Τελικά αυτά τα παγκάκια έχουν μέσα τους μια άλλη μαγεία. Είναι να μην καθίσεις εκεί την πρώτη φορά. Μόνος σου. Ή έστω με φίλους πολλών χρόνων. Δεν τα αποχωρίζεσαι! Τώρα εξηγείται γιατί σε αυτά έχουν καθίσει εκατοντάδες γεροντάκια μας τα δεκάδες χρόνια που πέρασαν και που σήμερα δεν υπάρχουν αλλά σίγουρα ζουν δίπλα μας λες και τα παγκάκια τους κρατούν μια γωνιά και δεν τους ξεχνάμε!
Κάθεσαι στο παγκάκι και βλέπεις τις νταλίκες να περνάνε! Και το άτιμο κατευθείαν σε στέλνει πολύ πίσω με ολοζώντανες εικόνες.
Σούρουπο έξω από την σκηνή, με μια απόκοσμη ηρεμία να ακούς τα κουάξ, κουάξ των βατράχων στο διπλανό ποταμάκι! Η θάλασσα μπροστά σου γίνεται ποταμάκι!
Λες και είσαι εκεί! Στο χωριουδάκι που ισοπεδώθηκε στο σεισμό της Μεγαλόπολης Αρκαδίας στα δεκαεννιά σου χρόνια. Τότε, την Άνοιξη του 1965.
Τότε που καμιά εικοσαριά φοιτητές του Οικοτροφείου του Αποστόλου Παύλου, της πανίσχυρης παραεκκλησιαστικής οργάνωσης «Ζωή» βρεθήκαμε την επόμενη ημέρα του σεισμού για να συνδράμουμε τους γέροντες κατοίκους στα κατεδαφισμένα σπίτια τους.
Πρώτοι εμείς, και που την επόμενη ήρθαν και άλλοι είκοσι φοιτητές της νεολαίας Λαμπράκη! Που χωρίσαμε το χωριό στα δύο και το ένα το πήραμε εμείς και το άλλο οι Λαμπράκηδες, να βγάζουμε τις πέτρες και την λάσπη για να σωθούν ότι απέμεινε.
Εκείνα τα βράδια που τα γερασμένα μάτια των λιγοστών κατοίκων του χωριού ήταν θλιμμένα μπροστά μας, αμίλητοι όλοι μας, μπροστά στην ολοκληρωτική καταστροφή. Βουβό το κλάμα των ξεσπιτωμένων γερόντων, με το μόνο που τους συντρόφευε το αληθινό κλάμα, τα κουάξ, κουάξ των δικών τους βατράχων!
Λίγο κράτησε η γλυκιά ανάμνηση, η ήρεμη φύση, η σιωπηλή αντάρα του σεισμού, οι αμίλητοι νέοι! Το λυπημένο κράξιμο των βατράχων! Για να κάνει και πάλι τα μαγικά του το παγκάκι, να αλλάξει το πλάνο και η εικόνα να με πάει σε άλλα βατράχια με μια εναλλαγή που θα ζήλευε ακόμα και ο Χάρι Πότερ στο έργο η φιλοσοφική λίθος και τα φανταστικά του ζώα! Η θάλασσα μπροστά μου έγινε λίμνη της πλατείας Συντάγματος! Με δεκάδες βατράχια να τσαλαβουτούν και να κράζουν κουάξ, κουάξ όσο πιο δυνατά μπορούν για να τα ακούσω…..
Δεκάδες, εκατοντάδες βατράχια, μαζί με τα βατραχάκια τους, ξεσηκωμένα να πηδάνε πάνω κάτω και να αγωνιούν κουάξ, κουάξ, γιατί τα άλλα εκατομμύρια βατραχάκια, έξω από την λίμνη, τους πήραν χαμπάρι και θέλουν και αυτά να μπούνε στη λίμνη να δροσιστούνε αλλά το νερό δεν φτάνει, η λίμνη δεν χωρά άλλα…..
Έξω από την λίμνη! Στην ερημία του χώρου, στο στεγνό και άνυδρο τοπίο και στον χαμένο χρόνο της νιότης, να ακούς τα αγωνιώδη κραξίματα κουάξ, κουάξ, των βολεμένων στην ωραία λιμνούλα βατράχων προς τους αδικημένους βατράχους της ερημίας για να τρέξουν και να γεμίσουν την λίμνη τους με νερό!!! (νεροκουβαλητές) Κανένας τους δεν κράζει για να δώσουν λίγο νεράκι και στα μακρινά ξαδέρφια τους βατράχια…..
Τιναι ρε Τέλη? Πάλι εδώ? Γιατί γελάς? Τι? Δεν γελάς? Εγώ σου τάλεγα… Τι θέλεις εσύ το Κωτάκι μέσα στη λίμνη! Και εσύ…. όχι μόνο δεν άκουγες, αλλά τους σήκωσες και το δάκτυλο….. Ο Τέλης! Ξέρει ότι τον πεθύμησα και έρχεται να με συντροφεύσει.
Γελάτε ε! Το ξέρω αγαπητοί σχολιαστές μου και γελώ και εγώ μαζί σας! Έχετε πλάκα! Σας συμβουλεύω να κάτσετε έστω και μια φορά στο παγκάκι, χωρίς νερό και χωρίς φωνή κουάξ, κουάξ…….
Καλοκαιρινά όνειρα του Κ. Καϊσερλη