Μεγάλες ευκαιρίες για αγορές ακινήτων, κυρίως στα ακριβά προάστια και στις λαϊκές συνοικίες της Αττικής, δημιουργεί η ραγδαία πτώση των τιμών μέχρι και 60%.
 
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η κρίση έπληξε κυρίως τα δύο άκρα της κτηματαγοράς, δηλαδή τα βόρεια και τα νότια προάστια, τις φτωχές περιοχές και το κέντρο της Αθήνας, όπου πωλούνται διαμερίσματα ακόμα και με 150 ευρώ το τ.μ.. Αντίθετα στις μεσαίες περιοχές της πρωτεύουσας οι τιμές των ακινήτων έχουν υποχωρήσει μόλις κατά 20%-30% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
 
Σύμφωνα με κτηματομεσίτες, η περίοδος αυτή θεωρείται η καλύτερη για όσους έχουν ρευστό και θέλουν να αγοράσουν, καθώς πολλά διαμερίσματα και οικόπεδα βγαίνουν στην κυριολεξία στο… σφυρί, πράγμα που εκτιμάται ότι θα αναθερμάνει την κτηματαγορά.
 
Διαβάστε αναλυτικά το δημοσίευμα από το Έθνος:
 

Μεγάλες ευκαιρίες για αγορές ακινήτων, κυρίως στα ακριβά προάστια και στις λαϊκές συνοικίες της Αττικής, δημιουργεί η ραγδαία πτώση των τιμών μέχρι και 60%. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η κρίση έπληξε κυρίως τα δύο άκρα της κτηματαγοράς, δηλαδή τα βόρεια και τα νότια προάστια, τις φτωχές περιοχές και το κέντρο της Αθήνας, όπου πωλούνται διαμερίσματα ακόμα και με 150 ευρώ το τ.μ.. Αντίθετα στις μεσαίες περιοχές της πρωτεύουσας οι τιμές των ακινήτων έχουν υποχωρήσει μόλις κατά 20%-30% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.

Σύμφωνα με κτηματομεσίτες, η περίοδος αυτή θεωρείται η καλύτερη για όσους έχουν ρευστό και θέλουν να αγοράσουν, καθώς πολλά διαμερίσματα και οικόπεδα βγαίνουν στην κυριολεξία στο… σφυρί, πράγμα που εκτιμάται ότι θα αναθερμάνει την κτηματαγορά.

Διαβάστε αναλυτικά το δημοσίευμα από το Έθνος:

 

Μεγάλες ευκαιρίες για αγορές ακινήτων, κυρίως στα ακριβά προάστια και στις λαϊκές συνοικίες της Αττικής, δημιουργεί η ραγδαία πτώση των τιμών μέχρι και 60%. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η κρίση έπληξε κυρίως τα δύο άκρα της κτηματαγοράς, δηλαδή τα βόρεια και τα νότια προάστια, τις φτωχές περιοχές και το κέντρο της Αθήνας, όπου πωλούνται διαμερίσματα ακόμα και με 150 ευρώ το τ.μ.. Αντίθετα στις μεσαίες περιοχές της πρωτεύουσας οι τιμές των ακινήτων έχουν υποχωρήσει μόλις κατά 20%-30% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.

Σύμφωνα με κτηματομεσίτες, η περίοδος αυτή θεωρείται η καλύτερη για όσους έχουν ρευστό και θέλουν να αγοράσουν, καθώς πολλά διαμερίσματα και οικόπεδα βγαίνουν στην κυριολεξία στο… σφυρί, πράγμα που εκτιμάται ότι θα αναθερμάνει την κτηματαγορά.

Διαβάστε αναλυτικά το δημοσίευμα από το Έθνος:

Πρωτιά καταγράφει η Ελλάδα σε όλη την Ευρώπη όσον αφορά την αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, που εκτινάχθηκε πάνω από 60% στην εξαετία της κρίσης 2008-2013.
 
Αυξήσεις στο ρεύμα, φόροι και έμμεσες χρεώσεις για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) είχαν ως αποτέλεσμα το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας να αυξηθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό 10% περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλη χώρα στην ΕΕ.
 
Τα παραπάνω διαπιστώνει έρευνα του Οργανισμού Συνεργασίας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) και του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (CEER) που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες, μία ακριβώς ημέρα πριν από τη Σύνοδο Κορυφής για την Ενέργεια και το Κλίμα.
Όπως σημειώνει η εφημερίδα Τα Νέα, η έρευνα επισημαίνει ότι η εκτίναξη του κόστους για τους καταναλωτές στην Ελλάδα οφείλεται στις αυξήσεις του ρεύματος και κυρίως στη φορομπηχτική πολιτική αυξήσεων για τις έμμεσες χρεώσεις, δηλαδή τα δίκτυα, τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) και το ειδικό τέλος μείωσης εκπομπών αερίων ρύπων (που επιδοτεί τις ΑΠΕ). Ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης στο ρεύμα ήταν 7%, σε όλες τις έμμεσες χρεώσεις και φόρους έφτασε στο 13,8%, σχεδόν διπλάσιος.
 
Το παράδοξο είναι ότι τα νοικοκυριά πληρώνουν ακριβά για ενέργεια τόσο για ηλεκτρισμό όσο και για το φυσικό αέριο όταν οι τιμές χονδρικής πέφτουν, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται. Πέρυσι στην Ευρώπη των 28, ο λογαριασμός των νοικοκυριών για το ρεύμα αυξήθηκε κατά μέσον όρο 4,4% και για το φυσικό αέριο 2,7%.
 
Πίσω από το παράδοξο αυτό βρίσκονται οι πολλαπλές χρεώσεις που βαρύνουν τους λογαριασμούς, μαζί με την έλλειψη ανταγωνισμού και τη δεσπόζουσα θέση ενός προμηθευτή σε πολλές χώρες -όπως στην Ελλάδα- που προκαλούν φαύλο κύκλο.
 
Οι μεν καταναλωτές δυσκολεύονται να επιλέξουν άλλο πάροχο, ο δε βασικός προμηθευτής δεν προσφέρει εναλλακτικά πακέτα υπηρεσιών (π.χ. μαζί με ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο), όπως συμβαίνει εκεί όπου η αγορά έχει ανοίξει στην πράξη και όχι στη θεωρία. Εναντι τεσσάρων μόνο προμηθευτών ρεύματος στην Ελλάδα (στοιχεία Δεκεμβρίου 2013), οι γερμανοί καταναλωτές έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε 376 εταιρείες, οι Φινλανδοί σε 204, οι Δανοί σε 124, οι Πολωνοί σε 77, οι Ιταλοί σε 30 κ.ο.κ.
Στην έρευνα αναλύεται η τιμή ρεύματος μετά φόρων για τα νοικοκυριά σε καθεμιά από τις πρωτεύουσες των 28 χωρών-μελών. Από την ανάλυση προκύπτει ότι στην Ελλάδα η τιμή διαμορφώνεται κατά 53% από το κόστος της ενέργειας (ΔΕΗ), κατά 18% από τις χρεώσεις δικτύου, 18% από φόρους και 12% από χρεώσεις για ΑΠΕ.
Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι για το 2013 στις πρωτεύουσες των χωρών όπου οι τιμές ηλεκτρισμού παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση σε σχέση με το 2012 η αύξηση προήλθε από χρεώσεις για τις ΑΠΕ. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα η Ελλάδα και η Λιθουανία, με τη χώρα μας να εμφανίζει αύξηση κατά 119% στις χρεώσεις που σχετίζονται με τις ΑΠΕ και τη Λιθουανία να ακολουθεί με 44%.
 
Σε απόλυτα νούμερα, πάντως, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα παραμένουν στον μέσο όρο της ΕΕ, με ακριβότερη χώρα τη Δανία. Ενδεικτικά, ένα νοικοκυριό με ετήσια κατανάλωση 4.000 κιλοβατώρες, πληρώνει 1.221 ευρώ στη Δανία, 1.204 ευρώ στη Γερμανία, 1.090 στην Ιταλία, 947 στην Κύπρο, 901 στην Ιρλανδία και 698 ευρώ στην Ελλάδα, η οποία μεταξύ των 28 καταλαμβάνει την 14η θέση.
 
Σε κάθε περίπτωση, στην αγορά ηλεκτρισμού όπου ο ανταγωνισμός μοιάζει να λειτουργεί, καλύτερα είναι σε Δανία, Φινλανδία, Γερμανία, Βρετανία, Ιταλία και Νορβηγία. Το ίδιο ισχύει για την αγορά φυσικού αερίου σε Βρετανία, Τσεχία, Ολλανδία, Γερμανία, Σλοβενία και Ισπανία.
 
Newsroom ΔΟΛ
Μέτρο - ανάσα για την αγορά ακινήτων. Πόθεν Έσχες στις εμπορικές τιμές των ακινήτων που αναγράφονται στο συμβόλαιο αγοράς και όχι στις υψηλότερες αντικειμενικές τιμές προβλέπει τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή από τον υπουργό Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη.
 
Το μέτρο αναμένεται να φέρει μεγάλη ανάσα στην αγορά ακινήτων σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Οικονομικών. Εκτιμάται ότι θα εξαλείψει ένα από τα εμπόδια που υπήρχαν μέχρι τώρα στην αγορά, δηλαδή ο αγοραστής ακινήτου να είναι αναγκασμένος να δικαιολογεί κεφάλαια μεγαλύτερα από αυτά που καταβάλλει επειδή λόγω της κρίσης οι αντικειμενικές τιμές βρίσκονται σε επίπεδα υψηλότερα από τις εμπορικές που έχουν υποστεί βουτιά.
 
Με την τροπολογία εξορθολογίζεται ο τρόπος φορολόγησης των αγροτών βάση των τεκμηρίων από το 2015. Έτσι οι αγρότες στην περίπτωση φορολόγησής τους με βάση τα τεκμήρια όταν το δηλωθέν εισόδημα τους είναι μικρότερο από αυτά θα φορολογούνται με συντελεστή 13% για τη διαφορά. Το ισχύον καθεστώς προέβλεπε ότι θα φορολογούνταν με συντελεστή 26%.

Επίσης προβλέπονται μεταξύ άλλων:
-Η απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος φορολογούμενων με αναπηρία άνω του 80%
- Διαφορές στα τεκμήρια θα μπορούν να καλύπτουν και από τον σύζυγό ή τη σύζυγο του φορολογούμενου
- Το δημόσιο θα ορίζει μίσθωμα για την παραχώρηση τμημάτων του αιγιαλού ανάλογα με το είδος της παραχώρησης ( λιμάνι ή άλλη χρήση). Αυτό θα αναπροσαρμόζεται ανά πενταετία αν διαπιστώνεται σημαντική αύξηση της μισθωτικής αξίας του ακινήτου.
- Ταχύτερες διαδικασίες έξωσης από το ΤΑΙΠΕΔ για κρατικά ακίνητα που προορίζονται για αξιοποίηση. Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών θα διατάσσει την έξωση όσων τα έχουν καταλάβει και θα επιβάλει και ποινές.
 
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Τον Αύγουστο του 2014 η ελληνική οικονομία συμπλήρωσε τον 19o συνεχή μήνα αρνητικού πληθωρισμού, φαινόμενο πρωτοφανές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
 
Ωστόσο, τα νοικοκυριά συνεχίζουν να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αγοράσουν βασικά είδη πρώτης ανάγκης. Σε σύνολο 54 ειδών διατροφής, φροντίδας σπιτιού και υγιεινής τις τιμές των οποίων καταγράφει η Ελληνική Στατιστική Αρχή στο πλαίσιο της μέτρησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, έχουν ανατιμηθεί από τον Ιανουάριο του 2011 έως τον Αύγουστο του 2014 τα 31 εξ αυτών σε ποσοστά που φτάνουν ακόμη και το 13,75%. Στο διάστημα αυτό μάλιστα δεν υπήρξε καμία μεταβολή του ΦΠΑ (με εξαίρεση τους χυμούς και τα αναψυκτικά).
 
Από τον Αύγουστο του 2009 έως τον Αύγουστο του 2014, διάστημα κατά το οποίο έγιναν τρεις αυξήσεις του ΦΠΑ, αυξήθηκαν οι τιμές σε 43 από τα 54 προϊόντα, ανατιμήσεις που ξεπέρασαν ακόμη και το 30%, πολύ περισσότερο δηλαδή από τις αυξήσεις των συντελεστών του ΦΠΑ.
 
Από την ανάλυση των στοιχείων του πληθωρισμού γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει απλώς και μόνο αίσθηση της ακρίβειας. Αναμφίβολα αυτή είναι πιο έντονη, δεδομένου ότι οι Ελληνες καταναλωτές έχουν υποστεί δραματική συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι στην Ελλάδα σημειώθηκε την περίοδο 2009-2013 η μεγαλύτερη υποχώρηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης και συγκεκριμένα κατά 21,5%.
 
Η εμφάνιση αποπληθωριστικών τάσεων τον τελευταίο ενάμιση χρόνο είναι αποτέλεσμα κυρίως δραστικής αποκλιμάκωσης των τιμών σε υπηρεσίες και διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Το «καλάθι της νοικοκυράς» από την άλλη συνεχίζει να είναι ακριβό με τα απολύτως αναγκαία είδη διατροφής, όπως το γάλα, το γιαούρτι, το κρέας, τα ψάρια, αλλά ακόμη και τα όσπρια, να συγκαταλέγονται μεταξύ των προϊόντων που έχουν ανατιμηθεί σημαντικά τα χρόνια της κρίσης. Η εύκολη ερμηνεία είναι ότι οι επιχειρήσεις κερδοσκοπούν. Τα αίτια, ωστόσο, της ακαμψίας των τιμών στην ελληνική οικονομία είναι πολύ βαθύτερα...
 
Τι συμβαίνει με το γάλα, το νωπό κρέας και τα κατεψυγμένα
Τις τελευταίες εβδομάδες το υπουργείο Ανάπτυξης έχει επιδοθεί σε μια ακόμη επιχείρηση καταπολέμησης της ακρίβειας με αιχμή του δόρατος την τιμή του γάλακτος. Η επίκληση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης όπως «βαφτίστηκε» από τον αρμόδιο υφυπουργό Ανάπτυξης η «συμφωνία κυρίων» -με ταυτόχρονες προειδοποιήσεις για νέα αλλαγή της νομοθεσίας- με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως με τις γαλακτοβιομηχανίες είχε πράγματι ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής του νωπού γάλακτος από 2,9% έως 11,7% σε σχέση με τις αρχές Σεπτεμβρίου, ενώ τις ημέρες που οι αλυσίδες προχωρούν σε προσφορές η μείωση φτάνει ακόμη και το 35%.
 
Ωστόσο, η μείωση αυτή είναι συγκυριακή και επιπλέον δεν αφορά τα μικρά σημεία πώλησης (φούρνοι, μίνι μάρκετ και περιφερειακές τοπικές αλυσίδες), όπου διακινείται περίπου το 50% του απλού παστεριωμένου γάλακτος, του λεγόμενου «φρέσκου». Από τις αρχές του 2011 έως και τον Αύγουστο η τιμή του γάλακτος αυξήθηκε σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ κατά 8,25%, παρά το γεγονός, μάλιστα ότι ο όγκος πωλήσεων στη συγκεκριμένη κατηγορία υποχώρησε την περίοδο 2011-2013 κατά 5,26% (στοιχεία IRI). Η λήξη του «πολέμου τιμών» που είχαν ξεκινήσει οι γαλακτοβιομηχανίες το 2009 είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής του γάλακτος την τελευταία πενταετία κατά 15,83% (συμπεριλαμβανομένων των επιβαρύνσεων από την αύξηση του ΦΠΑ).
 
Ανάλογη δυστυχώς είναι η εικόνα και στα υπόλοιπα γαλακτοκομικά προϊόντα που αποτελούν βασικό συστατικό της καθημερινής διατροφής, όπως τα γιαούρτια και τα τυριά, τόσο το τυρί φέτα όσο και τα υπόλοιπα. Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι από τις αρχές του 2011 έως σήμερα η τιμή του γιαουρτιού –προϊόν του οποίου επίσης η ζήτηση έχει μειωθεί δραματικά στα χρόνια της κρίσης- αυξήθηκε κατά 8,76%, της φέτας κατά 5,34% και των λοιπών τυριών κατά 5,72%, ενώ σχεδόν διπλάσια είναι η αύξηση των τιμών για τα παραπάνω προϊόντα στο διάστημα Αυγούστου 2009-Αυγούστου 2014.
 
Πολύ ακριβότερα σε σύγκριση με το παρελθόν εξακολουθούν να πληρώνουν οι καταναλωτές τα αυγά, η τιμή των οποίων αυξήθηκε από το 2011 κατά 8,87% και από το 2009 κατά 13,18%. Το υπουργείο αποδίδει την αύξηση της τιμής των αυγών στην εφαρμογή του κανονισμού για αύξηση των αποστάσεων μεταξύ των ωοτόκων ορνίθων, γεγονός που ανεβάζει το κόστος παραγωγής.
 
Ανοδική πορεία έχουν ακολουθήσει και οι τιμές σε διάφορα είδη κρεάτων, νωπών και κατεψυγμένων, με την τιμή του μοσχαριού να έχει αυξηθεί από το 2011 κατά 5% περίπου, στα ψάρια, τόσο στα νωπά και στα κατεψυγμένα με ανατιμήσεις της τάξης του 6%. Ακόμη και στα όσπρια, τρόφιμο που υποτίθεται ότι απευθύνεται σε ασθενέστερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού, καταγράφεται αύξηση της τιμής κατά 2,82% την τελευταία τριετία και κατά 5,12% σε σύγκριση με πέντε χρόνια πριν.
 
Ο εντονότερος ανταγωνισμός από την άλλη σε προϊόντα όπως τα ζυμαρικά, τα αναψυκτικά, οι χυμοί είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών, με «καθαρές» μειώσεις τιμών και όχι μόνο μέσω προωθητικών ενεργειών.
kathimerini.gr

ferriesingreece2

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot