Ἡ συζήτηση γιά τήν ἀπόδοση τῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανική Ἐκκλησία θυμίζει ἔντονα μία ἄλλη περίπτωση, ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Δωδεκανήσου, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, μόνη αὐτή ἀπό ὅλη τήν ἑλληνική ἐπικράτεια, ἔχει τό προνόμιο νά ἀποτελεῖ κανονικό ἔδαφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δέν ἀπέστη ποτέ ἀπό αὐτό.
Ἄς θυμηθοῦμε ὅμως λίγα στοιχεῖα ἱστορίας: ἡ Δωδεκάνησος ἀποτελοῦσε μέρος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι τό 1314 πού τήν κατέλαβαν οἱ Ἰωαννῖτες Ἱππότες. Αὐτοί καθώς ἦταν Ρωμαιοκαθολικοί στό θρήσκευμα δέν προέβησαν σέ εὐθεῖς διωγμούς ἀλλά ἀγωνίστηκαν μέ ποικίλα μέσα (πειθώ, πιέσεις, ἐμπόδια στήν ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας, κωλυσιεργία στίς χειροτονίες ἀρχιερέων, ἀπαγόρευση χειροτονίας ἀρχιερέων, ὑποταγή κλήρου στόν Λατῖνο Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ρόδου κ.ἄ.) γιά νά δημιουργήσουν τίς κατάλληλες συνθῆκες ὥστε νά ἐγκαταλείψουν οἱ Ὀρθόδοξοι κάτοικοι τῶν νήσων τήν πίστη τους καί νά ἐνταχθοῦν στήν Δυτική Ἐκκλησία.
Στίς ἀρχές τοῦ 1523 τά νησιά ἔπεσαν στά χέρια τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν σέ αὐτά μέχρι τό 1912. Ὑπῆρξε ὁμαλοποίηση στά ἐκκλησιαστικά ζητήματα, ἀλλά καί εὐθεῖς διωγμοί πού ἀνέδειξαν πολλούς νεομάρτυρες: ἀρχιερεῖς, κληρικούς ἄλλων βαθμίδων, καθώς καί λαϊκούς. Οἱ Ἰταλοί κυρίευσαν τά νησιά τό 1912. Παρέμειναν σέ αὐτά μέχρι τήν πτώση τοῦ καθεστῶτος τοῦ Μουσολίνι, τό 1943 (ἡ ἐνσωμάτωση στή μητέρα Ἑλλάδα ἦλθε τό 1948) καί σέ γενικές γραμμές ἀκολούθησαν παρόμοιες μεθόδους μέ τούς Ἱππότες.
Σέ ὅλη αὐτή τή μακρά περίοδο τῆς δουλείας ὁ μοναδικός σταθερός, ἀταλάντευτος καί ἀμετακίνητος προστάτης τῶν νησιωτῶν, πέρα ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἦταν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο μέ κάθε τρόπο τούς προστάτευε καί ἔβρισκε τά κατάλληλα ἀντίμετρα μέ τά ὁποία ἀκύρωνε κάθε ἀντορθόδοξη καί ἀνθελληνική κίνηση τῶν κατακτητῶν.
Τήν περίοδο τῶν Ἱπποτῶν, παραδείγματος χάριν, ἀντιμετώπιζε τήν παρεμπόδιση χειροτονιῶν ἐπισκόπων στήν Κῶ μέ τό νά ἀναθέτει σέ ἐπισκόπους γειτονικῶν περιοχῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τήν «κατ᾿ ἐπίδοσιν» (θά λέγαμε κατ᾿ ἀνάθεση) διαποίμανση τῆς Κῶ. Ἐπίσης, ἀρχιερεῖς ἄλλων ἐπαρχιῶν, μέ εἰδική ἄδεια, πήγαιναν στήν Κῶ γιά νά τελέσουν χειροτονίες ἤ οἱ ὑποψήφιοι ἱερεῖς χειροτονοῦνταν σέ ἄλλες ἐπαρχίες καί ἐπέστρεφαν χειροτονημένοι (αὐτό συνέβαινε καί κατά τήν Ἰταλοκρατία).
Μέ τή σοβαρότητα καί τή σωφροσύνη τῆς τακτικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τά Δωδεκάνησα, μετά ἀπό 650 ἔτη («καί ὄχι 400 ὅπως στήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα», ὡς προσφυῶς τονίζει σέ κάθε εὐκαιρία ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ) σκλαβιᾶς ἔφτασαν στήν ἀπελευθέρωση δίχως νά ἀπωλέσουν οὔτε τήν πίστη τους οὔτε τήν ἑλληνική γλῶσσα καί παράδοση.
Μία ἀπό τίς, ἀναμφίβολα, εὐφυεῖς μεθόδους πού ἐπεχείρησαν νά χρησιμοποιήσουν οἱ Ἰταλοί ἦταν ἡ ἀνακήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δωδεκανήσου, ὥστε ἡ Δωδεκάνησος νά ἀποκοπεῖ ἀπό τήν πνευματική τροφοδοσία καί διαχρονική προστασία τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί, σιγά σιγά, μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν νά ἁλωθεῖ πλήρως.
Μέ ἀφορμή τήν ἐκδημία τοῦ Μητροπολίτου Κώου Ἀγαθαγγέλου Ἀρχύτα, τό 1924, ὁ Ἰταλός Διοικητής τῆς Δωδεκανήσου Mario Lago ἔθεσε τό θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου στόν πρῶτο τῇ τάξει Μητροπολίτη τῆς Δωδεκανήσου Μητροπολίτη Ρόδου Ἀπόστολο Τρύφωνος, ὁ ὁποῖος συμφώνησε νά μεταφέρει τό θέμα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὡς τήν μοναδική ἁρμόδια ἐκκλησιαστική ἀρχή γιά νά παράσχει τό Αὐτοκέφαλο. Ἀπό τή στιγμή αὐτή ξεκίνησε μία μακρά παρελκυστική πολιτική ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (μάλιστα τόν Νοέμβριο τοῦ 1924 ἐκοιμήθη ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ΄ καί τή θέση του πῆρε ὁ Κωνσταντῖνος Στ΄, ὁ ὁποῖος ἐξεδιώχθη ἀπό τούς Τούρκους) γιά νά κερδίσει χρόνο ὥστε τελικά νά ἀκυρωθοῦν ἐκ τῶν πραγμάτων τά σχέδια τῶν Ἰταλῶν. Οἱ Ἰταλοί ἐνοχλήθηκαν πολύ ἀπό αὐτή τή στάση πού ἐνισχυόταν ἀπό τήν ἀντίδραση τοῦ δωδεκανησιακοῦ λαοῦ καί στίς 31 Ὀκτωβρίου 1929 ἐπέδωσαν τελεσίγραφο γιά τήν ὑπογραφή τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας στόν ἑπόμενο Οἰκουμενικό Πατριάρχη Φώτιο Β΄, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε καί σοφά παρέπεμψε τό θέμα σέ δημοψήφισμα τοῦ λαοῦ τῆς Δωδεκανήσου, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά ἀποφασίσει γιά τό θέμα. Οἱ Ἰταλοί ἐξεμάνησαν, καθώς γνώριζαν ὅτι κάτι τέτοιο δέν ἐπρόκειτο νά ἔχει θετική κατάληξη γι᾿ αὐτούς, καί, ὡς ἔσχατο μέσο πίεσης, σκλήρυναν τή στάση τους ἀπέναντι στούς νησιῶτες, ἀλλά καί στήν τοπική Ἐκκλησία, διακόπτοντας τίς ἐπαφές μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί καταργώντας ὅλα τά κοινοτικά προνόμια αὐτοδιοίκησης τῶν Ὀρθοδόξων.
Τό αὐτονόητο συμπέρασμα τῶν παραπάνω εἶναι ὅτι μέ τήν σοφή καί συνετή πρακτική τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν πού χειρίστηκαν τίς προσπάθειες τῶν Ἰταλῶν, ἀφ᾿ ἑνός, καί μέ τό ἀρραγές μέτωπο καί τήν σθεναρή ἀντίσταση τῶν Δωδεκανησίων, ἀφ᾿ ἑτέρου, τά σχέδια τῶν κατακτητῶν ἀκυρώθηκαν.
Καί ἐρχόμαστε στό σήμερα! Γιατί αὐτή ἡ εἰσαγωγή;
Τό ἀκριβῶς ἀντίθετο συμβαίνει σήμερα στήν Οὐκρανία: ὁ λαός ἐπιθυμεῖ τήν Αὐτοκεφαλία του, ζητᾶ διά τῶν ἐκκλησιαστικῶν (ἤδη ἀπό τό 1991) καί πολιτικῶν ἡγετῶν του (σέ πολλές περιπτώσεις) νά τοῦ ἀποδοθεῖ καί, ἐνῶ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κανονικό ἔδαφος τοῦ ὁποίου ἀνέκαθεν ἀποτελοῦσε καί, φυσικά, συνεχίζει νά ἀποτελεῖ ἡ Οὐκρανία, κρίνει ὅτι τό αἴτημα αὐτό πρέπει νά ἰκανοποιηθεῖ, ἡ Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀρνεῖται πεισματικά νά ἱκανοποιήσει αὐτό τό δίκαιο καί λογικό, γιά ὅποιον γνωρίζει στοιχειωδῶς, ἔστω, τήν οὐκρανική ἱστορία, λαϊκό αἴτημα. Μάλιστα, ἡ ἐμμονή τῆς Μόσχας νά ἀρνεῖται τήν Αὐτοκεφαλία σέ συνδυασμό μέ τήν πολιτική τοῦ ρωσικοῦ κράτους πρός τήν Οὐκρανία προκαλεῖ ἐντονότατη δυσαρέσκεια στόν οὐκρανικό λαό στίς τάξεις τοῦ ὁποίου ἔχει ἀναπτυχθεῖ σοβαρό ἐνδοεκκλησιαστικό, ἐπί σειρά ἐτῶν, ἀθεράπευτο σχίσμα.
Τό σχίσμα αὐτό, μέ τήν ἀπόδοση τοῦ Αὐτοκεφάλου καί τήν ἀπελευθέρωση τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν ἀποπνικτικό ρωσικό ἐναγκαλισμό, βαίνει πρός θεραπεία, καθώς ἀντιμετωπίζονται οἱ κύριες αἰτίες του.
Ἡ στάση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας φαίνεται νά παραθεωρεῖ πλήρως τόν οὐκρανικό λαό. Συμβαίνει ἐν προκειμένῳ ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού προσπάθησαν νά κάνουν οἱ Ἰταλοί στή Δωδεκάνησο. Τή λύση σέ ἐκείνη τήν περίπτωση ἔδωσε ἡ σοφή προσφυγή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στή βούληση τῶν κατοίκων τῆς Δωδεκανήσου. Στήν περίπτωση τῆς Ο
ὐκρανίας, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί πάλι στρέφεται στή βούληση τῶν Οὐκρανῶν, οἱ ὁποῖοι σαφῶς τίθενται ὑπέρ τῆς Αὐτοκεφαλίας. Ἄς μή λησμονοῦμε ἐξάλλου ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παρά τίς σοβαρότατες ἐκπεφρασμένες ἀντιρρήσεις του, προχώρησε κατά τό παρελθόν στήν ἀπόδοση Αὐτοκεφάλου σέ πολλές ἄλλες «ἐθνικές» Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων στήν ρωσική καί στήν ἑλληνική, θεραπεύοντας μέ τή σύνεση καί τήν ἀγάπη του τά πολλά προβλήματα πού εἶχαν προκληθεῖ ἀπό τίς ἐκβιαστικές, ἄκαιρες καί ἄστοχες κινήσεις αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν. Καί μάλιστα, τό ἔπραξε μέ αὐτοθυσία στερούμενο τήν ἴδια του τή σάρκα θρέφοντάς τες πατρικά μέ τό ἴδιο του τό αἷμα, ὅπως ὁ πελεκᾶνος.
Εἶναι, τουλάχιστον, ἀμετροεπές γιά τήν ρωσική Ἐκκλησία νά προσπαθεῖ πεισματικά νά κρατήσει δεμένη στό ἅρμα της τήν Οὐκρανία ὅταν, ἀφ᾿ ἑνός δέν ἔχει αὐτό τό δικαίωμα καί, ἀφ᾿ ἑτέρου, ὁ οὐκρανικός λαός δέν τό θέλει. Διάβαζα σέ κάποια ἀπό τίς ἀναρτήσεις σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό ὅτι οἱ Ἱεράρχες τῆς κανονικῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας δέν μνημονεύουν τόν Ρῶσο Πατριάρχη φοβούμενοι τήν ἀντίδραση τῶν πιστῶν τους. Ποῦ θά πάει αὐτή ἡ κατάσταση; Εἶναι δυνατόν νά στηριχθεῖ ἱεραρχία καί νά προχωρήσει πνευματικά δίχως τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό τοῦ λαοῦ;
Λένε κάποιοι: ἄς περιμένει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά λύσουν οἱ Οὐκρανοί μόνοι τους τά προβλήματα τους καί ἔπειτα ἄς παραχωρήσει τήν Αὐτοκεφαλία. Νομίζω ὅτι ἡ ἁπλή λογική λέει ὅτι ἐφόσον τά προβλήματα τῶν Οὐκρανῶν ἔχουν αἰτία καί ἀφορμή τίς ἔξωθεν παρεμβάσεις τό πρόβλημα δέν μπορεῖ νά ἐπιλυθεῖ παρά μόνο ἐάν λείψει ἡ αἰτία τοῦ προβλήματος: οἱ ρωσικές περεμβάσεις. Εἶναι σαφές ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κινεῖται πρός αὐτή ἀκριβῶς τήν κατεύθυνση. Ἀποδίδοντας τήν Αὐτοκεφαλία ἐπιτρέπει στήν Οὐκρανική Ἐκκλησία νά ἀντιμετωπίσει ἐλεύθερη ἀπό ἔξωθεν παρεμβάσεις τά τοῦ οἴκου της. Φαντάζομαι —μέ τόν δικό μου τρόπο σκέψης— ὅτι μέ τήν ἀπόδοση τοῦ Αὐτοκεφάλου οἱ σχισματικοί, ἐφόσον θά λείψει ἡ αἰτία τοῦ σχίσματος (καί δέν τούς ἐμποδίσουν ἄλλοι λόγοι π.χ. προσωπικοί) θά ἐπιδιώξουν τήν ἐπιστροφή τους στήν κανονική Οὐκρανική Ἐκκλησία.
Δέν πρέπει νά παραθεωροῦμε, αὐτό πού κάποιοι τεχνηέντως ἀφήνουν νά ἐννοεῖται, ὅτι δηλαδή τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο θά δώσει τήν Αὐτοκεφαλία στήν σχισματική μερίδα. Αὐτές οἱ διαδόσεις βλάπτουν σοβαρότατα τήν ὅλη συζήτηση καί ἰδιαιτέρως τήν ρωσική πλευρά διότι ἔτσι ὑποβιβάζεται, ἐκ μέρους της, μέ ἐσκεμμένες ἀνακρίβειες τό ἐπίπεδο τῆς συζητήσεως μέ τρόπο πού δέν συνάδει σέ ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες. Μέ ἔκπληξη διάβασα, ἐπί παραδείγματι, δηλώσεις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κυθήρων κ. Σεραφείμ πού ἔχουν ἀναρτηθεῖ στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυθήρων (http://www.imkythiron.gr/index.php/eidiseis/teleftaia-nea/5048-diloseis-mitr-kythiron-dia-tin-aftokefalian-tis-oukranikis-ekklisias), στίς ὁποῖες ἐκφράζει τήν «βαθυτάτη λύπη» του γιά τήν, ὑποτιθέμενη, «ἐμμονή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά ἐκχωρήσει τήν Αὐτοκεφαλία εἰς τούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας» κάτι τό ὁποῖο ἐπ᾿ οὐδενί προκύπτει ἀπό τίς κινήσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά παραπλανᾶ τούς ἀναγνῶστες καί ἀδικεῖ κατάφορα τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε προσεκτικός στίς κινήσεις καί στίς ἐπιλογές του. Μάλιστα, ὅταν τό 2008 ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, προσκεκλημένος τῆς Οὐκρανικῆς Κυβερνήσεως, ἐπισκέφθηκε τήν Οὐκρανία γιά τόν ἑορτασμό τῶν 1020 ἐτῶν ἀπό τό βάπτισμα τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου ὄχι μόνο δέν ἦρθε σέ ἐπαφή μέ τήν σχισματική μερίδα, ἀλλά χάρη στήν ἁπλότητα καί στή σύνεσή του ἐπέτυχε νά συλλειτουργήσει μέ τόν Πατριάρχη Μόσχας κυρό Ἀλέξιο.
Ἄς ἀφουγκραστοῦν, λοιπόν, οἱ Ρῶσοι Ἱεράρχες τή θέληση τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ καί ἄς πράξουν ἀναλόγως. Ἄς συζητήσουν μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἄς τοῦ ἀποδώσουν τά δικαιώματα πού σύμπασα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ ἀναγνωρίζει, ἄς δείξουν τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό στούς Ἱερούς Κανόνες καί στίς Ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τότε τό «οὐκρανικό πρόβλημα» θά πάψει νά ὑφίσταται ἔχοντας ἐπιλυθεῖ πρός δόξαν Θεοῦ καί πρός ὄφελος τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος διακαῶς ἐπιθυμεῖ τήν Αὐτοκεφαλία καί τήν ἀνεξαρτησία του ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας.