθρώπων με ανάλογα προβλήματα απώλειας μνήμης.
Οι ερευνητές του ιαπωνικού Ινστιτούτου Επιστημών του Εγκεφάλου RIKEN και του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου ΜΙΤ των ΗΠΑ, με επικεφαλής τον Σουσούμου Τονεγκάβα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science", έδωσαν στα πειραματόζωα ένα φάρμακο, το οποίο τα εμπόδισε να δημιουργήσουν μνήμες για ένα γεγονός που τους προκαλούσε φόβο. Όταν όμως, στη συνέχεια, οι επιστήμονες ενεργοποίησαν με φως εκείνους τους νευρώνες που σχηματίζουν τις μνήμες, τότε οι τελευταίες επανήλθαν.
Όπως ανέφεραν οι ερευνητές, σε μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις αμνησίας, οι αναμνήσεις μπορεί να μην έχουν διαγραφεί οριστικά, απλώς ο εγκέφαλος αδυνατεί να τις ανακαλέσει και έτσι να τις ξαναθυμηθεί. Η νέα οπτογενετική τεχνική δίνει «φωτεινή» χείρα βοηθείας στον εγκέφαλο, ώστε να κάνει την ανάκληση της ανάμνησης.
Αν η μέθοδος επιβεβαιωθεί και στους ανθρώπους, τότε θα ανοίξει παράθυρο ελπίδας για όσους πάσχουν από αμνησία, π.χ. λόγω τραύματος στον εγκέφαλο, νόσου Αλτσχάιομερ ή άλλης νευροεκφυλιστικής διαταραχής.
Το «μυστικό» της νέας ελπιδοφόρας τεχνικής συνίσταται στην εισαγωγή -μέσω ενός αβλαβούς ιού- γονιδίων στα εγκεφαλικά κύτταρα (νευρώνες), έτσι ώστε αυτά να παράγουν πλέον μια φωτοευαίσθητη πρωτεϊνη, η οποία κάνει τα κύτταρα να ενεργοποιούνται υπό την επίδραση του φωτός.
Οι ερευνητές έκαναν ήπιο ηλεκτροσόκ στα πειραματόζωα, ώστε να τους δημιουργήσουν μια ανάμνηση φόβου σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Όταν τα ποντίκια επέστρεφαν στον ίδιο χώρο, ακόμη και χωρίς επανάληψη του ηλεκτροσόκ, πάγωναν από τον φόβο τους λόγω της ανάμνησης.
Όταν όμως οι επιστήμονες έδωσαν στα ποντίκια μια χημική ουσία που μπλόκαρε τον σχηματισμό αναμνήσεων στους νευρώνες, τότε τα ζώα δεν θυμούνταν το ηλεκτροσόκ και έτσι δεν φοβούνταν πια τον χώρο όπου αυτό είχε λάβει χώρα. Ο φόβος (και η μνήμη του) τελικά επανήλθε, όταν μέσω του φωτός ενεργοποιήθηκαν οι αντίστοιχοι νευρώνες, που είχαν «αποθηκεύσει» το εκφοβιστικό συμβάν.
Ένα νέο φάρμακο για μία μορφή καρκίνου του πνεύμονα, που συχνά προσβάλλει νεότερους ανθρώπους και μη καπνιστές, ενέκρινε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ).
Το φάρμακο λέγεται σεριτινίμπη (ceritinib) και προορίζεται για τους ασθενείς με προχωρημένο, μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα θετικό στην κινάση του αναπλαστικού λεμφώματος (ALK), οι οποίοι έπαψαν να ανταποκρίνονται στις υπάρχουσες θεραπείες ή έχουν δυσανεξία σε αυτές.
Η σεριτινίμπη ανήκει σε μία οικογένεια φαρμάκων που αποκαλούνται αναστολείς της ALK. Η ALK είναι μία πρωτεΐνη η οποία φυσιολογικά υπάρχει στον οργανισμό,αλλά αν μεταλλαχθεί ή συντηχθεί με άλλα γονίδια χρησιμοποιείται από τους καρκινικούς όγκους για να αναπτυχθούν.
Υπολογίζεται ότι το 2% έως 7% των πασχόντων από μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα έχουν μεταλλαγμένη ALK. Πολλοί από αυτούς δεν υπήρξαν ποτέ καπνιστές, αρκετοί έμαθαν ότι πάσχουν από καρκίνο του πνεύμονα πολύ πριν φτάσουν στην τρίτη ηλικία (ακόμα και πριν τα 50 τους χρόνια), ενώ οι περισσότεροι είναι γυναίκες.
Το μεγάλο ερώτημα, λοιπόν, που τους βασανίζει είναι γιατί εκδήλωσαν έναν καρκίνο ο οποίος κατ’ εξοχήν (στο 90% των περιπτώσεων) οφείλεται στο τσιγάρο και κατά μέσον όρο εκδηλώνεται σε ηλικία 70 ετών.
Η απάντηση, κατά τον δρα Τζέφρι Όξναρντ, από το Τμήμα Θωρακικής Ογκολογίας του Ιδρύματος Καρκίνου Dana-Farber, στη Βοστώνη, και επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, πιθανώς κρύβεται στο ότι φέρουν ελαττωματικά γονίδια όπως το ALK (ή και τα γονίδια EGFR και ROS1 για τα οποία επίσης υπάρχουν στοχευμένες θεραπείες).
«Υπολογίζουμε ότι σχεδόν οι μισοί νεώτεροι πάσχοντες από καρκίνο του πνεύμονα φέρουν μεταλλαγές στους όγκους τους για τις οποίες υπάρχει κάποια στοχευμένη θεραπεία», εξηγεί ο δρ Όξναρντ.
Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι ο πιο συχνός καρκίνος παγκοσμίως αλλά συνήθως γίνεται αντιληπτός σε προχωρημένο (μεταστατικό) στάδιο, με αποτέλεσμα να έχει υψηλό ποσοστό θνησιμότητας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι σε ετήσια βάση καταγράφονται 1,8 εκατομμύρια νέα κρούσματα και 1,59 εκατομμύρια θάνατοι εξαιτίας του.
Το τουλάχιστον 85% των κρουσμάτων είναι μη-μικροκυτταρικοί καρκίνοι.
Η έγκριση του νέου φαρμάκου βασίσθηκε στα στοιχεία από μελέτες που έδειξαν ότι περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς (το περίπου 56%) που παίρνουν το φάρμακο, ανταποκρίνονται σε αυτό και έτσι οι όγκοι τους συρρικνώνονται και η νόσος τους παραμένει σε ύφεση για χρονικό διάστημα που φτάνει τους επτά μήνες κατά μέσον όρο.
Μάλιστα η ύφεση παρατηρήθηκε και σε ασθενείς που είχαν ήδη μεταστάσεις στον εγκέφαλο όταν άρχισαν να παίρνουν το φάρμακο.
tanea.gr